ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 23 Μάρτη 2013 - Κυριακή 24 Μάρτη 2013
Σελ. /40
Πώς θα βοηθήσουμε τους ταλαντευόμενους;

«Η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη ή ιμπεριαλιστική;». Το ερώτημα τέθηκε από σύντροφο στο δημόσιο προσυνεδριακό διάλογο και έθεσε έτσι τη σφραγίδα της ουσίας των διαφωνιών κάποιων συντρόφων, φίλων και «φίλων» με τη σχετική διατύπωση των θέσεων της ΚΕ «...με εξαρτήσεις από ΗΠΑ και ΕΕ». Επιτρέψτε μου να παραθέσω ορισμένες σκέψεις που μου γεννήθηκαν με αφορμή αυτό το ερώτημα.

Γιατί πρέπει να αντιπαρατίθεται το χαρακτηριστικό «ιμπεριαλιστική» στο χαρακτηριστικό «εξαρτημένη»; Το πρώτο αφορά χαρακτηρισμό του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που βιώνει ένας λαός και μάλιστα στο ανώτατο και τελευταίο στάδιό του, το δεύτερο αφορά χαρακτηρισμό που επιδρά στον τρόπο ανάπτυξης μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το εκμεταλλευτικό σύστημα που βιώνει ο λαός και σε ποιο στάδιο αυτό βρίσκεται. Για να έχει βάση αυτή η αντιπαράθεση πρέπει να δώσουμε άλλο περιεχόμενο στον ένα από τους δύο όρους. Και επειδή ο όρος «εξαρτημένη» δεν προσφέρεται για άλλη ερμηνεία, ο κλήρος πέφτει στον όρο «αντιιμπεριαλιστική». Για να έχει λοιπόν υπόσταση το ερώτημα θα πρέπει με τον όρο «ιμπεριαλιστική» να εννοούμε απλά κάποια χώρα που εξαρτά κάποια άλλη. Αυτό μόνο και τίποτε άλλο. Κάτι τέτοιο όμως δεν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όλη τη λενινιστική θεωρία;

Ποια ακριβώς σημασία έχει για ένα κομμουνιστικό κόμμα ο ακριβής προσδιορισμός του μεγέθους και των ειδικών χαρακτηριστικών της όποιας εξάρτησης υφίσταται η χώρα του από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες και η συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης αυτής της εξάρτησης; Μα, για να πραγματοποιήσουν οι επαναστατικές δυνάμεις τις κατάλληλες δράσεις, ώστε την αποφασιστική στιγμή να εξασφαλίσουν τη συντριπτική υπεροχή στα αποφασιστικά σημεία (θέση 76), είναι προφανές πως είναι αναγκαία η γνώση όλων των παραμέτρων που επιδρούν στο κάθε αποφασιστικό σημείο, μαζί και ο βαθμός πιθανής εξάρτησής του από ξένα οικονομικά, στρατιωτικά ή πολιτικά συμφέροντα ή κέντρα.

Παίζει κανένα ρόλο, σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό του στρατηγικού στόχου ενός Κομμουνιστικού Κόμματος ο βαθμός εξάρτησης της χώρας όπου δρα από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες; Απολύτως κανένα, μια και ο στρατηγικός στόχος προσδιορίζεται από το χαραχτήρα της ιστορικής εποχής που βιώνει ο λαός. Και αυτή είναι η εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Ορθά λοιπόν το ΚΚΕ έχει άμεσο στρατηγικό στόχο το σοσιαλισμό και όχι κάτι άλλο ενδιάμεσο. Τον ίδιο ακριβώς άμεσο στόχο έπρεπε να είχε ακόμα και αν η Ελλάδα ήταν πλήρως εξαρτημένη. Τον ίδιο, ακόμη και αν ήταν υπόδουλη, οπότε ο σοσιαλισμός θα ήταν το έπαθλο της Εργατικής Τάξης για το αίμα που θα έχυνε για την απελευθέρωση της πατρίδας. Τον ίδιο ακόμα και αν το ΚΚΕ ήταν σε βαθιά παρανομία. Τον ίδιο ακόμα και αν το πολιτικό μας σύστημα είχε χαρακτηριστικά φεουδαρχικού τύπου (π.χ. Αραβικά Εμιράτα).

Μήπως ο βαθμός εξάρτησης της χώρας παίζει κανένα ρόλο στο καθορισμό του πολιτικού περιεχομένου της συσπείρωσης, συμμαχίας, μετώπου κλπ. που θα αποφασίσει να οικοδομήσει ένα ΚΚ, προκειμένου να προετοιμάσει τον υποκειμενικό παράγοντα ώστε κόμμα, τάξη και σύμμαχοι να δράσουν με επιτυχία στη περίοδο της επαναστατικής κατάστασης; Απολύτως κανέναν. Από τη στιγμή που ο άμεσος στρατηγικός στόχος είναι ο σοσιαλισμός, για επανάσταση με τέτοιο στόχο πρέπει να προετοιμάζεται ο υποκειμενικός παράγοντας (κόμμα, τάξη και σύμμαχοι) και όχι για οτιδήποτε άλλο. Εδώ δε χωράει μα και μου. Δεν μπορεί δηλαδή, κάποιος που συμμετέχει στη συσπείρωση, στη συμμαχία, στο μέτωπο κλπ. να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα για άλλο στόχο, π.χ. για να βάλει εμπόδια στους ιμπεριαλιστές να εξαπολύσουν πολέμους, επειδή συμφωνεί με τον αντιιμπεριαλιστικό (που τον εννοεί αντιπολεμικό) αλλά ταυτόχρονα διαφωνεί με τον αντιμονοπωλιακό ή τον αντικαπιταλιστικό του χαραχτήρα.

