Πέμπτη 7 Ιούλη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΝΟΜΟΣ - ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΙ
Τι διαγράφεται στους μαύρους του «ορίζοντες» για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και τις Τέχνες

Eurokinissi

Οι επιχειρηματικοί όροι διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση που διαγράφονται στον νόμο - πλαίσιο, με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες για τα ΑΕΙ», αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για την ανάπτυξη και την ίδια την ύπαρξη γνωστικών αντικειμένων που δεν συμβάλλουν άμεσα στους σύγχρονους ορίζοντες της κερδοφορίας. Οι ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες ανήκουν σίγουρα στα πιο επισφαλή τέτοια πεδία, όπως επιβεβαιώνει η διεθνής εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών - αν και η «κρίση» στις ανθρωπιστικές σπουδές είναι υπόθεση ήδη πέραν του ενός αιώνα για χώρες όπως οι ΗΠΑ.

Τα τελευταία χρόνια, σε όλο τον κόσμο, Πανεπιστημιακά Τμήματα στον χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών και των τεχνών κλείνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς ή υφίστανται δραστικές περικοπές στη χρηματοδότησή τους. Πριν έναν χρόνο η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε 50% περικοπές στη χρηματοδότηση των ανθρωπιστικών σπουδών και των τεχνών στα πανεπιστήμια της χώρας, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. Τμήματα Φιλολογίας, Αρχαιολογίας, Κλασικών Σπουδών, Ιστορίας κλείνουν σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, από την Αυστραλία και την Ιαπωνία μέχρι την Ευρώπη, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, μαθήματα καταργούνται, διδακτικό προσωπικό απολύεται σωρηδόν. Η συνθήκη αυτή επιδεινώθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης COVID, που λειτούργησε ως επιταχυντής των ήδη δρομολογημένων εξελίξεων.

Οι ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες θα είναι οι πρώτες που θα κινδυνεύσουν

Ο νόμος - πλαίσιο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αντίστοιχες εξελίξεις και στην Ελλάδα. Ηδη τα Τμήματα του χώρου των ανθρωπιστικών σπουδών και των τεχνών υφίστανται εντονότερα τις συνέπειες της διαρκούς υποχρηματοδότησης των ετών της κρίσης, αλλά και της εντεινόμενης επιχειρηματοποίησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που έχει ήδη δρομολογηθεί από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα παχυλά ερευνητικά προγράμματα δεν αφορούν, ως επί το πλείστον, τα γνωστικά αυτά αντικείμενα, και το επενδυτικό ενδιαφέρον σε αυτό το πεδίο είναι πολύ περιορισμένο. Σε ένα περιβάλλον όπου η ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών και της ερευνητικής δραστηριότητας μετριέται με κριτήρια προσέλκυσης κεφαλαίων, τα αντικείμενα αυτά καθίστανται επισφαλή και «άχρηστα». Ως εκ τούτου, οι ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες θα είναι οι πρώτες που θα κινδυνεύσουν από τις διαδικασίες που προσδιορίζει ο νόμος για ταχεία κατάργηση ή συγχώνευση Τμημάτων, υποτίμηση, μετατροπή ή κατάργηση γνωστικών αντικειμένων, αλλά και από τον εκτοπισμό μας ή τις επισφαλείς διαδικασίες εξέλιξής μας ως μελών διδακτικού προσωπικού.

Η δεύτερη καταστροφική συνέπεια του νόμου μετά την κατάργηση ή συγχώνευση των Τμημάτων είναι η υπονόμευση, η αλλοίωση και ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων, κυρίως μέσα από την εργαλειοποίησή τους ώστε να συσχετιστούν με την αγορά, την προώθηση των εφαρμοσμένων τους κατευθύνσεων και τη διάχυσή τους σε άλλα Τμήματα, ή την ενσωμάτωσή τους σε εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα άλλων επιστημονικών πεδίων, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ενισχυτές της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Η κατεύθυνση προς την απευθείας σύνδεση των ανθρωπιστικών σπουδών, των κοινωνικών επιστημών και των τεχνών με την αγορά είναι σαφής σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο στα προγράμματα σπουδών και στην ερευνητική δραστηριότητα των αντίστοιχων Τμημάτων και Σχολών, όσο και στις πολιτικές των διεθνών φορέων της αγοράς. Η συσχέτιση με τις Δημιουργικές Βιομηχανίες (Creative Industries) αφορά όλα τα συναφή γνωστικά αντικείμενα, ακόμα και τα πιο κλασικά ή παραδοσιακά από αυτά, σε αναπάντεχους συνδυασμούς και στον βαθμό, φυσικά, που η γνώση που παρέχουν μπορεί να φανεί εμπορικά αξιοποιήσιμη.

