Τέσσερις, εν συνόλω, οι διαφωνούντες μαζί του και μόνος αυτός να υπερασπίζεται την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο ψηφίζει «με κλειστά μάτια» επί σειρά ετών. Και τελικά η σφοδρή διαμάχη έληξε με ηττημένο αυτόν, όχι λόγω αριθμητικής υπεροχής των αντιπάλων του, αλλά - το έβλεπε τώρα και ο ίδιος - γιατί δεν είχε να αντιτάξει κανένα πειστικό επιχείρημα, όταν εκείνοι περνούσαν «γενεές δεκατέσσερις» την κυβέρνηση, για τα βάρη που έχει φορτώσει στο λαό, για την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, για την ανεργία και όλα τα άλλα δεινά της αντιλαϊκής πολιτικής της.
Θυμόταν, λοιπόν, λεπτομερώς όλη αυτή τη συζήτηση και ύπνος δεν τον έπαιρνε, ενώ μια ύπουλη σκέψη, που είχε τρυπώσει μέσα του, τον ταλάνιζε χειρότερα από την αϋπνία. «Λες - σκεφτόταν - να έχουν εκείνοι δίκιο κι εγώ άδικο; Λες να έχω σκοτιστεί και να μη βλέπω την πραγματικότητα;». Την άλλη στιγμή όμως αντιδρούσε σ' αυτόν το λογισμό, που ανέτρεπε τις «πεποιθήσεις» του και μονολογούσε σαν μοναχός που τον δοκιμάζει ο πειρασμός: «Οπίσω μου σ' έχω σατανά»!
Συγκλονίστηκε και τάχυνε το βήμα του, αλλά και στον επόμενο δρόμο που μπήκε η θλίψη ήταν διάχυτη παντού. Εδώ τώρα ένας άστεγος μεσόκοπος κοιμόταν σε μια στοά, τυλιγμένος με το τρύπιο πανωφόρι του, μια γριούλα παραπέρα ανασκάλευε τα απορρίμματα μπας και βρει τίποτε φαγώσιμο και δύο ημίγυμνα ανήλικα τουρτούριζαν, μπροστά στα φανάρια, όπου προσπαθούσαν να βγάλουν κάτι, καθαρίζοντας τα τζάμια των διερχόμενων αυτοκινήτων.
Προσπέρασε πάλι και τάχυνε το βήμα του σαν να τον κυνηγούσαν, αλλά στρίβοντας τη γωνία τα πράγματα έγιναν πιο εφιαλτικά. Τώρα έβλεπε μπροστά του μάνες μαυροφορεμένες, παιδιά σακατεμένα και γέροντες παγωμένους και πεινασμένους, ενώ πέρα στο βάθος διακρινόταν αμυδρά μια αγχόνη. Μπροστά του - το καταλάβαινε καλά - είχε τα θύματα της επίθεσης του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, της επίθεσης που ευλόγησαν και βοήθησαν αυτοί, τους οποίους ψηφίζει χρόνια «με κλειστά τα μάτια». Κι εκείνη η αγχόνη στο βάθος, ναι, ήταν η κρεμάλα για τον Οτσαλάν, που τον παρέδωσαν οι κυβερνώντες στους δημίους του...