Μήπως, λοιπόν πρέπει να πούμε όχι στα αντιπολεμικά μέτωπα; Οχι βέβαια. Οι κομμουνιστές μπορούν και πρέπει να δουλεύουν σε όλα τα μέτωπα, αντιπολεμικά, περιβαλλοντικά, άλλα μέτωπα τοπικού ή προσωρινού χαραχτήρα, προσπαθώντας να «τραβήξουν» στις δομές της Λαϊκής Συμμαχίας αγωνιστές που συμμετέχουν σ' αυτά, πείθοντάς τους για την αναγκαιότητα να αγωνιστούν για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία. Δεν επιτρέπεται όμως να μπερδεύουν τα μέτωπα αυτά και να τα ταυτίζουν με το μέτωπο, τη συσπείρωση, τη συμμαχία που οφείλει να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα για την επανάσταση.

Γιατί λοιπόν αυτή η επιμονή να διαχωρίζουμε τις χώρες σε ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες; Μήπως γιατί θεωρούμε πως οι εξαρτημένες, μια και δεν είναι ιμπεριαλιστικές δε βιώνουν το ανώτερο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, επομένως μπορεί να στέκει κάποιο στάδιο, έστω κάποιο σκαλοπάτι πριν από τον σοσιαλισμό; Και έτσι να βάζουμε πάλι τη λογική των σταδίων από τη πίσω πόρτα;

Τι ακριβώς εννοούν όταν λένε πως στο ΑΑΔΜ υπήρχε η δυνατότητα συσπείρωσης μεγαλύτερων μαζών από ό,τι στη Λαϊκή Συμμαχία; Μήπως έβλεπαν το ΑΑΔΜ σαν ένα οικοδόμημα που αποτελείται από τρία διαφορετικά διαμερίσματα, όπου στο κάθε ένα από αυτά θα μπορούσαν να «μένουν» όσοι συμφωνούσαν με το περιεχόμενο που «κρύβοταν» πίσω από ένα συγκεκριμένο γράμμα του ΑΑΔΜ, και ας διαφωνούσαν με το περιεχόμενο των υπόλοιπων γραμμάτων; Τότε, για ποιον ακριβώς στόχο και πόσο αποτελεσματικά τα μέλη του ΑΑΔΜ θα ωρίμαζαν τον υποκειμενικό παράγοντα (κόμμα, εργατική τάξη και συμμάχους) όταν τα ίδια αυτά μέλη, oι πρωτοπόροι, δηλαδή, αγωνιστές για την επανάσταση δεν είχαν όλοι την ίδια, ενιαία αντίληψη για την αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων και υπέρ της εγκαθίδρυσης της λαϊκής εξουσίας; Και πόσο κερδισμένοι με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού μπορούν να θεωρούνται αγωνιστές που απλά επιδιώκουν να εμποδίσουν τους ιμπεριαλιστές να διεξάγουν επιθετικούς πολέμους;

Είναι υπαρκτό το ζήτημα της συσπείρωσης των ταλαντευόμενων μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού με την επαναστατική τάξη, την εργατική; Ζήτημα που διακαώς θέτουν οι «εραστές» του ΑΑΔΜ, εκτιμώντας ότι η Λαϊκή Συμμαχία δεν το λύνει με ικανοποιητικό τρόπο; Βεβαίως και είναι. Αλλωστε και οι θέσεις της ΚΕ αναφέρουν ότι πρέπει αυτά τα στρώματα να προετοιμαστούν έτσι ώστε τα περισσότερα να βρεθούν στο πλευρό της επανάστασης και τα υπόλοιπα να μείνουν ουδέτερα. Φυσικά, πάει πολύ να πιστεύουμε πως το ζήτημα αυτό το ανακαλύψαμε σήμερα εμείς οι Ελληνες κομμουνιστές. Απασχολεί το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από τα πρώτα του βήματα. Ομως υπάρχει και η ιστορία του κινήματός μας που διδάσκει. Η σχετική συζήτηση είχε φουντώσει εκεί, στα μέσα του 1917 στη Ρωσία, σε μια εποχή δηλαδή όπου η αστική τάξη μόλις, κυριολεκτικά μόλις, είχε πάρει την πολιτική εξουσία -και μόνο την πολιτική- και μάλιστα με συμβιβασμό με την τάξη των φεουδαρχών και όχι τσακίζοντάς τους. Τότε ο Λένιν, απαντώντας σ' όσους, στο όνομα της αδυναμίας συσπείρωσης της ταλαντευόμενης αγροτιάς, ήταν αντίθετοι στην αλλαγή του προγράμματος και στην υιοθέτηση του στόχου της δικτατορίας του προλεταριάτου, αντί του στόχου της δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς που είχαν μέχρι την επανάσταση του Φλεβάρη σημείωνε στις «Θέσεις του Απρίλη»: «Αφήστε τους νεκρούς να θάβουν τους εαυτούς τους. Οποιος θέλει να βοηθήσει τους ταλαντευόμενους, πρέπει να πάψει να ταλαντεύεται ο ίδιος».

