...και νέα επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα στον κλάδο
Eurokinissi |
Το νομοσχέδιο φέρει τον τίτλο «Ενίσχυση δημοσιότητας και διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο - Σύσταση ηλεκτρονικών μητρώων έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου και λοιπές ρυθμίσεις αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης», το οποίο είναι συνέχεια των αντιδραστικών ρυθμίσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων, όπως του νόμου Παππά, ενώ έχει ατόφια τη σφραγίδα του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού (των παρατάξεων ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ) στη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ που υπονόμευσε κάθε αντίδραση και αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων με τις «διαβουλεύσεις» και τον «κοινωνικό διάλογο» και τα «έδωσε όλα» για να παραδώσει τους εργαζόμενους ως «πρόβατα επί σφαγή».
Πολύ συνοπτικά προβλέπει ανάμεσα σε άλλα:
-- Σύσταση μητρώου που η εγγραφή σε αυτό θα είναι προϋπόθεση για την κρατική διαφήμιση. Εκείνοι που θα εκτιμούν σε ποια μέσα ενημέρωσης θα δίνεται η κρατική διαφήμιση, είναι τα κρατικά κυβερνητικά επιτελεία, αλλά και η εγγραφή στο μητρώο έντυπου Τύπου έχει σωρευτικές προϋποθέσεις στο όνομα τάχα της διαφάνειας και της διεκδίκησης αποζημιώσεων από τους μετόχους, αν καταδικαστεί το μέσο. Το «ωραίο» είναι ότι θα πρέπει να γίνεται ονομαστικοποίηση των μετοχών των επιχειρήσεων των μέσων ενημέρωσης που θα συμμετέχουν στο μητρώο, όμως... εξαιρούνται οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Προϋπόθεση εγγραφής στο μητρώο είναι η προσκόμιση παραστατικών από πωλήσεις εφημερίδων, αλλά δεν γίνονται αποδεκτά παραστατικά από πωλήσεις που έχουν γίνει με δικά τους μέσα, δηλαδή μέσα της ίδιας της εφημερίδας. Αυτή η διάταξη, όπως προειδοποίησαν οι βουλευτές του ΚΚΕ, ανοίγει επικίνδυνους δρόμους σε εφημερίδες όπως, για παράδειγμα, ο «Ριζοσπάστης».
-- Σύσταση Επιτροπής «για την τήρηση αρχών της δημοσιογραφικής ηθικής και δεοντολογίας», της οποίας τα κριτήρια θα καθορίζονται από τους επιχειρηματικούς ομίλους, την εκάστοτε κυβέρνηση και τη στρατηγική της ΕΕ. Αλλωστε βασίζεται σε συγκεκριμένους κοινοτικούς κανονισμούς.
-- Επέκταση του νόμου Λιβάνιου και Παππά (άρθρο 32). Δηλαδή στους 400 εργαζόμενους που θα πρέπει να έχουν τα μεγάλα κανάλια, το 25% από αυτούς θα πρέπει να είναι από διασυνδεδεμένες εταιρείες του ομίλου, δηλαδή εργαζόμενοι χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα (μπλοκάκια, εργολαβικοί, ενοικιαζόμενοι) και συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Ο νόμος Λιβάνιου καθόριζε το ποσοστό στο 15%.
Επιβεβαιώνοντας ότι το νομοσχέδιο κινείται σε πλήρως αντιδραστική κατεύθυνση, στο πλαίσιο του «ρεαλισμού» και της είδησης που θέλει το κεφάλαιο, ο αρμόδιος υπουργός, Γ. Οικονόμου, ανέφερε, δίνοντας το στίγμα του νομοσχεδίου, ότι «συχνότατα εκφέρεται ένας πολιτικός λόγος ο οποίος δεν έχει καμία επαφή, καμία σχέση με την πραγματικότητα, με την αληθινή ζωή», χωρίς βέβαια να λέει ποιος είναι αυτός που θα το κρίνει.
