Πέρα από τα επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια, υπάρχουν δάνεια με κυμαινόμενο ή σταθερό επιτόκιο, δάνεια χαμηλής εκκίνησης, δάνεια σε συνάλλαγμα και παραλλαγές όλων αυτών. Αναλυτικότερα:
Υπάρχουν τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο υπόκειται σε μεταβολές μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο η δόση μεταβάλλεται ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων. Οταν τα επιτόκια πέφτουν, η δόση μειώνεται, ενώ όταν ανεβαίνουν, η δόση ακριβαίνει. Τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο συμφέρουν όταν τα επιτόκια ακολουθούν πτωτική πορεία, έτσι ώστε ο δανειζόμενος να επωφεληθεί από την προσδοκώμενη μείωση. Στην αντίθετη περίπτωση ο δανειζόμενος μπορεί να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ενώ μπορεί να γίνει λόγος για μια υπαρκτή πτωτική τάση των επιτοκίων γενικά και των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια ειδικότερα, οι ενδιαφερόμενοι για στεγαστικά δάνεια θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η περίοδος αποπληρωμής του δανείου είναι τόσο μεγάλη, ώστε πάντα να παραμονεύει ο κίνδυνος για αναστροφή των τάσεων που υπάρχουν σήμερα.
Τα δάνεια με σταθερό επιτόκιο συνεπάγονται δόσεις που δε μεταβάλλονται σε όλη τη διάρκεια του δανείου. Ενα τέτοιο δάνειο είναι το πλέον συμφέρον, όταν τα επιτόκια δείχνουν σταθερά ανοδική πορεία, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση η δόση δε θα επηρεαστεί.
Ο συνδυασμός σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου δημιουργεί τα λεγόμενα "μεικτά" στεγαστικά δάνεια. Πρόκειται για δάνεια που για μια αρχική περίοδο προσφέρουν σταθερό επιτόκιο, το οποίο αργότερα μεταβάλλεται σε κυμαινόμενο ή ανανεώνεται ως σταθερό.
Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα δάνεια χαμηλής εκκίνησης ή μειωμένης δόσης. Τα δάνεια της κατηγορίας αυτής εξοφλούνται τα πρώτα χρόνια με επιτόκιο χαμηλότερο από το εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων. Η διαφορά στη δόση που προκύπτει ανάμεσα στα δύο επιτόκια κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μελλοντικά. Το δάνειο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί το τελικό του κόστος μπορεί να αποδειχτεί αρκετά αυξημένο. Οταν το αρχικό διάστημα (συνήθως τριών ετών) που ισχύει χαμηλό επιτόκιο λήξει, το επιτόκιο μεταβάλλεται σε κυμαινόμενο και οι δόσεις στο εξής υπολογίζονται στο καινούριο (κεφαλαιοποιημένο) κεφάλαιο.
Στην περίπτωση δανείου σε συνάλλαγμα, ο δανειολήπτης λαμβάνει από την τράπεζα το ίσο ποσό του σε δραχμές και στη λήξη του δανείου οφείλει να μετατρέψει και πάλι τις δραχμές σε συνάλλαγμα, αγοράζοντάς το με την τιμή της ημερομηνίας εκείνης. Η λήξη δανείου σε συνάλλαγμα ενέχει αυξημένο κίνδυνο από ενδεχόμενη μεταβολή των ισοτιμιών. Ωστόσο, δίνεται η δυνατότητα από τις τράπεζες - αν το επιθυμεί ο δανειολήπτης - να γίνει μετατροπή του υπολοίπου του δανείου σε δραχμή ή άλλο νόμισμα.
Πέρα από τα διάφορα είδη δανείων που πλασάρονται στην αγορά, ο υποψήφιος δανειολήπτης πρέπει να λάβει υπόψη του τις επιβαρύνσεις που ισχύουν στο επιτόκιο του δανείου, καθώς και τα διάφορα πρόσθετα έξοδα κατά τη διαδικασία λήψης του δανείου.
