ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012
Σελ. /24
Ταινίες που ψάχνουν και ψάχνονται...

Εξι οι ταινίες της εβδομάδας που οδηγεί στην καρδιά του Αυγούστου με μόνο δύο επανεκδόσεις. Ο πολυδιαφημισμένος «ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» βγήκε στις αίθουσες, στην αρχή της βδομάδας... Λέγεται ότι αυτό το κοντά τρίωρο πόνημα είναι και το τελευταίο (;) μέρος της μπλοκμπάστερ τριλογίας του «ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΙΠΠΟΤΗ» του σκηνοθέτη Κρίστοφερ Νόλαν. Αμερικανοβρετανική η παραγωγή του έτους 2012, σφύζει από εφέ κάθε είδους, από μιλιούνια κομπάρσους αλλά και βαρύγδουπα (που όσο πάνε κι ... ελαφραίνουν) διεθνή ονόματα λαμπερών σταρ, θηλυκών τε και αρσενικών... Πρόκειται για την ταινία που έτυχε παγκοσμίως, δωρεάν διαφήμισης, όταν στην πρεμιέρα του, κάπου στα βάθη της άγριας και βάρβαρης Αμερικής, ένας ψυχοπαθής θέρισε με το αυτόματο που κουβαλούσε κάμποσους θεατές...

Συμπαθής και ανώδυνη η γαλλοβελγική κωμωδία «ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ» παραγωγής 2012. Στην αρχή ήταν μπουλβάρ θεατρικό, γραμμένο από τον Ματιέ Ντελαπόρτ. Στην κινηματογραφική του μεταφορά, σε σκηνοθεσία των Αλεξάντρ ντε λα Πατεγιέρ και Ματιέ Ντελαπόρτ (που έγραψε και το σενάριο της ταινίας) εξακολουθεί να διατηρεί τη θεατρικότητά της. Κωμωδία κλασικής κοπής και δομής, με ασίγαστο ρυθμό και γρήγορους, καλογραμμένους διαλόγους που στην κορύφωσή τους, εκρήγνυνται σαν κροτίδες κυνισμού. Δε λείπουν τα κλισέ, για την πολιτική, για οικογενειακά τραύματα ή για προβλήματα στύσης... Οι χαρακτήρες με αναγνωρίσιμα περιγράμματα, διαθέτουν περίσσευμα ενέργειας και νεύρου και προσφέρουν αναντίρρητα καλές ερμηνείες. Μια μπουρζουά παρέα σε ένα μπουρζουά διαμέρισμα, καλεσμένοι για φαγητό... Η καταιγίδα ξεσπά όταν ένας εξ αυτών, που πρόκειται να γίνει πατέρας για πρώτη φορά, ανακοινώνει στην ομήγυρη το όνομα του αναμενόμενου παιδιού... Παίζουν οι Πατρίκ Μπριέλ, Σαρλ Μπερλίνγκ, Βαλερί Μπενγκινγκί κ.ά.

Αυτά!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΙΟΖΕΦ ΦΟΝ ΣΤΕΡΝΜΠΕΡΓΚ
«Shanghai Express»

Επανέκδοση μιας σημαντικής ταινίας του φον Στέρνμπεργκ. «Υψηλό σινεμά μπαρόκ» χαρακτηρίζεται το «ΣΑΝΓΚΑΗ ΕΞΠΡΕΣ» που εγκαινιάζει την πιο εύφορη ίσως περίοδο της δημιουργικότητας του σπουδαίου σκηνοθέτη και λειτουργεί σαν αποδεικτικό στοιχείο της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Το γερμανικό καλλιτεχνικό δίδυμο Μαρλένε Ντίτριχ / Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, μετά την εξαιρετική επιτυχία της ταινίας τους «ΓΑΛΑΖΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ», έρχεται μαζί στην Αμερική για την εμπορικότερη μάλλον κοινή τους επιτυχία. Ο φον Στέρνμπεργκ, ως μαιτρ της τέχνης της απόδοσης του περιβάλλοντα χώρου με τρόπο ώστε να τονίζεται και από τα πιο ανεπαίσθητα συναισθήματα, δημιουργεί εξολοκλήρου στο στούντιο - με ποιητική άδεια - την εικόνα του της σύγχρονης Κίνας. Αυτό που χαρακτηρίζει την τέχνη του φον Στέρνμπεργκ είναι ο τρόπος που εστιάζει στο στυλ, θέτοντάς το, αυτό καθαυτό, στο επίκεντρο της προσοχής.