Ενενήντα έξι χρόνια μετά, πόσο παραμένει επίκαιρος!


Βασίλης Αμπελογιάννης
ΚΟ Μυτιλήνης

Πείρα από τη δουλειά στους κλάδους της βιομηχανίας

Το προηγούμενο διάστημα δεχτήκαμε την κριτική από εχθρούς και «φίλους» ότι τα αποτελέσματα των αγώνων δεν είναι αυτά που θα έπρεπε, ή ότι είναι μηδαμινά και δε δημιουργούνε ρεύμα. Πολλές φορές κατηγόρησαν το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ ότι αυτό φταίει που δεν κινητοποιούνται οι εργάτες. Αλλες φορές ότι για τη μικρή συμμετοχή φταίει η γραμμή μας που είναι στενή δεν πείθει και δε συσπειρώνει γιατί είναι σεχταριστική.

Ολοι τους γνωρίζουν ότι η οργάνωση της πάλης δεν εξαρτάται μόνο από το τι θέλει ή το τι δε θέλει το ΚΚΕ αλλά και από τις διαθέσεις που είναι αντικειμενικό γεγονός και δεν εξαρτώνται μόνο από εμάς. Αυτά τα λένε όμως γιατί θέλουν στην πραγματικότητα ένα άλλο ΚΚΕ και ρίχνουν στάχτη εκφράζοντας αγωνία για τη γραμμή μας. Ως ΚΚΕ και ΠΑΜΕ για παράδειγμα, κάναμε ό,τι μπορούσαμε «για να γίνει όλη η Ελλάδα μια Χαλυβουργία», αλλά αυτό δεν έγινε. Με την ίδια γραμμή πήγαμε στα εργοστάσια του Τύπου, στα τρόφιμα στον ιματισμό, σε δεκάδες χώρους της βιομηχανίας, που αντιμετωπίζανε αντίστοιχη επίθεση με τους χαλυβουργούς κι όμως δεν κινητοποιήθηκαν.

Επομένως όσο και αν το επιθυμούμε εμείς, όσο και αν οργανωθεί η απαραίτητη δουλειά απ' έξω και από μέσα, αν δεν υπάρχει διάθεση, αγωνιστικό κλίμα, θέληση και απόφαση από τους ίδιους τους εργάτες για αγώνα, τέτοιοι αγώνες δε μπορούνε να γίνουν, δεν επιβάλλονται. Δεν πυροδοτούνται από τα πάνω με μεγάλες κορώνες. Αγώνες γίνανε και στη ΔΕΗ, στο ΜΕΤΡΟ με μεγάλα επαναστατικά λόγια από τους συνδικαλιστές και ούτε βήμα οργάνωσης από τα κάτω, και είδαμε πού καταλήξανε, δε φοβίζουν αυτά τον αντίπαλο.

Ο ρόλος μας δεν είναι να αποτυπώνουμε τις διαθέσεις, αλλά να προσπαθούμε να επιδρούμε όσο μπορούμε πάνω σε αυτές και να είμαστε σε θέση όταν υπάρξει αγωνιστικό κλίμα, να βοηθήσουμε να εκφραστεί σε σωστή κατεύθυνση. Να παρακολουθούμε από κοντά τις διαθέσεις των εργατών και να δουλεύουμε σταθερά. Μπορεί να μη γνωρίζουμε προκαταβολικά σε ποια στιγμή και με ποια αφορμή θα ξεχειλίσει το ποτήρι στον κάθε χώρο ώστε να κάνουν το βήμα οι εργάτες. Εμείς όμως οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι τη στιγμή που θα υπάρχει όξυνση της ταξικής πάλης να έχουνε γίνει βήματα στην υποδομή. Να μη μας βρούνε φοβισμένους και υποταγμένους στις δυσκολίες, αλλά οργανωμένους αποφασισμένους και έμπειρους σε ζητήματα οργάνωσης.

Γι' αυτό η καθημερινή μας δουλειά δεν πρέπει να έχει μόνο τα χαρακτηριστικά της ζύμωσης, του μπούγιου, αλλά και της οργάνωσης. Να είναι προσανατολισμένη στην οργάνωση των εργατών στο Κόμμα και στα Συνδικάτα. Στη συγκρότηση των ανάλογων κομματικών και συνδικαλιστικών υποδομών μέσα σε κάθε χώρο δουλειάς, σωματειακών επιτροπών, κομματικών πυρήνων, κομματικών οργανώσεων.