Το επιτόκιο επιβαρύνεται με την εισφορά του Ν.128/75 που αναλογεί σε 1,2% και με τον Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ) που αναλογεί σε 3% επί των τόκων. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει πρόσθετη επιβάρυνση αν οι δόσεις αποπληρώνονται σε εξαμηνιαία αντί σε μηνιαία βάση. Σε κάθε περίπτωση ο ενδιαφερόμενος οφείλει να διευκρινίζει αν στο επιτόκιο που του προσφέρει η τράπεζα συμπεριλαμβάνονται και οι διάφορες προσαυξήσεις, ώστε να γνωρίζει το τελικό επιτόκιο.
Επίσης, στα πρόσθετα έξοδα του δανείου συμπεριλαμβάνονται και αυτά που αφορούν τη διαδικασία της υποθήκης ή προσημείωσης του ακινήτου, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με το ύψος του δανείου. Η προσημείωση πάντως έχει ταχύτερες διαδικασίες και κοστίζει λιγότερο από την υποθήκη. Τέλος, στα πρόσθετα έξοδα συμπεριλαμβάνονται και όσα σχετίζονται με τη δημιουργία του φακέλου, τις αμοιβές των δικηγόρων και των μηχανικών που τυχόν θα χρειαστούν και ακόμα η υποχρεωτική ασφάλιση του ακινήτου για την περίοδο αποπληρωμής του δανείου.
Τα επιδοτούμενα δάνεια αποτελούν, υπό τις παρούσες συνθήκες και με τους δεδομένους όρους της αγοράς, μια διέξοδο για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν πρώτη κατοικία και δε διαθέτουν το απαιτούμενο κεφάλαιο. Για τις περιπτώσεις αυτές το ελληνικό δημόσιο επιδοτεί τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων σε ύψος που είναι ανάλογο με την οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι τα επιδοτούμενα δάνεια έχουν γίνει σήμερα πολύ ακριβότερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Είναι και αυτό ένα από τα επιτεύγματα των "γαλαζοπράσινων" κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και της εμμονής τους να "συγκλίνουν" την ελληνική οικονομία με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τη στιγμή που βασικά προβλήματα των ελληνικών οικογενειών - όπως το στεγαστικό - παραμένουν άλυτα και εντείνονται όλο και περισσότερο. Τέτοιοι... "φιλόδοξοι" στόχοι, όπως οι παραπάνω, σημαίνουν πρώτα και κύρια συνεχείς περικοπές στις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού και ειδικά σ' αυτές που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα (όπως είναι και τα κονδύλια του προϋπολογισμού που προορίζονται για τα επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια). Στην κατεύθυνση αυτή, από τις αρχές της δεκαετίας "ψαλιδίστηκε" η περίοδος χορήγησης της επιδότησης. Ετσι ενώ την προηγούμενη δεκαετία η επιδότηση αφορούσε όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, το 1990 μειώθηκε η διάρκεια της επιδότησης στα 10 χρόνια και αργότερα προσδιορίστηκε στο μισό του χρόνου του δανείου και με ανώτατο όριο τα 8 χρόνια. Παρόμοιας κατεύθυνσης "παρέμβαση" είχαμε και στις αρχές του 1998, όταν με υπουργική απόφαση άλλαξε ο τρόπος προσδιορισμού του ύψους του δανείου που δικαιούται κάποιος για στεγαστικό δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο. Με την απόφαση αυτή, το ύψος του επιδοτούμενου δανείου υπολογίζεται πλέον με βάση τις "αντικειμενικές αξίες" των ακινήτων και όχι τις πραγματικές, που ως γνωστόν είναι αισθητά υψηλότερες από τις πρώτες. Η απόφαση αυτή κατέστησε ακόμη πιο απρόσιτο το όνειρο απόκτησης πρώτης κατοικίας για πολλές ελληνικές οικογένειες.
