«Το μαχαίρι στο νερό» |
Κίνα, δεκαετία του '60. Ενας κρατούμενος αποδρά από το στρατόπεδο εργασίας μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει τα Επίκαιρα στον κινηματογράφο. Μα ένα ορφανό κορίτσι έχει κλέψει το καρούλι της ταινίας... Δύο σχεδόν χρόνια μετά την ακύρωση της παγκόσμιας πρεμιέρας για «τεχνικούς λόγους» στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Γιμού επιστρέφει. Σημαντικός σκηνοθέτης και ιστοριογράφος της Κίνας, δεν ασχολείται με τη λεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» για πρώτη φορά. Επανέρχεται συχνά στη φιλμογραφία του σε αυτήν την περίοδο, ασκώντας εντονότατη κριτική, πολλές φορές μονοδιάστατη και ισοπεδωτική, θα έλεγε κανείς. Αυτήν τη φορά όμως η οξεία κριτική του είναι το «πρόσχημα» για να μιλήσει για τον κινηματογράφο ως τέχνη, ως ανάγκη, ως συλλογική δημιουργία και εμπειρία, ως πολύτιμο φυλαχτό και παρακαταθήκη για τους ανθρώπους στους καιρούς της αποξένωσης. Ανατρέχει σε εκείνη την περίοδο γιατί τότε ο κινηματογράφος ήταν το μοναδικό μαζικό, διαπαιδαγωγικό αλλά και προπαγανδιστικό πολιτιστικό εργαλείο για την κοινωνία. Με λίγα λόγια, είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς πολιτικά με την ανάλυσή του γύρω από το ιστορικό πλαίσιο, δεν μπορείς να μη διακρίνεις αφενός τη σημασία που δίνει στο ιστορικό ντοκουμέντο, ακόμα και για ένα καρέ του φιλμ, και αφετέρου την ανάδειξη της συλλογικότητας και της κοινωνικοποίησης που απαιτείται για μια έστω προβολή στο σινεμά. Τα κάδρα του είναι ποιητικά, η φωτογραφία του Ζάο Ξιαοντίνγκ εξαιρετική και εάν κάποιος την επιλέξει, αξίζει να τη δει στη μεγάλη οθόνη, εκεί που ανήκει άλλωστε.
«Ασανσέρ για δολοφόνους» |
Οι παράνομοι εραστές Φλοράνς και Ζιλιέν καταστρώνουν ένα σχέδιο για να σκοτώσουν τον σύζυγο της Φλοράνς, έναν πλούσιο Γάλλο βιομήχανο που είναι επίσης το αφεντικό του Ζιλιέν. Ομως, η δολοφονική πλεκτάνη αρχίζει να γυρνά εναντίον τους, όταν ο ένας από τους δύο παγιδεύεται σε ένα ασανσέρ. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λουί Μαλ έμελλε να στιγματίσει το γαλλικό σινεμά. Χαμηλού προϋπολογισμού, ενσωματώνοντας στοιχεία του αμερικανικού νουάρ και εισάγοντας νέες κινηματογραφικές τεχνικές για την εποχή, αποτελεί προπομπό της νουβέλ βαγκ. Πρόκειται για μια ταινία με πολλά επίπεδα, με εξαιρετικά δουλεμένους χαρακτήρες, φορείς της ιστορίας, έντονες πολιτικές αιχμές και σασπένς μέχρι την τελευταία σκηνή. Η υπέροχη και λιτή ασπρόμαυρη αισθητική της ολοκληρώνεται με την εκπληκτική τζαζ μουσική του θρύλου Μάιλς Ντέιβις που σαρώνει στο άκουσμά της. Τα λόγια του Μαλ για την ταινία είναι χαρακτηριστικά των προθέσεών του. «Πάντα με ενδιέφεραν χαρακτήρες που έρχονται σε ρήξη με το παρελθόν. Αφού ζουν μια συμβατική ζωή, σε μια στιγμή κρίσης απορρίπτουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Παρασύρονται σε ένα σημείο απ' όπου δεν υπάρχει γυρισμός, και γίνεται ένα είδος μονομαχίας μεταξύ αυτών και της κοινωνίας». Η Ζαν Μορό ευτυχώς δεν χρειάζεται συστάσεις... Είναι καιρός να την μάθουν και οι νεότεροι.
Ο Αντρέι, ένας επιτυχημένος μεσήλικας, με τη νεαρή γυναίκα του Κριστίν, αποφασίζουν να απολαύσουν το Σαββατοκύριακο με το ιστιοπλοϊκό τους. Στον δρόμο συναντούν έναν νεαρό φοιτητή, που ο Αντρέι επιπόλαια καλεί μαζί τους. Ο νεαρός, εντυπωσιασμένος, δέχεται αποφεύγοντας να αντιδράσει στις συνεχείς προσβολές του Αντρέι. Αρχικά ο ανταγωνισμός τους περιορίζεται στο λεκτικό επίπεδο ή σε ανόητες επιδείξεις και συμβολικά παιχνίδια ακόμη και με ένα μαχαίρι. Γρήγορα όμως παίρνει άλλες διαστάσεις όταν και οι δύο προσπαθούν να εντυπωσιάσουν την όμορφη Κριστίν... Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη ξεχωρίζει από το υπόλοιπο έργο του αφού είναι και η μόνη που γύρισε στην Πολωνία. Ο Πολάνσκι καταφέρνει μια εξαιρετική κλιμάκωση στα όρια του θρίλερ σε μια φαινομενικά απλή ερωτική ιστορία. Αυτό όμως που κυριαρχεί είναι οι ταξικές αναφορές που είναι προφανείς στον πιο υποψιασμένο θεατή. Ο Αντρέι προκαλεί τον νεαρό φοιτητή από την αρχή ακόμα της συνάντησής τους και τον χρησιμοποιεί σαν παιχνίδι για να τονώσει τον εγωισμό του και ενδεχομένως και τη σχέση του με την Κριστίν, η οποία αφήνει το παιχνίδι να εξελιχθεί χωρίς να παίρνει θέση, σαν σιωπηλός παρατηρητής που περιμένει να δει πού θα γείρει η πλάστιγγα... Το τέλος ξεγυμνώνει τις προθέσεις και λύνει κάθε απορία, οι «ισχυροί» αποφασίζουν τη «μοίρα» των αδυνάτων... Από όποιο πρίσμα κι αν τη δει κανείς, είναι απλά υπέροχη και ιδανική για θερινό σινεμά. Ακούστε την υπέροχη τζαζ του Krzysztof Komeda που ντύνει την ταινία κι αφεθείτε.