Η προσπάθεια να ανοίξουμε δουλειά σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, δε φέρνει γρήγορα και εύκολα αποτελέσματα, δεν είναι ευθύγραμμη, έχει σκαμπανεβάσματα. Θέλει αξιοποίηση κάθε δυνατότητας που μας δίνεται, από εξόρμηση μέσα ή απ έξω, περιοδείες, συσκέψεις στενή κομματική και συνδικαλιστική δουλειά που θα απαντάει στα ζητήματα που συναντάμε στον κάθε χώρο. Θέλει δουλειά με τους εργάτες στον τόπο κατοικίας τους. Μπορεί για χρόνια να παλεύουμε σε ένα χώρο να πιάσουμε επαφή για να σπάσει ο κρίκος, άλλα όταν τελικά το πετύχουμε, κάθε νέο ΚΜ που στρατολογούμε στα εργοστάσια, δεν μετριέται απλά ως ένας αριθμός, έχει πολλαπλασιαστική δύναμη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πολλές δεκάδες στρατολογίες που κάναμε στη Βιομηχανία από το προηγούμενο Συνέδριο.

Αναδείχτηκε το πόσο μεγάλη αξία έχουν τα ΔΣ των σωματείων και κάθε μέλος τους, να έχουν κύρος στο χώρο δουλειάς τους, να τους σέβονται και να τους εμπιστεύονται οι εργάτες. Αυτό δεν εξασφαλίζεται με λόγια, αλλά καθημερινά στην πράξη. Η καθημερινή μας δράση στο χώρο δουλειάς, η αδιάλλακτη στάση μας απέναντι στην εργοδοσία, η ταύτιση λόγων και έργων μετράνε και υπολογίζονται πολύ.

Τέτοιες δυνάμεις έχουμε και πρέπει να στηριχτούμε περισσότερο. Πολλές φορές δεχόμαστε πίεση για να αναδεικνύουμε αυτούς που τα λένε καλά, που μετράνε στο γυαλί και όχι αυτούς που εμπιστεύονται οι εργάτες στους χώρους δουλειάς τους, που είναι φυσικοί ηγέτες στο χώρο τους, που συγκρούονται με την εργοδοσία χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες.

Το γεγονός ότι κάποιοι αναδεικνύουν αδύνατες πλευρές της πάλης για να χρεώσουν τη γραμμή μας, δεν πρέπει να μας φοβίσει. Εμείς πρέπει να δουλεύουμε καλύτερα με τη γραμμή μας, που καθημερινά επιβεβαιώνεται η ορθότητά της.

Να χρεώνουμε καθήκοντα τους εργάτες δίπλα στο Κόμμα και τα Σωματεία. Χωρίς φόβο να τους εμπιστευόμαστε να πάρουν πρωτοβουλίες ακόμα και αν κάνουνε λάθη. Να τους λέμε τις όποιες διαφωνίες έχουμε, τίμια και συναδελφικά. Εχουμε έναν εφεδρικό στρατό δίπλα στις οργανωμένες μας δυνάμεις, που δεν τον αξιοποιούμε. Να τους βοηθάμε να οργανώνονται και να παίρνουν οι ίδιοι την υπόθεση στα χέρια τους. Πολλές φορές τους προσπερνάμε και δραστηριοποιούμαστε εμείς εξ ονόματός τους. Πρέπει να βοηθήσουμε τους εργάτες σε κάθε χώρο δουλειάς, να συζητάνε και να αποφασίζουν για τα προβλήματα, τα αιτήματα, τις μορφές πάλης και εμείς να τους στηρίζουμε όσο μπορούμε καλύτερα ιδεολογικοπολιτικά, οργανωτικά και πρακτικά.

Φάνηκε ότι δε φτάνει μόνο η συμμετοχή στον αγώνα για να γίνουν ολοκληρωμένα βήματα στη συνείδηση, αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται γερή κομματική δουλειά. Μόνο με την καθημερινή δουλειά με το «Ριζοσπάστη», τις τακτικές κομματικές συσκέψεις, την προσωπική επαφή και καθοδήγηση των πρωτοπόρων εργατών, κατανοούν σιγά-σιγά τη δυσκολία. Οτι χρειάζεται σύγκρουση και μακροχρόνιος αγώνας. Οτι δε φτάνει η σύγκρουση μόνο με τον εργοδότη, γιατί αυτός δεν είναι μόνος του, έχει την κυβέρνηση, τα κόμματα, την ΕΕ, τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, ότι ο αγώνας χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί.

Χωρίς γερό Κόμμα σε κάθε κλάδο και μεγάλο χώρο δουλειάς, τέτοιοι αγώνες δεν μπορούν να γίνουν, ούτε να έχουν σωστό προσανατολισμό. Γι' αυτό ο αντίπαλος προσπαθεί συνεχώς να δημιουργεί φράγματα ανάμεσα σε εργάτες που απεργούν και στο ΚΚΕ.

