ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάρτη 2000
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Νηστίσιμη, αλλά όχι στις ... τιμές

Χοντροειδής πρόκληση αποδεικνύεται η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για συγκράτηση των τιμών στην αγορά. Οι στατιστικοί δείκτες μπορεί να δείχνουν «συγκράτηση» και «πτώση», αλλά οι ανατιμήσεις «ροκανίζουν» τα λαϊκά εισοδήματα

Για μερικούς τα εδέσματα που αποτελούν το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας είναι απολαυστικά. Για κάποιους άλλους απλώς αναγκαίο κακό, που πρέπει να σεβαστούν στα πλαίσια της παράδοσης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, το στρώσιμο του τραπεζιού είναι ένα αξιοσημείωτο κονδύλι για τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αυτό προκύπτει από το ρεπορτάζ του «Ρ» στην αγορά, που κατέγραψε τις τιμές στις νηστίσιμες νοστιμιές που καταναλώνονται κατά παράδοση την ημέρα αυτή. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι οι τιμές αυτές είναι ενδεικτικές και στην αγορά μπορεί κανείς να βρει μεγάλη ποικιλία τόσο σε τιμές όσο και σε ποιότητα. Το πλέον βέβαιο είναι ότι ενώ οι κυβερνώντες επαίρονται για την πτώση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, στην πραγματικότητα -στην αγορά, δηλαδή- οι ανατιμήσεις είναι σημαντικές, ροκανίζοντας στην πράξη τα λαϊκά εισοδήματα.

Η λαγάνα είναι ίσως το μόνο είδος στο οποίο οι αποκλίσεις από αρτοποιείο σε αρτοποιείο δεν είναι μεγάλες. Ετσι, φέτος θα πωλείται γύρω στις 700 δρχ., ενώ πέρσι πωλούνταν στις 680 δρχ.

Από τα θαλασσινά που περιλαμβάνονται στη λίστα των σαρακοστιανών βρήκαμε θράψαλα στις 800 δρχ. το κιλό (φρέσκα), και στις 1.000 δρχ. (κατεψυγμένα). Το φρέσκο χταπόδι αυτές τις μέρες πωλείται στην ψαραγορά της Βαρβακείου στις 1.600 - 2.200 δρχ., ενώ κατεψυγμένο στις 1.500 - 3.200 δρχ. Τα φρέσκα καλαμαράκια πωλούνται προς 1.500 - 1.800 δρχ. και τα κατεψυγμένα γύρω στις 1.400 δρχ. το κιλό. Περίπου στις ίδιες τιμές πωλούνται οι σουπιές οι φρέσκιες, καθώς είδαμε τιμές από 1.600 μέχρι 2.000, ενώ οι κατεψυγμένες πωλούνταν προχτές στις 1.800 δρχ. Οι γαρίδες , το έδεσμα της «αριστοκρατίας», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται λόγω της τιμής τους, κοστίζουν από 1.000 δρχ. η συσκευασία των 800 γραμμαρίων κατεψυγμένες, μέχρι και 4.500 δρχ. το κιλό, επίσης κατεψυγμένες, ενώ είδαμε φρέσκιες πολύ μικρές στις 1.500 δρχ. Τα μύδια, μόνο κατεψυγμένα, στη Βαρβάκειο πωλούνταν προς 1.500 δρχ.

Πάντως, από τα παραπάνω είδη τα περισσότερα πωλούνται και σε κονσέρβα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα κοστίσει φθηνότερα, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι όσο λιτά κι αν στρώσει κανείς το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας, δε θα βάλει κάτι παραπάνω από μία κονσέρβα. Οι τιμές και εδώ διαφέρουν, ανάλογα τη μάρκα και τη συσκευασία. Για παράδειγμα, η συσκευασία με χταπόδι των 100 γραμμαρίων κοστίζει ακόμα και 600 δρχ., ενώ τα 230 γρ. 932 δρχ., τα καλαμαράκια σε συσκευασία των 425 γρ. κοστίζει 446 δρχ. και τα 170 γρ. (τα πικάντικα) 437 δρχ. Οι γαρίδες κονσέρβα των 200 γρ. πωλούνται στις 485 δρχ.

Σαρακοστιανό τραπέζι χωρίς ταραμοσαλάτα δε στρώνουν ούτε εκείνοι που δεν την προτιμούν σαν γεύση. Εστω κι αν δεν είναι και το οικονομικότερο έδεσμα του τραπεζιού. Ο ταραμάς ο συνθετικός (κόκκινος) με χρώμα πωλείται προς 1.100 δρχ. το κιλό περίπου, ενώ ο λευκός σε τιμή «πολυτελείας» στις 4.000 δρχ. το κιλό. Βρήκαμε, όμως, και έτοιμη ταραμοσαλάτα σε συσκευασία των 450 γρ. στις 500 δρχ. και σε συσκευασία των 900 γρ. στις 850 δρχ.