Θα λειτουργούν ως εταιρείες παροχής υπηρεσιών

Ο νόμος - πλαίσιο κινείται σαφώς προς αυτήν την κατεύθυνση. Στις Σχολές Ανθρωπιστικών Σπουδών και Καλών Τεχνών είναι εμφανής η τάση για ταχεία ενεργοποίηση των εφαρμοσμένων κατευθύνσεων που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων. Εφόσον βασική στόχευση των ακαδημαϊκών μονάδων είναι, σύμφωνα με τον νόμο, η παραγωγή ελκυστικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα Τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών και τα καλλιτεχνικά εργαστήρια θα ωθηθούν προς την αναδιάρθρωση του προπτυχιακού προγράμματος και την εισαγωγή επαγγελματικών μεταπτυχιακών και βιομηχανικών διδακτορικών προγραμμάτων (με εκπρόσωπο της επιχείρησης στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή), την οργάνωση σεμιναρίων κατάρτισης στο πλαίσιο ΚΕΔΙΒΙΜ, κ.α., φυσικά με δίδακτρα. Αλλωστε, όπως προβλέπεται από τον νόμο (άρθρο 49), στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του το πανεπιστημιακό εργαστήριο «αναλαμβάνει τη διεξαγωγή βιομηχανικής έρευνας, στο πλαίσιο συμφώνου συνεργασίας με επιχειρήσεις ή βιομηχανίες της ημεδαπής ή αλλοδαπής», ενώ, επιπλέον, θα λειτουργεί ως εταιρεία παροχής υπηρεσιών.

Η προσαρμογή στην αγορά δεν θα αφορά μόνο την ανάπτυξη των καθαρά εφαρμοσμένων κατευθύνσεων. Θα είναι σαφείς οι επιπτώσεις και στο περιεχόμενο, στην κατεύθυνση και στις μεθόδους τόσο των ανθρωπιστικών επιστημονικών γνωστικών πεδίων όσο και των καλλιτεχνικών προσεγγίσεων και μέσων που διακρίνονται από τα αμιγώς εφαρμοσμένα και αφορούν ό,τι θα μπορούσε σήμερα να ονομαστεί σύγχρονη τέχνη. Η «ακαδημαϊκή ελευθερία» που διατυμπανίζεται στο άρθρο 4 του νόμου αφορά, τελικά, πολύ συγκεκριμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις.

Η «διεπιστημονικότητα», η οποία προσδιορίζεται στον νόμο ως βασική στόχευση των προγραμμάτων σπουδών, διαμορφώνεται τελικά στη βάση της επιχειρηματικής εργαλειοποίησης των γνωστικών αντικειμένων και της συσχέτισής τους με την αγορά, και όχι στη βάση της αναγκαίας και απαραίτητης για την έρευνα συγκροτημένης διεπιστημονικής συνεργασίας προς όφελος της κοινωνίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, συσχετίζεται τελικά με συγκεκριμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και εργαλεία που υπονομεύουν τη μεθοδολογική και ερμηνευτική συνοχή, αλλά και την κριτική προσέγγιση στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών, αποκλείοντας επί της ουσίας άλλες, εκλαμβανόμενες με τα κριτήρια της αγοράς ως μη «διεπιστημονικές» - δηλαδή, τελικά, όχι επαρκώς εργαλειοποιήσιμες - επιστημονικές μεθοδολογίες.

Είναι ενδεικτικό ότι η ενσωμάτωση των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών (SSH - Social Sciences and Humanities) σε κλάδους της «σκληρής» Επιστήμης, της Τεχνολογίας, της Μηχανικής και των Μαθηματικών (STEM Science, Technology, Engineering, Mathematics) αποτελούσε μία από τις βασικές στοχεύσεις του προγράμματος χρηματοδότησης έρευνας και καινοτομίας της ΕΕ «Horizon 2020» (για την περίοδο 2014 - 2020), μια στρατηγική που επεκτείνεται και εντατικοποιείται στα επόμενα «Horizon». Στην ιστοσελίδα του διεθνούς Δικτύου Τεχνολογιών Ενημέρωσης και Επικοινωνίας «Ideal-ist», που υποστηρίζει τις ερευνητικές δραστηριότητες του Πλαισίου Προγραμμάτων της ΕΕ, και στο άρθρο με τίτλο «Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες - μια προστιθέμενη αξία για το πρότζεκτ σου», περιγράφεται αυτή η στρατηγική της ΕΕ και προσδιορίζεται το όφελος αυτής της ενσωμάτωσης ως εξής: «Η ενσωμάτωση των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών (SSH) στα έργα του Horizon 2020 μπορεί να αποφέρει καινοτόμες λύσεις και προϊόντα που είναι κοινωνικά αποδεκτά, άμεσα εφαρμόσιμα, εμπορεύσιμα και οικονομικά αποδοτικά. Επιπλέον, η ενσωμάτωση των SSH μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τον αντίκτυπο του πρότζεκτ και να υποστηρίξει την αποτελεσματική διάδοση των αποτελεσμάτων και την επικοινωνία με την ομάδα - στόχο και το ευρύτερο κοινό» (βλ. https://www.ideal-ist.eu/news/social-sciences-and-humanities-added-value-your-project).