Εμείς πρέπει να «σπέρνουμε» συνεχώς, χωρίς το άγχος του άμεσου αποτελέσματος, με σιγουριά ότι θα έρθει «στην ώρα του». Γιατί το αποτέλεσμα ενός αγώνα δε μετριέται μόνο με το πόσα παίρνεις ή δεν παίρνεις στο χέρι. Ο βασικός δείκτης για ένα επαναστατικό κόμμα σε αυτές τις συνθήκες είναι κατά πόσο συγκεντρώνουμε δυνάμεις για την τελική αναμέτρηση. Εάν στην επαναστατική κατάσταση οι εργάτες του κάθε κλάδου θα είναι σε θέση να παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο, να πάρουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής.


Λεωνίδας Σακκάς
Μέλος της ΝΕ Βιομηχανίας της ΚΟ Αττικής

Ο δρόμος ανοιχτός

«Το κυριότερο πράγμα που δεν καταλαβαίνουν οι σοσιαλιστές και που φανερώνει πως θεωρητικά είναι κοντόφθαλμοι, πως είναι αιχμάλωτοι των αστικών προκαταλήψεων και πως πρόδωσαν πολιτικά το προλεταριάτο, είναι τούτο, ότι στην καπιταλιστική κοινωνία, όταν η ταξική πάλη που βρίσκεται στη βάση της κοινωνίας αυτής, οξύνεται κάπως σοβαρά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού».

Είναι φανερό πλέον ακόμα και στον πιο αδαή ότι μια μερίδα συντρόφων επέλεξαν να μεταφέρουν το επίκεντρο του προσυνεδριακού διαλόγου στο ζήτημα της εγκατάλειψης του ΑΑΔΜ και πιο συγκεκριμένα σε δύο πλευρές: 1) Στην ύπαρξη ή όχι μεταβατικών περιόδων, σταδίων ή ενδιάμεσων εξουσιών για το σοσιαλισμό. 2) Στη δυνατότητα ύπαρξης μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού που να προωθεί την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας, τοποθετημένη με την πλευρά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Για τα 2 προηγούμενα πιστεύω ότι επαρκώς απαντά ο Λένιν. Ετσι και αλλιώς αφενός το 15ο Συνέδριο δεν προσδιόριζε το ΑΑΔΜ ως στάδιο και αφετέρου είναι αβάσιμο ότι ο υποκειμενικός παράγοντας (ακόμα και με τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης) μπορεί να καθορίσει το χρόνο επίλυσης του ζητήματος «εξουσία». Το μόνο που επιθυμώ να επισημάνω είναι ότι από την κριτική δεν μπορούν να διαφύγουν ούτε όσοι πιστεύουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση αν και δε θα επιλύσει το ζήτημα εξουσίας είναι δυνατόν να προωθήσει ορισμένες θετικές διεργασίες (εξελικτικισμός), ούτε όσοι προασπίζονται ότι το έργο της θα κριθεί και από την πίεση που θα της ασκεί ο λαϊκός παράγοντας (αλήθεια, ο λαϊκός παράγοντας θα είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση;).

Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι, ποιος ο λόγος της επιμονής ορισμένων συντρόφων στα συγκεκριμένα θέματα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω απαντιούνται εύκολα για όσους συνεχίζουν να πατάνε στο έδαφος του μαρξισμού - λενινισμού (ή τουλάχιστον για όσους ως λενινισμό αντιλαμβάνονται το σύνολο του έργου του Λένιν με ιδιαίτερη έμφαση στις διορθωτικές κινήσεις που επέβαλε η Οχτωβριανή Επανάσταση και όχι μόνο την περίοδο 1905-17);

Η προσπάθεια αναμέτρησης με το ερώτημα απαιτεί την καταγραφή - υπενθύμιση ορισμένων δεδομένων. Ο προσυνεδριακός διάλογος διεξάγεται την επαύριον δύο εκλογικών αναμετρήσεων, στη δεύτερη εκ των οποίων το ΚΚΕ σημείωσε απώλεια δυνάμεων κοντά στο 50%. Το εκλογικό αποτέλεσμα επέφερε σύγχυση ή απογοήτευση σε ένα μεγάλο μέρος οπαδών ή ακόμα και μελών του Κόμματος. Την ίδια στιγμή (αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η πλειοψηφία τους κατευθύνθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ), οι απώλειες αφορούσαν ουσιαστικά στο σπονσοράρισμα και εν τέλει τη νίκη μιας βαθιά αστικής κοινοβουλευτικής αντίληψης, δηλαδή αυτής που καλεί το λαϊκό παράγοντα να αναθέσει την επίλυση των βασικών προταγμάτων της ταξικής πάλης στους πολιτικούς του αντιπροσώπους. Και θυμίζω! Αυτή η αντίληψη δεν περιφρονεί απαραίτητα τους μαζικούς αγώνες, ούτε την ανάγκη της πολιτικοποίησής τους. Απλά τους υποτάσσει στη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, μεταφέροντας κίβδηλα την αντιπαράθεση από την οικονομία στην πολιτική. Ετσι, το «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» έγινε «αντιμνημονιακή κυβέρνηση», πάντα χωρίς αναφορά στο κεφάλαιο και τις ευθύνες του για την κρίση.