Γεννημένος στην Βιέννη το 1894 ο Γιόνας Στερν, άρχισε τη λαμπρή του καριέρα στην Αμερική κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γυρίζοντας ταινίες εκπαιδευτικές και προσηλυτιστικές στο σώμα του αμερικάνικου στρατού. Το πρώτο του φιλμ μυθοπλασίας «THE SALVATION HUNTERS» το γύρισε το 1925, ακολουθώντας τις αρχές του γερμανικού κινηματογράφου «δωματίου» (Kammerspiel) και βαθύτατα επηρεασμένος από τον ψυχολογικό νατουραλισμό του συμπατριώτη του Εριχ φον Στρόχαϊμ. Ο σκηνοθέτης, είχε εν τω μεταξύ προλάβει να μεταλλάξει το όνομά του, στο ενδεικτικό αριστοκρατικής καταγωγής, Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ. Παράλληλα η φήμη του, σαν εξαιρετικού δημιουργού - ιδιαίτερα μετά τη συναρπαστική επιτυχία της πρώτης ομιλούσας γερμανικής του ταινίας «Ο ΓΑΛΑΖΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ» - δεν άργησε να εξαπλωθεί και να λάβει τεράστιες διαστάσεις, τόσο, που το όνομα του σκηνοθέτη να αναγράφεται στις πελώριες διαφημίσεις έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες, δίπλα στον τίτλο της ταινίας. Σπανιότατη πρακτική για την Αμερική... Ο φον Στέρνμπεργκ μάλιστα, κατόρθωσε να αναφέρεται μαζί με τον Σεργκέι Αϊζενστάιν, σαν ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής...

Η ταινία χωρίς άλλο είναι από τις υποβλητικότερες, σε οπτικό επίπεδο, που ο σκηνοθέτης έκανε ποτέ. Καταγράφει το πώς λειτουργεί η αλληλεπίδραση σε μια ομάδα ταξιδιωτών που βρίσκονται σε ένα τρένο εξπρές που κατευθύνεται από το Πεκίνο προς την Σανγκάη, στις αρχές της δεκαετίας του '30, σε μια περίοδο που στην Κίνα, σαν πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, βρίσκονται σε εξέλιξη εμφύλιες διαμάχες. Το τρένο λειτουργεί ως δισυπόστατο προσκήνιο, τόσο της πλοκής της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κυβερνητικούς και εξεγερμένους όσο και σαν χώρος αποκάλυψης μιας ερωτικής ιστορίας. Η ταινία εστιάζει σε μια σαγηνευτική πόρνη - το γυναικείο αρχέτυπο - την Σάνγκαη Λίλυ (που υποδύεται η Μαρλένε Ντίτριχ) και τον πρώην εραστή της, έναν παγερό αξιωματικό του βρετανικού στρατού, χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Κλάιβ Μπρουκ.

Η ταινία είναι ένα μελόδραμα απογοήτευσης και επιθυμίας όπου η σκηνογραφία, αυτή καθαυτή, ανάγεται σε αμιγές θέμα. Με υπνωτική φωτογραφία που παίζει με τις φωτοσκιάσεις και το κιαροσκούρο, με την απίστευτα εξωτικά ενδυματολογική δουλειά και με έναν πολυτελή σχεδιασμό παραγωγής, ο φον Στέρνμπεργκ δημιούργησε μια μυθολογική Κίνα όπου η έννοια του «νεκρού χώρου» είναι εικονικά απούσα. Η σεκάνς που ανοίγει την ταινία, όταν το τρένο αφήνει τον χαοτικά καλυμμένο από σημαίες και λάβαρα σιδηροδρομικό σταθμό του Πεκίνου, όπως οι ποιητικού χαρακτήρα «συναντήσεις» ανάμεσα στην Ντίτριχ και τον Μπρουκ και τέλος, τα μακράς διάρκειας πλάνα από το πλάι και κάτω από τους καφασωτούς διαδρόμους των οχημάτων - τα πάντα εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα στο στούντιο - δίνουν την αίσθηση ενός οπτικού κορεσμού, αίσθηση πολύ σπάνια, εκτός των πλαισίων του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ή, το έργο του Σεργκέι Αϊζενστάιν...

Παίζουν: Μαρλένε Ντίτριχ, Κλάιβ Μπρουκ, Αννα Μέι Γουόνγκ, Γουόρνερ Ολαντ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1932).