Θέλουμε να είμαστε επιστήμονες ή μάνατζερ;

Η εργαλειοποίηση της Ερευνας στο πλαίσιο μιας τέτοιου τύπου «διεπιστημονικότητας» συνάδει με τη μετατροπή των ΑΕΙ σε εταιρείες παραγωγής και διάχυσης δεξιοτήτων, μέσα από τον πολλαπλασιασμό διαφόρων ειδών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, με την αποσύνδεση του πτυχίου από οποιαδήποτε επαγγελματικά δικαιώματα και με τη μετατροπή του συνεκτικού, ολοκληρωμένου προγράμματος σπουδών, που συγκροτείται με την επιστημονική ευθύνη των Τμημάτων, σε εξατομικευμένα μονοπάτια κατάρτισης που χαράσσονται ευκαιριακά από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες ώστε να διαμορφώσουν το εργασιακό τους προφίλ. Στην ίδια κατεύθυνση αποσύνθεσης της επιστημονικής συγκρότησης λειτουργούν η υπονόμευση του μόνιμου εργασιακού καθεστώτος των διδασκόντων και η εγγενής συνάφεια μεταξύ διδασκαλίας και επιστημονικής ή καλλιτεχνικής έρευνας, που χαρακτηρίζει την ιδιότητα των μελών ΔΕΠ. Τα μέλη ΔΕΠ, που τα επόμενα χρόνια θα μειωθούν δραστικά λόγω συνταξιοδοτήσεων, θα αντικατασταθούν κατά ένα μέρος από ένα πλήθος εργασιακών σχέσεων που προβλέπονται από τον νόμο και που διαρρηγνύουν, μαζί με τα εργασιακά δικαιώματα, τη σταθερή σχέση με το πανεπιστήμιο και επομένως τη συγκροτημένη επιστημονική έρευνα.

Οποιος θεωρεί τα παραπάνω υπερβολές, δεν έχει παρά να δει τι γίνεται στον ακαδημαϊκό χώρο διεθνώς, και κυρίως σε χώρες όπως η Μ. Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς, όπου οι πολιτικές αυτές έχουν ήδη εφαρμοστεί εδώ και χρόνια και αποτελούν το πρότυπο των επιχειρηματικών πανεπιστημίων. Σε αυτό το περιβάλλον, όπου τα πτυχία των ανθρωπιστικών σπουδών χαρακτηρίζονται «χαμηλής αξίας» και «μη συμφέροντα οικονομικά», επιστήμονες και ερευνητές του χώρου διεθνώς δημοσιεύουν σωρεία άρθρων προσπαθώντας να αποδείξουν γιατί οι ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες έχουν λόγο ύπαρξης και μερίδιο αξίας στο σύγχρονο τοπίο της Εκπαίδευσης και της Ερευνας, ώστε να εξασφαλίσουν ψίχουλα χρηματοδότησης.

Ηδη, σε χώρες όπου το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο έχει δοκιμαστεί εδώ και χρόνια, οι αντιδράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι σαφείς και ισχυρές. Πριν μερικούς μήνες οι αντιδράσεις αυτές εκφράστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις, στις οποίες οι ακαδημαϊκοί δήλωσαν με αποφασιστικότητα την αντίθεσή τους στο απάνθρωπο εργασιακό καθεστώς των πανεπιστημίων των επιχειρήσεων, των εξαντλητικών ωραρίων, των ασφυκτικών αξιολογήσεων, των εκφοβιστικών εργασιακών σχέσεων, της υποχρηματοδότησης και των ανεπαρκών αμοιβών. Είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν είναι αν θα έχουμε ένα «ευρωπαϊκό» πανεπιστήμιο, όπως πολλοί ισχυρίζονται.

Τα ερωτήματα, επομένως, που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι: Θέλουμε να είμαστε επιστήμονες, καλλιτέχνες, δάσκαλοι; 'Η θέλουμε να είμαστε μάνατζερ και εταιρικοί συνεργάτες; Θέλουμε να διδάσκουμε ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους; 'Η θέλουμε να διαχειριζόμαστε - να εντατικοποιούμε, να εξοντώνουμε, να ξεζουμίζουμε, να απειλούμε - «ανθρώπινο δυναμικό»; Θέλουμε να υπηρετούμε τη γνώση και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας; 'Η θέλουμε να υπηρετούμε το κέρδος; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν κρίνει μόνο τη στάση μας απέναντι στον νόμο - πλαίσιο. Ας μη γελιόμαστε και ας μην έχουμε βολικές αυταπάτες: Το πανεπιστήμιο που έχουμε τώρα ήδη κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση εδώ και χρόνια, με ευθύνη όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό που καλούμαστε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στην επιβαλλόμενη μεταμόρφωσή του σε ανώνυμη εταιρεία. Να ανατρέπουμε τα σχέδια για την επιβολή της τρομοκρατίας της αγοράς. Και όχι μόνο αυτό, δεν αρκεί μόνο αυτό: Θα αγωνιζόμαστε και θα διεκδικούμε το πανεπιστήμιο που αξίζει στα παιδιά μας, στην επιστήμη μας, στην τέχνη μας, στη σκέψη μας, στις δυνατότητές μας, στην αντίληψή μας, στις ανάγκες μας, στη συνείδησή μας. Το πανεπιστήμιο της κοινωνίας, το πανεπιστήμιο των ανθρώπων.


Λουίζα ΑΥΓΗΤΑ
Επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στοΤμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