Η επικράτηση αυτής της αντίληψης, πέρα από την αμέριστη στήριξη που de facto της παρέχεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, μιας που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ιδεολογήματα δικαιακής - πολιτικής νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας, βασίστηκε και στο γεγονός ότι μοιάζει να προσφέρει άμεσες λύσεις χωρίς προσωπική συμμετοχή και επόμενα θυσίες από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εξάλλου, στο μύλο αυτής της αντίληψης κουβαλήσαμε και εμείς νερό, σύντροφοι, αρκετές φορές, μέσα από τις θεωρητικές μας ανεπάρκειες, δουλεύοντας εντεινόμενα στις προεκλογικές περιόδους, αδυνατώντας να αναδείξουμε στους οπαδούς και συμπαθούντες του Κόμματος έγκαιρα το ασύμβατο των στόχων μας με την εξουσία του κεφαλαίου, προωθώντας πολιτικές συνεργασίες τύπου Μπουτάρη, μη αντιστοιχίζοντας τις δομές και τη λειτουργία των μαζικών φορέων με ταξικό προσανατολισμό με τον επιδιωκόμενο στόχο της εργατικής εξουσίας και επόμενα σε ρήξη με λογικές ανάθεσης και αντιπροσώπευσης κ.λπ. Στο βαθμό που δεν αναστραφεί η επικράτηση της συγκεκριμένης αντίληψης, εύκολα αύριο μπορεί να οδηγήσει στην απογοήτευση του λαϊκού παράγοντα εξαιτίας των «κατορθωμάτων» της «αριστερής διακυβέρνησης» και μεθαύριο στην υποστήριξη αντιδραστικών λύσεων τύπου Χρυσής Αυγής.

Βέβαια, ορισμένοι σύντροφοι αποδίδουν όλα αυτά που συντελέστηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στη συνειδητή παραβίαση του προγράμματος από την ΚΕ. Στην πραγματικότητα λένε πως το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε διασωθεί κοινοβουλευτικά, πρωτοστατώντας το ίδιο στη διάδοση της αστικοδημοκρατικής ψευδαίσθησης στην εργατική τάξη. Αυτό που δε λένε είναι, γιατί επιμένουν σε ζητήματα από καιρό ξεπερασμένα από τις συλλογικές επεξεργασίες του Κόμματος;

Η επικέντρωση στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως και η ενοποίηση της επιχειρηματολογίας (προκειμένου να ενοποιήσει και να καρπωθεί την όποια απογοήτευση), στοχεύει στην άσκηση όλο και μεγαλύτερης πίεσης από τα μέσα και από τα έξω προκειμένου είτε το ΚΚΕ να εγκαταλείψει τη θεμελιώδη αρχή της πάλης για επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, είτε αν τη διατηρήσει να μετρά σημαντικές απώλειες (όχι μόνο κοινοβουλευτικές). Ο ταξικός αντίπαλος εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες μας και σκοπεύει να τις εκμεταλλευτεί και άλλο, αξιοποιώντας όλα τα μέσα.

Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, χρειάζεται δουλειά μυρμηγκιού προκειμένου να πείσουμε την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όχι μόνο για το δίκιο τους, αλλά και για τη δυνατότητα που έχουν να το επιβάλουν μέσα από την οργάνωσή τους και από την προάσπιση μιας επαναστατικής στρατηγικής. Με αυτή την έννοια, κρίνεται απαραίτητη το επόμενο διάστημα για το κομματικό και ΚΝίτικο δυναμικό η βαθιά και ουσιαστική γνώση της πολιτικής με τη λενινιστική έννοια, δηλαδή της σχέσης των τάξεων ως προς την εξουσία και όχι μια μηχανιστική αναφορά του σοσιαλισμού ως εικόνισμα (που καμιά φορά και ανεξαρτήτως προθέσεων είναι το ίδιο επιζήμια με την προάσπιση της διαχείρισης).

Σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας των μαζών, η επαναστατική στρατηγική θα γίνεται υλική δύναμη ανατροπής, όσο η πολιτική πρωτοπορία θα την καθιστά υπόθεσή τους και έτσι θα αναδεικνύονται οι σημαντικότατες παρακαταθήκες του καινούριου προγραμματικού ντοκουμέντου (σοσιαλιστική επερχόμενη επανάσταση, κοινωνική-ταξική συμμαχία για την ανατροπή του καπιταλισμού, αυτοτέλεια του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες, στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο κ.λπ.).

Οποιος απ' την άλλη επιλέγει την εύκολη λύση της αστικής διαχείρισης, ο δρόμος ανοιχτός...

Παραπομπή

1. Βλαντιμίρ Λένιν, Το Ι Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς - Απαντα, τόμ. 37 (σ. 498), εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»


Κώστας Σκολαρίκος
ΚΟΒ Κέντρου Αγ. Αναργύρων

Και όμως κινείται...

