Είχε καταλάβει τον ζωντανό παλμό της καρδιάς του πολιτισμού κι αντίκριζε με σεβασμό όλα τα πρόσωπα της τέχνης. Διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη επί σαράντα χρόνια, το άπλωσε παντού με τα παραρτήματά του. Δίδασκε στο Θεατρικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιστορία Τέχνης. Σπουδές αξιοσημείωτες. Εκανε μεταπτυχιακό στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, συνέχισε στη Σορβόννη. Το 2016 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας στην έδρα Μουσειολογίας - Αρχαιολογίας.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς δεν είχε μόνο γνώσεις από τις πανεπιστημιακές του σπουδές αλλά και αισθητική καλλιέργεια. Στις παραστάσεις που παρακολουθούσαμε, στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο, στο Μέγαρο Μουσικής, σε θέατρα, ρωτούσαμε πάντα τη γνώμη του γιατί - ως βαθιά καλλιεργημένος θεατής - ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς των καλλιτεχνών και μας βοηθούσε να συνειδητοποιήσουμε το θαύμα που συμβαίνει στη σκηνή.
Μου έλεγε: «Η τέχνη θέλει σεβασμό, όχι φλυαρία». Θα ένιωθε τραγική συγκίνηση και πίκρα για τα δεινά της χώρας, κυρίως, όμως, με τον εξευτελισμό της υποβάθμισης των πτυχίων των καλλιτεχνών. Πέτυχε μια αναγέννηση στο Μουσείο Μπενάκη. Τα οργάνωσε όλα σύμφωνα με τις αξιώσεις του κόσμου. Αγαπήσαμε τα μουσεία χάρις στον Αγγελο, σαν ζωντανούς οργανισμούς.
Ενιωθε με αγωνία, με πάθος τη λειτουργία του, όπως ένας συνθέτης μιας μουσικής συμφωνίας. Λάτρευε την κλασική μουσική, κυρίως τον Μπαχ, γιατί τον ενέπνεε, όπως και τον Μάνο Χατζιδάκι. Ολα τον συγκινούσαν, ακόμα κι ένα τελευταίο λείψανο της ζωής ενός αρχαιολογικού ευρήματος, ένα παιδικό παιχνίδι - γι' αυτό ίδρυσε το μουσείο παιχνιδιών στο Φάληρο - ή ένα αριστούργημα της ισλαμικής τέχνης - ίδρυσε άλλωστε στον Κεραμεικό, ένα μουσείο με όλη την απέραντη συλλογή που παρέμενε κλειδωμένη στα υπόγεια του μουσείου.
Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να δημιουργεί. Σεβόταν τα όρια της ατομικότητας. Κυριαρχούσε το μέτρο στη ζωή του. Αυτό ύμνησε και στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη στην Κηφισιά, όπου φυλάγονται πολύτιμα αρχεία, ανάμεσά τους και του Γιάννη Ρίτσου. Μιλούσε πάντα με ευγνωμοσύνη για τον ίδιο τον ποιητή και την οικογένειά του που τον εμπιστεύτηκαν.
Ζήσαμε υπέροχες στιγμές κοντά του, όσοι συνεργαστήκαμε και κερδίσαμε το δώρο της φιλίας του. Κάποια μεσημέρια μας καλούσε στο εστιατόριο του μουσείου στην οδό Κουμπάρη, φίλους, αρχαιολόγους, ακαδημαϊκούς κ.ά. δημιουργώντας μια ζεστή φωλιά παρέας, όπου τον ακούγαμε να προσπαθεί να υποδείξει δρόμους της τέχνης. Επαιρνε άλλη διάσταση η σκέψη, η ματιά.
Το μεγάλο του όνειρο ήταν να ενώσει τη γενιά του '30 στην Πινακοθήκη Γκίκα. Οταν με ξεναγούσε στον φακό της εκπομπής που ήμουν αρχισυντάκτρια «9 + 1 Μούσες», της δορυφορικής ΕΡΤ, σε όλη αυτή τη μαγεία του χώρου, άγγιζε τα αντικείμενα, τα χάιδευε, λες και συνομιλούσε με όλους αυτούς που σφράγισαν την ιστορία μας με αιωνιότητα.
Τον συνάντησα ένα μήνα πριν πετάξει με τα φτερά του στο μουσείο, έγραφε την ομιλία που θα εκφωνούσε στην Ακαδημία την 25η Μαρτίου. Συμφωνήσαμε να συγκεντρώσω συνεντεύξεις, μνήμες και κουβέντες μας σ' ένα βιβλίο με τίτλο: «Κουβεντιάζοντας μ' έναν Αγγελο». Με παρακάλεσε να το αφιερώσω στον εγγονό του. Θυμηθήκαμε και τα ταξίδια μας στην Ανδρο, καλεσμένοι από το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, τη φιλοξενία του διευθυντή κ. Κυριάκου Κουτσομάλλη και τα γέλια μας με τον Παναγιώτη Τέτση στην ταράτσα του μουσείου.
Ατέλειωτες οι μνήμες και η θλίψη που άφησε. Ανήκε στη σφαίρα του ωραίου. Εκτιμούσε ελάχιστους πολιτικούς. Θεωρούσε αμείλικτο και σκληρό το πολιτικό σύστημα. Χάθηκε ένα αστραφτερό μυαλό που έδινε μόνο λάμψη η παρουσία του, όπως τ' αστέρια τη νύχτα. Είμαι σίγουρη ότι ακόμη και στον ουρανό θα είναι χρήσιμο και δυνατό το φως του.
(Αναδημοσιεύεται από την «Εφημερίδα των Συντακτών»)