Για να πάρει κανείς επιδοτούμενο δάνειο, θα πρέπει να μην έχει ο ίδιος, η σύζυγός του ή τα - μέχρι 18 χρόνων - παιδιά τους, δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οικήσεως ή νομής σε άλλη κατοικία που να καλύπτει τις στεγαστικές του ανάγκες. Ως τέτοια θεωρείται κατοικία ως 35 τ. μ. για έναν άγαμο, 70 τ. μ. για τους έγγαμους, αυξανόμενη κατά 15 τ. μ. για κάθε παιδί, σε πόλη με πληθυσμό πάνω από 5.000 κατοίκους ή σε περιοχή που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως τουριστική. Επιπλέον, η αντικειμενική αξία της κατοικίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 21 εκατ. δρχ. για τους άγαμους και έγγαμους χωρίς παιδιά, τα 29 εκατ. δρχ. για τους έγγαμους με ένα ή δύο παιδιά και τα 34 εκατ. δρχ. για τους έγγαμους με τρία παιδιά και πάνω. Στις περιοχές που δεν εφαρμόζεται ο αντικειμενικός προσδιορισμός των ακινήτων, η εμπορική αξία δεν μπορεί να υπερβαίνει αντίστοιχα τα 28 εκατ. δρχ., τα 33 εκατ. δρχ. και τα 38 εκατ. δρχ.
Προϋπόθεση είναι, επίσης, το οικογενειακό εισόδημα που δηλώνει ο ενδιαφερόμενος να μην ξεπερνά τα 4 εκατ. δρχ. αν πρόκειται για άγαμο, τα 7 εκατ. δρχ. αν είναι παντρεμένος χωρίς παιδιά, τα 8,4 εκατ. δρχ. αν είναι παντρεμένος με 1 παιδί, τα 9,5 εκατ. δρχ. για ζευγάρι με 2 παιδιά, τα 10,8 εκατ. δρχ. με 3 παιδιά και τα 11,5 εκατ. δρχ. με 4 παιδιά και πάνω.
Η συμμετοχή του δημοσίου στην επιδότηση του επιτοκίου κλιμακώνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δανειζόμενου. Με τα σημερινά δεδομένα, τα κυμαινόμενα επιτόκια των επιδοτούμενων στεγαστικών δανείων διαμορφώνονται σε 12,5% για τους άγαμους, 12% για τα ζευγάρια, 10,5% για ζευγάρια με 1 παιδί, 9,75% με 2 παιδιά, 9,25% με 3 παιδιά και 8,5% με 4 παιδιά και πάνω. Στην προκειμένη περίπτωση, η μηνιαία τοκοχρεολυτική δόση για δάνειο 1 εκατ. δρχ. κυμαίνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δανειζόμενου από 10.662 δρχ. έως 13.995 δρχ. όταν η διάρκεια του δανείου είναι 10 έτη, από 8.542 δρχ. έως 11.876 δρχ. για διάρκεια 15 ετών και από 7.728 δρχ. έως 11.061 δρχ. για διάρκεια 20 ετών.
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια σταθερού επιτοκίου δίνονται μόνο για διάρκεια 6 χρόνων. Για τα δάνεια αυτά τα επιτόκια διαμορφώνονται από 6,5% έως 9,25% ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δανειζόμενου, ενώ οι αντίστοιχες δόσεις για δάνειο 1 εκατ. δρχ. κυμαίνονται από 15.204 δρχ. έως 17.496 δρχ. Το ύψος των δανείων της κατηγορίας αυτής μπορεί να φτάσει για αντικειμενική αξία μέχρι ποσού 12 εκατ. δρχ. το 100% αυτής και για το τμήμα της αντικειμενικής αξίας πέραν των 12 εκατ. δρχ. το 80% αυτής. Οπου δεν ισχύει ο αντικειμενικός προσδιορισμός αξίας του ακινήτου, το ύψος του δανείου μπορεί να φτάσει μέχρι το 75% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Τέλος η ετήσια τοκοχρεολυτική δόση του δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ετήσιου δηλωθέντος εισοδήματος για δηλωθέντα οικογενειακά εισοδήματα μέχρι 4 εκατ. δρχ. και το 30% για το τμήμα των εισοδημάτων πάνω 4 εκατ. δρχ. και μέχρι 11,5 εκατ. δρχ.
Επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια με τους παραπάνω όρους προσφέρει σήμερα η Κτηματική Τράπεζα (η οποία βρίσκεται σε διαδικασία συγχώνευσης με την Εθνική Τράπεζα), καθώς επίσης και η Aspis Bank που δραστηριοποιείται για την ώρα μόνο στον τομέα της στεγαστικής πίστης.
