Δικαιολογημένες αντιδράσεις και νέες διαδηλώσεις σε διάφορες περιοχές των ΗΠΑ προκάλεσε η αθώωση από αμερικανικό δικαστήριο του Κάιλ Ριτενχάους, μέλους ακροδεξιάς ομάδας, ο οποίος τον Αύγουστο του 2020, πυροβολώντας εναντίον συμμετεχόντων σε αντιρατσιστική κινητοποίηση στην Κενόσα του Ουισκόνσιν, είχε δολοφονήσει δύο άνδρες και είχε τραυματίσει άλλον έναν.
Οι ένορκοι τον αθώωσαν και για τις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αποδεχόμενοι τον ισχυρισμό ότι ο 18χρονος Ριτενχάους βρισκόταν σε «νόμιμη άμυνα»... ενώ είχε ταξιδέψει οπλισμένος με ημιαυτόματο όπλο από το Ιλινόις στο Ουισκόνσιν, προκειμένου «να προστατεύσει περιουσίες» από τους «ταραχοποιούς»...
Επιχειρώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα για το καθεστώς που επιτρέπει τέτοιες προκλητικές αθωώσεις δολοφόνων, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εμφανίστηκε μεν «θυμωμένος και ανήσυχος» για την ετυμηγορία, καλώντας ωστόσο να γίνει σεβαστή. Προχωρώντας μάλιστα σε ένα χαρακτηριστικό τσουβάλιασμα της κρατικής και παρακρατικής βίας με τη λαϊκή οργή και διαμαρτυρία, κάλεσε «όλους να εκφράζουν τις απόψεις τους ειρηνικά», προσθέτοντας ότι «η βία και η καταστροφή περιουσίας δεν έχουν θέση στη δημοκρατία μας»...
Στο μεταξύ, την Παρασκευή η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε (με 220 ψήφους υπέρ - όλοι Δημοκρατικοί - και 213 κατά) το νομοσχέδιο «Build Back Better».
Το νομοσχέδιο προβλέπει κρατικές δαπάνες ύψους 1,75 τρισ. δολαρίων, οι οποίες παρουσιάζονται ως μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» και «προστασίας του περιβάλλοντος», ωστόσο στην πραγματικότητα αποτελεί έναν νέο «μποναμά» υπέρ των αμερικανικών μονοπωλίων, «συμπλήρωμα» του πρόσφατου διακομματικού νόμου για τον «εκσυγχρονισμό των υποδομών».
Καθόλου τυχαία, στο επίκεντρό του βρίσκονται ένας νέος πακτωλός κρατικού χρήματος για τις «πράσινες» μπίζνες (περίπου 555 δισ. δολάρια), μέτρα για επανακατάρτιση εργαζομένων με βάση τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, καθώς και ορισμένα μέτρα για τη σημερινή ανύπαρκτη Προσχολική Αγωγή με στόχο τη διασφάλιση περισσότερων εργατικών χεριών.
Σε κάθε περίπτωση, τα πολύμηνα παζάρια γύρω από το νομοσχέδιο και τη «μοιρασιά» των κονδυλίων του μεταφέρονται πλέον στη Γερουσία, όπου ήδη «ξανανοίγουν» παράλληλα τα παζάρια γύρω από την αύξηση της οροφής του χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.