...«ώστε η Αμερική να παραμείνει η πρώτη δύναμη στον κόσμο»
Copyright 2021 The Associated |
«Το Πεκίνο δεν περιμένει για να επενδύσει στις ψηφιακές υποδομές, στην έρευνα και ανάπτυξη. Αλλά ποντάρουν στο ότι η αμερικανική δημοκρατία είναι πολύ αργή, πολύ περιορισμένη και πολύ διχασμένη για να συμβαδίσει», υπογράμμισε ο Μπάιντεν, ενώ υπενθύμισε ότι πριν από δεκαετίες οι ΗΠΑ επένδυαν περίπου το 2,7% του ΑΠΕ τους στις υποδομές και τώρα επενδύουν μόνο το 0,7%.
«Οι γέφυρες δεν είναι των Ρεπουμπλικάνων, ούτε τα αεροδρόμια ή τα νοσοκομεία είναι των Δημοκρατικών», συνέχισε, αναδεικνύοντας ουσιαστικά την ανάγκη στοίχισης όλων των πολιτικών δυνάμεων του κεφαλαίου πίσω από τους συνολικότερους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης που υπηρετούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρόβαλε ως συμβιβαστική την πρότασή του για εταιρικό φόρο στο 28% (έναντι 21%), θυμίζοντας ότι πριν μερικά χρόνια έφτανε στο 35%. Σε κάθε περίπτωση, έσπευσε να δηλώσει ανοιχτός σε όλες τις «καλές ιδέες» για τη χρηματοδότηση του σχεδίου για τις υποδομές, με πολλές πηγές να «διαρρέουν» ήδη ότι «ψήνεται» ένας συμβιβασμός στο 25%.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τη συνολική ισχυροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας των ΗΠΑ, τα αμερικανικά μονοπώλια θα είναι αυτά που θα ωφεληθούν πολλαπλά από τις τεράστιες κρατικές επενδύσεις στις Μεταφορές, στην Ενέργεια, στην Υδρευση, στις Κατασκευές, ενώ ο λαός στον οποίο τάζουν «πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές», πέρα από ορισμένα ψίχουλα από το χορό των τρισ., θα πληρώσει με πολλούς και διάφορους τρόπους για την αποπληρωμή του αυξημένου κρατικού χρέους, την περικοπή άλλων δαπανών, τις πιο ακριβές «εκσυγχρονισμένες» υπηρεσίες κ.ο.κ.
Παράλληλα, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζ. Γέλεν, μιλώντας στο ινστιτούτο διεθνών μελετών «Chicago Council on Global Affairs», αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών μονοπωλίων έναντι ξένων, τονίζοντας ότι αυτή σχετίζεται με τη «διασφάλιση πως οι κυβερνήσεις διαθέτουν σταθερά φορολογικά συστήματα από τα οποία συγκεντρώνουν επαρκή έσοδα προκειμένου να επενδύουν σε βασικά δημόσια αγαθά και να ανταποκρίνονται σε κρίσεις».
Από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά, πρότεινε την επιβολή ενός ελάχιστου συντελεστή φορολόγησης των εταιρειών παγκοσμίως, ώστε να σταματήσει ο «προς τα κάτω φορολογικός ανταγωνισμός» στον οποίο επιδίδονται οι χώρες ώστε να εξασφαλίσουν ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Την ανάγκη να γίνουν «θαρραλέες επενδύσεις στις υποδομές της Αμερικής» επισήμανε σε παρέμβασή του και ο πολυδισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του μονοπωλίου διαδικτυακού εμπορίου «Amazon», Τζεφ Μπέζος.
Θέτοντας μάλιστα την ουσία της ενδοαστικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και την ανάγκη να «λυθεί» με τους αναγκαίους συμβιβασμούς, σημείωσε: «Αναγνωρίζουμε ότι η επένδυση αυτή θα απαιτήσει υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές - τόσο για το τι θα περιλαμβάνει όσο και για το πώς θα χρηματοδοτηθεί».
Ο ίδιος ο Μπέζος εμφανίστηκε να υποστηρίζει σε αυτό το πλαίσιο μια αύξηση της εταιρικής φορολόγησης, χωρίς να προσδιορίζει το ύψος όπου πρέπει να φτάσει.
«Προσβλέπουμε στη συνεργασία του Κογκρέσου και της κυβέρνησης προκειμένου να βρεθεί η σωστή, ισορροπημένη λύση που διατηρεί ή ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ», ανέφερε.