Τα "προσφερόμενα" στεγαστικά δάνεια από τις διάφορες τράπεζες και οι βασικοί όροι χορήγησής τους
Ενδιαφέρον έχει να δει κανείς τα διάφορα στεγαστικά προγράμματα που προσφέρουν σήμερα οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της στεγαστικής πίστης. Κι αυτό γιατί η προσπάθεια των εμπορικών τραπεζών να κερδίσουν όλο και μεγαλύτερο "μερίδιο" στην αγορά των στεγαστικών δανείων οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την προσφορά όλο και περισσότερων προϊόντων που μπορεί κατ' αρχήν να φαίνονται "ελκυστικά", χρειάζονται ωστόσο προσοχή για να μη βρεθεί κανείς εκτός ..."προϋπολογισμού" αργότερα. Ειδικότερα:
Η Κτηματική Τράπεζα εκτός από τα επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια χορηγεί επίσης δάνεια στεγαστικού ταμιευτηρίου με ευνοϊκότερους όρους. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιου δανείου είναι η δημιουργία ειδικού λογαριασμού κατάθεσης Στεγαστικού Ταμιευτηρίου σε δραχμές ή σε συνάλλαγμα του προγράμματος "βραχυχρόνιας αποταμίευσης". Για το πρόγραμμα αυτό το δάνειο χορηγείται μετά από δύο χρόνια από την πρώτη κατάθεση και είναι ίσο με το ύψος (υπόλοιπο) των καταθέσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι, ενώ μετά από τρία χρόνια μπορεί να ανέλθει στο 125% και μετά από τέσσερα χρόνια στο 150% με ανώτατο όριο σήμερα τα 15 εκατ. δρχ. για καταθέσεις σε δραχμές.
Οι καταθέτες αυτού του προγράμματος, μπορούν επίσης σε περίπτωση που δικαιούνται να πάρουν δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο, εφόσον ικανοποιούν τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις για επιδοτούμενα δάνεια. Σήμερα το επιτόκιο δανείου Στεγαστικού Ταμιευτηρίου είναι 11% στην 6ετία και 12,5% στη 10ετία και 15ετία στο σταθερό και 13,5% στη 10ετία και 15ετία στο κυμαινόμενο επιτόκιο. Η επιδότηση των δανείων για τα δάνεια από καταθέσεις σε δραχμές είναι από 3,5 έως 10,5 μονάδες επί του επιτοκίου.
Επίσης η Κτηματική χορηγεί στεγαστικά δάνεια με διαπραγματεύσιμο επιτόκιο.
Χορηγεί στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο ή σταθερό επιτόκιο. Τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου 16% σήμερα, χορηγούνται (χωρίς προσαυξήσεις) για την αγορά κύριας κατοικίας. Το ύψος των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο αρχίζει από 2 εκατ. δρχ. και φτάνει μέχρι το 75% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Η χρονική διάρκεια κυμαίνεται από 5 έως 25 έτη.
Τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου διακρίνονται σε 3 κατηγορίες:
Επίσης η Aspis Bank χορηγεί και επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια, ενώ διαθέτει και πρόγραμμα στεγαστικού ταμιευτηρίου.
Οι μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις για ποσό δανείου 1 εκατ. δρχ. κυμαίνονται ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου και το ύψος του επιτοκίου που θα επιλεχθεί από 9.946 μέχρι 25.776 δρχ.
α. Την περίοδο ελεύθερης δόσης που μπορεί να έχει διάρκεια από 1-7 χρόνια και να διακόπτεται όποτε επιλέξει ο δανειολήπτης. Κατά την περίοδο αυτή το επιτόκιο του δανείου είναι κυμαινόμενο και για τον πρώτο χρόνο επιδοτείται από την τράπεζα με 1,5%. Σήμερα το δάνειο αυτό για τον πρώτο χρόνο έχει επιτόκιο 13,5% (κυμαινόμενο). Το ποσό της δόσης καθορίζεται από το δανειολήπτη με ελάχιστη μηνιαία καταβολή τις 10.000 δρχ. για κάθε εκατομμύριο δανείου. Το ποσό της δόσης μπορεί να μεταβάλλεται έως και 4 φορές το χρόνο.
β. Την περίοδο μετά την ελεύθερη δόση, ο δανειολήπτης μπορεί να επιλέγει την τελική διάρκεια και τους όρους αποπληρωμής του δανείου του, επιλέγοντας ένα από τα υπάρχοντα στεγαστικά προγράμματα της τράπεζας.
