Στις 5 Μάρτη του 1943 κήρυξαν απεργία οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι των άλλων κλάδων. Ολα τα καταστήματα της Αθήνας έκλεισαν. Πυκνές μάζες λαού απ' όλες τις συνοικίες, κρατώντας πλακάτ με συνθήματα εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης, κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της πρωτεύουσας. Πάνω από 200.000 λαού πήραν μέρος σ' αυτήν την κινητοποίηση. Σ' όλους του δρόμους, γύρω από την Ομόνοια και το Σύνταγμα διεξήχθησαν πραγματικές μάχες. Η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, η πλατεία Δημαρχείου, ο χώρος μπροστά από την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη και το πανεπιστήμιο, η στοά Πεσμαζόγλου μετατράπηκαν σε πεδία μάχης, μεταξύ των άοπλων διαδηλωτών και των Γερμανοϊταλών, που προσπαθούσαν να διαλύσουν τις πυκνές φάλαγγες των Ελλήνων πατριωτών. Πολλοί ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες.
Καμιά δύναμη, όμως, δε στάθηκε ικανή να συγκρατήσει το ζωντανό εκείνο χείμαρρο, που απώθησε τις ισχυρές εχθρικές δυνάμεις και, αφοπλίζοντας αρκετούς Ιταλούς στρατιώτες, όρμησε στο υπουργείο Εργασίας, όπου έβαλε για δεύτερη φορά φωτιά στα αρχεία, και έκαψε τις καταστάσεις επιστράτευσης που είχαν ήδη συνταχτεί.
Ταυτόχρονα, στον Πειραιά απεργοί εργάτες έκαναν επίθεση στο παράρτημα Εργασίας του Λιμανιού και το έκαψαν. Και στον Πειραιά οι διαδηλωτές είχαν αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Οι απειλές της κυβέρνησης των ανδρεικέλων, ότι θα προβεί σε μαζικές απολύσεις υπαλλήλων και θα «πατάξει τους ταραξίες» δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο λαός, με την καθοδήγηση του ΕΑΜ, συνέχισε την πάλη του. Παρά τη δήλωση του κατοχικού πρωθυπουργού ότι δε θα γίνει επιστράτευση, η απεργία συνεχίστηκε μέχρι τις 10 Μάρτη, οπότε οι Γερμανοί εξουσιοδότησαν τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό να ανακοινώσει στον ελληνικό λαό, πως τα μέτρα της πολιτικής επιστράτευσης δε θα ισχύσουν στην Ελλάδα. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά πέτυχε μια λαμπρή νίκη.