ΣΑΡΑ ΠΟΛΕΪ
«Το δικό μας βαλς»

Η 33χρονη Καναδή σκηνοθέτης (ηθοποιός, σεναριογράφος και τραγουδίστρια) Σάρα Πόλεϊ δεν μοιάζει στρατευμένη οραματίστρια που τοποθετεί την ηρωίδα του υπαρξιακού της δράματος σε αυστηρά και ανελαστικά κοινωνικά πλαίσια με τον τρόπο ενός Αντονιόνι ή ενός Μπέργκμαν. Το περιβάλλον και τα συμφραζόμενα εντός των οποίων κινείται η ιστορία της ερωτευμένης Μαργκό - που παραπαίει ανάμεσα στο να εγκαταλείψει την παλιά της ερωτική σχέση για μια καινούρια - παρότι παραπέμπουν σε ένα πολύχρωμο «χύμα» με περιθώριο ελευθεριαζουσών διαστάσεων, ανάγονται από την ίδια σε αυστηρά και ανελαστικά, διαφορετικής βέβαια τάξης. Η Πόλεϊ για να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο το υπαρξιακό δίλημμα και την γιγάντια πάλη της Μαργκό ανάμεσα στην φυσική κατάσταση (τα ένστικτα) και τον πολιτισμό (ήθος, ηθική), κατασκευάζει μειλίχιους ανδρικούς χαρακτήρες φτιαγμένους με πρίσμα γυναικείας οπτικής και λογικής. Η ταινία της Πόλεϊ έγινε από γυναίκα για γυναικείους αποδέκτες, η σφαιρικότητα στην ανάγνωση αυτού του φιλμικού κειμένου, εξαρτάται από τον βαθμό βιωματικής ταύτισης του θεατή με αυτό που βλέπει στην οθόνη.

Η ζωή του ανθρώπου συμπεριλαμβάνει αναπόφευκτα και σαστισμένες στιγμές μετάβασης από μια παλιά ερωτική σχέση σε μια καινούρια... Κι όπως κάθε εξελικτική διαδικασία που οδηγεί από μια κατάσταση σε μια άλλη, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Επ' αυτού, ξυράφι κοφτερό το βλέμμα της Σάρα Πόλεϊ. Απομονώνει την καθαρά ερωτική κατάσταση και στους τρεις παίχτες του ερωτικού τριγώνου, χωρίς να μπλέκει σε φιλολογίες τύπου ηθικό / ανήθικο για το κοινωνικό «δράμα» που τους αγγίζει. Και τους τρεις, τους παρουσιάζει σχεδόν «άεργους», χωρίς υποχρεώσεις πέραν αυτών προς τον εαυτό τους, επίσης δεν έχουν να δώσουν λόγο για τις πράξεις και αποφάσεις τους, σε κανέναν. Με ακρίβεια εντομολόγου η σκηνοθέτης απομονώνει την Μαργκό και κατόπιν αρχίζει να καταγράφει ενδελεχώς τις εξελίξεις στην συμπεριφορά της, με την χρονική σειρά που αυτές συμβαίνουν. Το μετέωρο της ψυχολογικής κατάστασης και τις τυπικές εκφράσεις προς τα έξω. Τις μεταπτώσεις του θυμικού, την αποζήτηση της μοναξιάς, τα μπρος πίσω βήματα, τα λούπινγκ στην διάθεση, την προσποίηση μέσα από μια σαχλή υπερβολή ώστε να μη γίνει αντιληπτή η αλήθεια...

Η Πόλεϊ ανάγοντας με εκπληκτικό τρόπο σε δομικό στοιχείο την καλοκαιρινή ζέστη και την άπνοια, καταθέτει την ακτινογραφία μιας αναπόφευκτης νομοτέλειας. «Τα καινούρια, κάποτε παλιώνουν κι αυτά» - λέει κάποιος, κάπου στην ταινία. Η Πόλεϊ αριστουργηματικά μετουσιώνει το απόφθεγμα σε εικόνα και χρησιμοποιεί - μεταφορικά την φορά αυτή - το στοιχείο της ζέστης του φούρνου όπου ψήνονται τα μάφινς. Με αυτήν την εικόνα ανοίγει το φιλμ και με την ίδια κλείνει. Μόνο τα περιγράμματα των ανδρών που περιφέρονται στην κουζίνα αλλάζουν.