Μετά την δύσκολη περίοδο '74-'91, για την οποία το κόμμα θα κριθεί αυστηρά από την ιστορία, το ΚΚΕ με σταθερά βήματα βρίσκει το δρόμο του. Σημαντικός και αναγκαίος σταθμός ήταν το 15ο Συνέδριο και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για το σοσιαλισμό (1995). Επόμενο αναγκαίο βήμα ήταν το 18ο Συνέδριο, στο οποίο το κόμμα απέδειξε ότι ως συλλογικός διανοητής μπορεί να αφομοιώνει δημιουργικά την εμπειρία από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Οι επεξεργασίες του 18ου Συνεδρίου ήταν μία εξαιρετικά σημαντική συμβολή στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, συνέβαλλαν στη συζήτηση για τη στρατηγική και την τακτική κάθε επίδοξου κομμουνιστικού κόμματος. Το σχέδιο προγράμματος που προτείνεται στο 19ο Συνέδριο, έρχεται να δώσει υλική μορφή σε αυτά τα συμπεράσματα. Στο πρόγραμμα κάθε κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να σκιαγραφείται η πολιτική του στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ετσι, το σχέδιο προγράμματος καταφέρνει πλέον να ενσωματώσει την εμπειρία της ταξικής πάλης τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού όσο και σε συνθήκες σοσιαλισμού.

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στοιχείο στις θέσεις, είναι η απόσταση από τη συμμετοχή σε εξουσία που πιθανόν προκύπτει από το αστικό Κοινοβούλιο. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να προκύψει όργανο εργατικής εξουσίας (ούτε καν μεταβατικό), στο οποίο να εκπροσωπούνται ταυτόχρονα (ψηφίζοντας ή όχι) εργάτες και καπιταλιστές. Στόχος είναι η δικτατορία του προλεταριάτου και τίποτα λιγότερο (βλ. «μίνιμουμ πρόγραμμα»). Επίσης, θετική είναι η εγκατάλειψη της παλαιότερης εκτίμησης περί εξαρτημένης χώρας. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του και η ιμπεριαλιστική πυραμίδα αποτυπώνει τους συσχετισμούς μεταξύ των κρατών σε επίπεδο οικονομίας και πολιτικής. Θετική είναι η (έστω και με καθυστέρηση) αποσαφήνιση των θέσεων για τα «εθνικά ζητήματα». Τέλος, είναι ξεκάθαρο ότι το ΚΚΕ δεν απευθύνεται σε κανενός είδους «αριστερά». Απευθύνεται κατ' αρχήν στην εργατική τάξη, και έπειτα στους συμμάχους της.

Τα τελευταία χρόνια το κόμμα έχει σωστά διατάξει και προσανατολίσει το δυναμικό του στην οικονομική πάλη. Η δράση του κόμματος ήταν που ανέκοψε, στο βαθμό που μπορούσε, την εξαιρετικά ισχυρή επίθεση του αντίπαλου. Παρ' όλα αυτά, τόσο στην περίοδο της κρίσης, όσο και στην περίοδο της ύφεσης που διατρέχουμε αυτή τη στιγμή, και ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές (γιατί αποκαλύφθηκαν οι συγκαλυμμένες αντιθέσεις του καπιταλισμού), δεν σημειώθηκε άνοδος του υποκειμενικού παράγοντα. Εξετάζουμε κάποιες από τις υποκειμενικές αδυναμίες του κόμματος, που συνέβαλλαν σε αυτό.