Πρόσθεσε δε ότι με το νομοσχέδιο «διασφαλίζονται η βιώσιμη επιχειρηματικότητα και ο υγιής ανταγωνισμός των μέσων», ενώ επισήμανε ότι με το νομοσχέδιο «η χώρα μας όχι απλώς ανταποκρίνεται άμεσα στις πρωτοβουλίες της ΕΕ αλλά πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός πλαισίου» που υποτίθεται ότι θα προστατεύει τη δημοσιογραφία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε, με τις διαφορές στις προτάσεις που κατέθεσε να είναι στις διατυπώσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εισηγήτριά του, Αν. Γκαρά, αντί γα επιτροπή δεοντολογίας πρότεινε επιτροπή που όμως θα είναι «θεσμικά ισχυρός ανεξάρτητος φορέας, ενός "media council" κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, το οποίο θα έχει ελεγκτικές κυρωτικές αρμοδιότητες συνολικά επί του πεδίου αυτού». Μάλιστα, διαμαρτυρήθηκε πως η κυβέρνηση παίρνει θεσμοθετημένα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το μητρώο, «τα ντύνετε με ένα νέο περιτύλιγμα» και τα εμφανίζει ως δικές της προτάσεις στην ΕΕ. Καταψήφισαν και τα άλλα αστικά κόμματα χωρίς ουσιαστικές διαφωνίες στο περιεχόμενο του νομοσχεδίου.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Μανώλης Συντυχάκης, επισήμανε ότι με αυτό το νομοσχέδιο η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλει έναν ακόμα μεγαλύτερο κυβερνητικό και κρατικό έλεγχο στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο, με περαιτέρω ενίσχυση των μηχανισμών διαπλοκής ανάμεσα σε ΜΜΕ και κράτος, αλλά και να διαμορφώσει μία πιο ευέλικτη μιντιακή αγορά, με θύματα τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους.
Υπενθύμισε ότι όλες οι κυβερνήσεις προσφέρουν διαρκώς δωράκια στους καναλάρχες προκειμένου να αποσπούν την εύνοιά τους, όπως η λίστα Πέτσα με τα 11 εκατ. ευρώ, ο νόμος 4779/21 που τους πρόσφερε 3,5 εκατ. ευρώ, με χρηματοδότηση των ασφαλιστικών εισφορών τους για τα έτη 2017 - 2020, τα 20 εκατομμύρια που τους εξασφάλισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2017 με τη μείωση της φορολογίας των καναλαρχών από το 20% στο 5%.
Αλλωστε επισήμανε ότι αν ήθελαν η κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα διαφάνεια δεν θα απέρριπταν την τροπολογία του ΚΚΕ με την οποία μπορούσε να υπάρξει ένας στοιχειώδης έλεγχος για το πού πάει το δημόσιο χρήμα, την υποχρεωτική κατάθεση στοιχείων για το ποιοι πήραν και πόσα, τη δωρεάν προβολή των μηνυμάτων για τη δημόσια υγεία με αφορμή την πανδημία. Απαίτησε την απόσυρση του άρθρου 32.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, έκανε ειδική αναφορά στον κώδικα δεοντολογίας του ΕΣΡ, ο οποίος θα αποτελεί κριτήριο για την επιτροπή δεοντολογίας που προβλέπει το νομοσχέδιο. Κάνει λόγο για μια δίκαιη και ισόρροπη παρουσίαση των «άξιων μετάδοσης απόψεων και δραστηριοτήτων». Ομως, αυτός που θα καθορίζει την «άξια μετάδοσης» δραστηριότητα του κάθε κόμματος είναι ο καναλάρχης, ενώ αυτός που οι θέσεις του αποσιωπούνται συστηματικά, δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να διαμαρτυρηθεί.
Ο Γ. Γκιόκας αναφέρθηκε και στο άρθρο 28 που απαγορεύει τη μετάδοση πληροφοριών για τη δημόσια ασφάλεια, τονίζοντας ότι με βάση αυτό το άρθρο, ένας βουλευτής θα έχει κυρώσεις εάν μιλήσει για τη μεταφορά οπλικών συστημάτων από ελληνικά νησιά στην Ουκρανία.
Ανέδειξε τη συντριβή εργασιακών δικαιωμάτων που προωθείται τόσο με το άρθρο 32, όσο και με την τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση όπου αντί για μισθούς που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, αναγνωρίζει στους εργαζόμενους της ΕΡΤ το ...«δικαίωμα» να δουλεύουν και σε ιδιωτικά μέσα. Μέτρο που έρχεται να προστεθεί στα κουπόνια που τους «εξασφάλισε», αντί για αυξήσεις.