Επίσης, η Eurobank ανακοίνωσε πρόσφατα ότι προσφέρει δύο ακόμα στεγαστικά δάνεια: Το πρώτο με επιτόκιο 10,75% (χωρίς τις προσαυξήσεις) σταθερό για τα πρώτα πέντε χρόνια με διάρκεια εξόφλησης δανείου από 6 έως 25 χρόνια. Το δεύτερο, με επιτόκιο 8,75%, σταθερό για την πρώτη δεκαετία, με διάρκεια εξόφλησης από 15 μέχρι 25 χρόνια.
Πρόσφατα ο όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς ανακοίνωσε την προσφορά του στεγαστικού προγράμματος "Μultiστέγη", οι βασικοί όροι του οποίου είναι οι εξής:
Η μηνιαία τοκοχρεολυτική δόση για κάθε εκατομμύριο του δανείου είναι 10.899 δρχ. για διάρκεια εξόφλησης 15 χρόνια και 9.815 δρχ. για διάρκεια εξόφλησης 20 χρόνια.
Επίσης, η Τράπεζα Πειραιώς προσφέρει στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο 13% για τα πρώτα τέσσερα χρόνια του δανείου, το οποίο έχει ανώτατη διάρκεια εξόφλησης τα 12 χρόνια.
Δύο νέα στεγαστικά προγράμματα άρχισε να προσφέρει από την προηγούμενη βδομάδα και η Xiosbank:
Το "όνειρο" απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας - που αφορά εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες εργαζομένων - παραμένει σήμερα, ίσως περισσότερο από άλλες εποχές, μακρινό, δυσπρόσιτο και με πολλές "παγίδες". Κι αυτό γιατί τα εισοδήματα των εργαζομένων ακολουθούν εδώ και πολλά χρόνια μία πορεία αντιστρόφως ανάλογη αυτής των τιμών στα ακίνητα, ενώ παράλληλα το κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα που λέγεται κατοικία έχει μετατραπεί εδώ και καιρό σε ένα εμπόρευμα από το οποίο προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν πολλοί από τους εμπλεκόμενους στην αγορά των ακινήτων. Την ίδια στιγμή, κάθε ιδέα εισαγωγής κοινωνικών κριτηρίων για τη διευκόλυνση απόκτησης πρώτης κατοικίας, εξορκίζεται στο "βωμό" της θεοποίησης των "αγορών" και του "εκσυγχρονισμού" και της ένταξης της χώρας στην περίφημη Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Σ' αυτά ακριβώς τα πλαίσια, τα επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια, αυτά δηλαδή που θα μπορούσαν να αποτελούν μία προσιτή λύση για όσους διαθέτουν χαμηλό οικογενειακό εισόδημα και έχουν ανάγκη πρώτης κατοικίας, γίνονται σταδιακά και με διάφορους τρόπους όλο και πιο ακριβά σε σχέση με το παρελθόν. Την ίδια στιγμή τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες για στεγαστικά δάνεια παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα οι δόσεις που πρέπει να πληρώνει ο δανειολήπτης, για να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει κατοικία που στοιχειωδώς να εξυπηρετεί τις ανάγκες του, να αγγίζουν απαγορευτικά όρια. Κοντά σ' όλα αυτά, ο έντονος ανταγωνισμός που επικρατεί μεταξύ των εμπορικών τραπεζών που λειτουργούν στην ελληνική αγορά και δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο τομέα, εκδηλώνεται με την προσφορά πληθώρας "στεγαστικών προϊόντων", που μπορεί να φαίνονται κατ' αρχήν ελκυστικά, κρύβουν ωστόσο αρκετές "παγίδες" και απαιτούν μεγάλη προσοχή από τον υποψήφιο δανειολήπτη.
Ο "Ρ" επιχειρεί σήμερα να δώσει μία εικόνα για την αγορά των στεγαστικών δανείων, τα επιτόκια που προσφέρονται, τις δόσεις αποπληρωμής, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις και τις διάφορες παγίδες που μπορεί να κρύβουν τα διάφορα είδη στεγαστικών δανείων.
Τα κείμενα έγραψε η Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