Σωστά εκτιμήθηκε ήδη από το 2010, ότι: «Ο βασικότερος ανασταλτικός υποκειμενικός παράγοντας στην προώθηση της στρατηγικής και τακτικής του Κόμματος έχει να κάνει με την απόσπαση της οικονομικής από την πολιτική πάλη».(Απόφαση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για τη δουλειά στην ε.τ., 3/2010). Η ένταση της επίθεσης στο πεδίο της οικονομικής πάλης, δεν επέτρεψε στο δυναμικό του κόμματος να προετοιμαστεί και να αντεπεξέλθει στο πεδίο της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης, παρά το ότι ήταν έγκαιρα εφοδιασμένο (Αποφάσεις 18ου Συνεδρίου). Το αλάνθαστο και καθολικό μέτρο εκτίμησης της δράσης του κόμματος, πρέπει να είναι η προώθηση της στρατηγικής του. Κύριο καθήκον των κομμουνιστών είναι, στα πλαίσια της δράσης τους να κερδίζουν καθημερινά συνειδήσεις στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οταν αυτός ο δείκτης είναι θετικός, τότε μόνο μπορεί να προχωρήσει η οργανωτική ανάπτυξη, τα βήματα στο εργατικό κίνημα και όλοι οι υπόλοιποι ποιοτικοί δείκτες. Μόνο αυτό μπορεί να είναι παρακαταθήκη. Τα οφέλη μιας πιθανής νίκης σε μια πλευρά της οικονομικής πάλης, εάν δε συνδέονται με το ζήτημα της εξουσίας, εκτός του ότι είναι πρόσκαιρα, εγκυμονούν τον κίνδυνο της εξαγοράς. Η αστική τάξη ξέρει να αξιοποιεί τις αναγκαίες παραχωρήσεις της, ώστε να ανανεώνει τις συμμαχίες της. Εν τέλει, οι σοβαρές παραχωρήσεις της (στο βαθμό που είναι αντικειμενικά δυνατές), γίνονται μόνο μπροστά στο φόβο και στον κίνδυνο της απώλειας της εξουσίας της. Αντίστοιχα και οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες διαλύονται μόνο δίπλα στην πλήρη εικόνα ενός εργατικού κράτους, μόνο με τη συνειδητοποίηση της νομοτέλειας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Η δράση των μελών του κόμματος στους φορείς και στα μορφώματα που δρουν και παρεμβαίνουν, δεν πρέπει να αυτονομείται και να υπερτιμάται, δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος της προώθησης της στρατηγικής του. Η δράση αυτή πρέπει να υποτάσσεται στη στρατηγική. Πρέπει πάντα να είναι σαφές τι ακριβώς κάνουμε και γιατί. Πέρα και πάνω από αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη να πυκνώσει και να δυναμώσει η αυτοτελής δράση του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει κάθε μορφή πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. Με βάση τα παραπάνω, το σχέδιο προγράμματος ανταποκρίνεται καλύτερα στις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις της εποχής, κατ' αρχήν γιατί βάζει πιο επιτακτικά και στηρίζει επιστημονικά την υπόθεση του σοσιαλισμού.

Η μικροαστική αντίληψη κάποιων δυνάμεων μέσα και δίπλα στο κόμμα, των δυνάμεων που επί της ουσίας δεν κατανοούν την αναγκαιότητα του 19ου Συνεδρίου, ανάγκασε το κόμμα να προβεί σε ενέργειες που είναι αντίθετες στον προσανατολισμό του, τις οποίες πλήρωσε και πληρώνει. Κάποιες από αυτές είναι: Συνεργασία στις τοπικές εκλογές του 2006 με το ΔΗΚΚΙ, κάλεσμα της ΚΕ (20/5/2012) σε «αριστερούς» στις βουλευτικές του Ιούνη 2012, υιοθέτηση της αριστερίστικης πρακτικής της «άρνησης πληρωμής» π.χ. των χαρατσιών και μάλιστα αναγωγή σε σημαντικό ζήτημα, συλλογή ηλεκτρονικών(!) υπογραφών(!) για πρόταση νόμου(!) στο αστικό κοινοβούλιο που καταργεί τα μνημόνια. Οι ταλαντεύσεις δεν αρμόζουν στο ΚΚΕ. Πρέπει να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στη γραμμή που χαράζει με το 19ο Συνέδριο.

Βασική προϋπόθεση ώστε να μπορέσει το κόμμα να ανταποκριθεί στα αυξημένα του καθήκοντα, είναι η άνοδος του χαμηλού ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου των στελεχών, μελών και του κύκλου επιρροής. Επίσης, χρειάζεται μεγαλύτερη αυστηρότητα στην υλοποίηση των αποφάσεων όλων των οργάνων. Να πολεμηθούν τα φαινόμενα πρακτικισμού και τυποποίησης, και πιο αποφασιστικά να τσακιστούν τα φαινόμενα οργανωτικού φιλελευθερισμού και παραγοντισμού στα (χαμηλά κυρίως) στελέχη, τα οποία θα μπορούσαν να ελέγχονται και από τακτική ανακαταγραφή. Να τσακιστούν τα φαινόμενα παραβίασης του καταστατικού (βλ. διαρροές εσωτερικών κειμένων στον αστικό Τύπο). Τέλος, το επίπεδο του «Ριζοσπάστη» συμβάλλει και αυτό στη χαμηλή κυκλοφορία του. Είναι ανάγκη να δοθεί βάρος στην επώνυμη πολιτικοποιημένη αρθρογραφία, με τακτική αρθρογραφία των μελών της ΚΕ και των τμημάτων της, με αποφυγή λαϊκισμών και άνευ λόγου χυδαιοτήτων (το τελευταίο ισχύει και για το 902.gr). Στο πεδίο των ανταποκρίσεων, να αποφεύγονται οι υπερβολές και να ανακτηθεί η αξιοπιστία. Τέλος, να δοθεί χώρος στη ΜΛ φιλοσοφία (αντικαθιστώντας π.χ. τις διάφορες «αθλητικές ειδήσεις» με τους γηπεδικούς τίτλους). Να δοθεί χώρος στη ΜΛ θεωρία που αφορά τον πολιτισμό και τις επιστήμες, η απουσία της οποίας έχει περισσότερα από τα προφανή αποτελέσματα.

Εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη!

Ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ!


Στέφανος Φευγαλάς
Ανεργος εκπαιδευτικός μουσικής, οπαδός του Κόμματος



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