Το ταλέντο της Πόλεϊ αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο όταν υπό τους ήχους του αισθησιακού τραγουδιού του Λέοναρντ Κόεν «Take this waltz, it's your's now!», συνθέτει το κολάζ της καινούριας σχέσης της Μαργκό, με τρόπο τολμηρό και πρωτότυπο. Και η Πόλεϊ μας προϊδεάζει, όταν στο κρεβάτι αρχίζουν να ανεβαίνουν και «τρίτοι», ότι και αυτή η σχέση έφθασε στο μεταίχμιο, στο οριακό της σημείο και διανύει την αρχή του τέλους της. Γιατί εξίσου νομοτελειακό είναι ότι ο έρωτας, ο απόλυτος και τρελός έρωτας, είναι ό,τι πιο εγωιστικό...

Η Μισέλ Γουίλιαμς φαίνεται να προσανατολίζεται για νέο κινηματογραφικό «κορίτσι της διπλανής πόρτας». Μετά από την ανθρώπινη Μέριλιν Μονρόε της, στα χέρια της Σάρα Πόλεϊ φαίνεται να απογυμνώνεται από όποια επίπλαστη γοητεία και να μεταμορφώνεται σε μια άλλη ηθοποιό. Να την δείτε!

Παίζουν: Μισέλ Γουίλιαμς, Λουκ Κίρμπι, Σεθ Ρόγκεν, Σάρα Σίλβερμαν κ.ά.

Παραγωγή: ΚΑΝΑΔΑΣ (2011).

ΡΟΖΕ ΒΑΝΤΙΜ
«Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα»

Το όνομα του Ροζέ Βαντίμ (1928 - 2000) είθισται να μη συγκαταλέγεται στον κατάλογο των σκηνοθετών της «Nouvelle Vague», του γαλλικού Νέου Κύματος στον κινηματογράφο. Απαρχή του προαναφερθέντος ρεύματος/κινήματος ορίζεται το «annus mirabilis» 1959, λόγω του γεγονότος ότι, την «υπέροχη χρονιά» 1959, τρεις από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ρεύματος παρουσίασαν τις πρώτες τους ταινίες. Η θεωρητική βέβαια πηγή, βάση της διαμόρφωσης του Νέου Κύματος, ανάγεται πολλά χρόνια πίσω, στον Μάρτη του 1948, όταν ο κινηματογραφικός κριτικός Αλεξάντρ Αστρύκ δημοσίευσε στο τεύχος αριθμ. 144 του κινηματογραφικού περιοδικού «L' Ecran francaise», ένα σημαντικό άρθρο για την ιδέα της «Κάμερας - Στυλό»...

Αλλά και η απόδειξη, σε μια υπόθεση εργασίας που έλεγε ότι το σινεμά, απελευθερωμένο από την αφηγηματική τυραννία θα μπορούσε να αναπτύξει μια νέα μορφή οπτικοακουστικής γλώσσας, η οποία θα επέτρεπε στον κινηματογράφο να μετατραπεί σε ένα μέσο έκφρασης, τόσο εύπλαστο και τόσο λεπτεπίλεπτο, όσο αυτό της γλώσσας της συγγραφής. Κάτι που κατ' επέκταση θα παρείχε στους σκηνοθέτες το «status» του συγγραφέα, ή άλλως του «δημιουργού». Εξ ου και η έννοια του «κινηματογράφου του δημιουργού», του «auteur»...

Κανένα νέο ρεύμα δεν πέφτει από τον ουρανό, αλλά εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα συνθηκών που προετοιμάζουν την άφιξή του και προλειαίνουν το έδαφος για την εμφάνιση και την υποδοχή του... Κι εδώ, σ' αυτό ακριβώς το σημείο, εμπλέκεται το όνομα του Ροζέ Βαντίμ στα συμφραζόμενα του εν λόγω ρεύματος. Γιατί οι πρώτες ταινίες του γαλλο-ουκρανικής καταγωγής σκηνοθέτη συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη του Νέου Κύματος. Κύρια, η συμβολή της θεαματικής εμπορικής επιτυχίας που γνώρισε διεθνώς, η παρθενική ταινία του Βαντίμ «ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ», μια δαπανηρή, έγχρωμη παραγωγή σινεμασκόπ, ένα φιλμ που απέδειξε στη βαλτωμένη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία ότι νεαροί στην ηλικία σκηνοθέτες με καινούργιες θεματικές, είναι σε θέση να ελκύσουν τα πλατιά στρώματα των θεατών. Με μειωμένο ενδιαφέρον παρακολουθεί κανείς σήμερα την ταινία, ακόμα και τις ηδονιστικά τολμηρές - για την εποχή τους - ερωτικές σκηνές. Η ταινία είναι φτιαγμένη για την Μπριζίτ Μπαρντό που εδραιώθηκε ως σύμβολο του σεξ και το θελκτικό σκηνογραφικό φόντο της ταινίας, το χωριό της Κυανής Ακτής, Σαιν Τροπέ, ως θερινό θέρετρο της απανταχού της γης υψηλής κοινωνίας... Καλό και χρήσιμο θα ήταν να τη δείτε!

Σκηνοθεσία: Ροζέ Βαντίμ. Παίζουν: Μπριζίτ Μπαρντό, Κριστιάν Μαρκάν, Κουρντ Γιούργκενς, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, κ.ά.

Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (1956).

ΜΑΚ ΦΑΡΛΕΝ
«Τεντ»

«Buddy» φιλμ, δηλαδή, είδος κωμικής ως επί το πλείστον ταινίας όπου δύο άτομα του ιδίου φύλου, πολλές φορές εντελώς διαφορετικοί, αλλά αλληλοσυμπληρούμενοι χαρακτήρες, ζουν και συμπεριφέρονται ως κολλητοί. Εν προκειμένω, δεν έχουμε να κάνουμε με δυο ανθρώπινα όντα, αλλά με ένα αγόρι κι ένα λούτρινο αρκουδάκι τον Τεντ, που σαν τον Πινόκιο, κάποια μέρα, γίνεται παιδάκι... Μόνο που αυτό δεν είναι παιδάκι αλλά η επιτομή του χύμα και της χοντράδας και με τον καιρό, του λούμπεν και του μπάφου. Ο αρκούδος, ακριβώς όπως και ο κολλητός του, ουδέποτε ξεπέρασαν την ηλικία των 3 ετών και το - κατά Φρόιντ - πρωκτικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού... Και η ταινία του Μακ Φάρλεν, σκηνοθετικό ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, καλά θα έκανε να περιοριζόταν στην ενδιαφέρουσα αφηγηματικά εισαγωγή. Να άρχιζε και να τέλειωνε με τον πρόλογο, την ώρα που πέφτουν οι αρχικοί δηλαδή τίτλοι έπρεπε να έπεφταν και εκείνοι του τέλους...

Η ταινία ξεχειλίζει από σχόλια για τους πάντες και τα πάντα με ύφος σνομπ, ημιμαθούς ξερόλα, με δικαίωμα για να ομιλεί επί φάσματος που εκτείνεται από την ΙΚΕΑ ως την σύγχρονη τέχνη, με ατέλειωτα σεξουαλικά υπονοούμενα και φτηνά οπτικά ευφυολογήματα, με αναφορές λιγότερο ή περισσότερο «αυθόρμητες» και αθώες... από φιλοεβραϊκές, ως ρατσιστικές (για τον φίλο κάποιας από το Ιράν που απελάθηκε) με παραπομπές συνεχείς στην cult δημοφιλή κουλτούρα (φράσεις από ταινίες, εμβόλιμα με Flash Gordon και TinTin, μνεία των Pink Floyd, εμφάνιση της Nora Jones), μιας κυρίαρχης κουλτούρας που ισοπεδώνει ολοκληρωτικά κάθε έννοια παιδείας και όποιας κριτικής αντιμετώπισης. Ιδού το πρότυπο οδικού χάρτη ως προς τη διαδικασία του να αφήσει κάποιος πίσω του την παιδικότητά του για να γίνει άνδρας. Πραγματικός άντρας! Αυτά είναι τα εφόδια που καθιστούν κάποιον cool, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ηδονιστικές στιγμές της ζωής, τα ξέφρενα πάρτι με υποχρεωτική κοκαΐνη και αλκοόλ ή τη βία, με απαγωγές και κυνηγητά αυτοκινήτων... Σταθερή αξία και αλφάδι αλάνθαστο η ... μεγάλη καρδιά και η ... αγάπη...

Αυτό το πελώριο κολάζ αποσπασματικότητας κρέμεται σαν φαγωμένο τσαμπί από μια χαριτωμένα παραμυθένια, αλλά γυμνή και ισχνή ιδέα, που αρχίζει και τελειώνει με τον πρόλογο της ταινίας. Οσο για τις ανατροπές ... τους πρόλαβε ο Σουρής με την τουλάχιστον ευφυή «σκατολογία» του...

Παίζουν: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Μίλα Κούνις, Τζιοβάνι Ρίμπιζι, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