Οι πίκλες, νοστιμότατες αλλά εξαιρετικά επικίνδυνες για τα ευαίσθητα στομάχια, πωλούνται χύμα προς 480 - 600 δρχ. το κιλό, οι πιπεριές τουρσί 600 δρχ. το κιλό και το μελιτζανάκι τουρσί γεμιστό στις 1.600 δρχ. το κιλό. Οι τιμές στις ελιές διαφέρουν ανάλογα με την ποικιλία. Πάντως, σε γενικές γραμμές οι Καλαμών πωλούνται προς 1.000 - 1.490 δρχ. το κιλό, οι Αμφισσας στις 1.200 και οι Θρούμπες στις 1.200 δρχ. το κιλό.

Το γλύκισμα που έχει την τιμητική του την Καθαρή Δευτέρα, ο χαλβάς, κοστίζει 1.300 δρχ. το κιλό με γεύση κακάο ή βανίλια και 1.400 με αμύγδαλα, ενώ ο Φαρσάλων πωλείται στις 1.850 - 1.950 δρχ. το κιλό.

Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα εδέσματα της ημέρας χρειάζονται πολλή προσοχή γιατί πολλά από αυτά είναι ευαλλοίωτα είδη.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ

ΑΛΙΕΙΑ
Μαύρο μέλλον για τους μικρομεσαίους ψαράδες

Πίσω απ' τα προεκλογικά «δολώματα» των μονομάχων του δικομματισμού κρύβεται η προδιαγεγραμμένη πορεία εξαφάνισης της παράκτιας και μέσης αλιείας.

Σε «πνιγμό» έχει καταδικάσει τους Ελληνες ψαράδες η συνειδητή πολιτική διάλυσης της αλιείας που ακολουθεί η κυβέρνηση, στα πλαίσια εφαρμογής των καταστροφικών κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η τραγική πραγματικότητα της ελληνικής αλιείας, είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα μιας εικοσαετούς δικομματικής πολιτικής άμεσα εξαρτημένης από τα Κοινοτικά Προγράμματα. Μιας πολιτικής που επιφυλάσσει «μαύρο» μέλλον γι' αυτό το κατεξοχήν παραδοσιακό επάγγελμα της Ελλάδας: Τη διάλυσή του.

Τα τελευταία χρόνια φάνηκαν πλέον καθαρά οι δραματικές συνέπειες της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής στα ζητήματα της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί από τη μια σ' ένα τεράστιο εργοτάξιο διάλυσης αλιευτικών σκαφών και από την άλλη σε ένα απέραντο «ιχθυοτροφείο», με αποτέλεσμα οι Ελληνες ψαράδες να αποτελούν «είδος προς εξαφάνιση».

Αυτό το «εθνικό έγκλημα» επιβεβαιώνουν και τα ίδια τα στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Γεωργίας. Σύμφωνα μ' αυτά: Στα τέλη του 1997, και ενώ εργάζονταν στον τομέα της θαλάσσιας συλλεκτικής αλιείας 42.000 άτομα, παρατηρείται μια μείωση του αλιευτικού στόλου κατά 6,6% και κατά 15% της ολικής του χωρητικότητας. Μάλιστα, σε ποσοστό 92% τα σκάφη αυτά ήταν κάτω των 10 μέτρων και αποτελούσαν μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα πως το «τσεκούρι» της κυβέρνησης και της ΕΕ στρέφεται προς τους μικρομεσαίους ψαράδες. Παράλληλα, ο όγκος της αλιευτικής παραγωγής σημειώνει μείωση από 192.000 τόνους το 1994 σε 160.000 τόνους περίπου το 1997, τη στιγμή που αντίστροφη είναι η εικόνα των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών τσιπούρας - λαυρακιού, η οποία σημειώνει αλματώδη ανάπτυξη και σήμερα πλησιάζει τους 40.000 τόνους.

Πολιτική εξαφάνισης

Η πορεία αυτή ασφαλώς και δεν είναι τυχαία, αλλά συνιστά το αποτέλεσμα της υλοποίησης των αντίστοιχων μέτρων της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας (ΕΠΑΛ), στόχος του οποίου είναι η δραστική μείωση του κοινοτικού αλιευτικού στόλου στο όνομα δήθεν της προστασίας των ιχθυοαποθεμάτων, μεταφράζεται για τη χώρα μας σε μείωση του αλιευτικού στόλου κατά 40% μέχρι το 2001. Ετσι, στα Πολυετή Προγράμματα Προσανατολισμού επιδιώχτηκε μείωση κατά 20% των μηχανοτρατών, 15% για τα σκάφη υπερπόντιας αλιείας και σταθεροποίηση των παράκτιων σκαφών και των γρι-γρι. Ολοι οι παραπάνω στόχοι, που συμπεριλήφθησαν στον κανονισμό 3699/93, έχουν ήδη επιτευχθεί από το 1996, ενώ η πολιτική παραπέρα μείωσης συνεχίζεται ακάθεκτα, με στόχο τη μείωση των παράκτιων σκαφών που αλιεύουν ξιφία και τόνο.

Και η τραγωδία δε σταματά εδώ. Με στόχο την υλοποίηση αυτών των εντολών, η κυβέρνηση «ύψωσε» ένα απροσπέλαστο τοίχος μπροστά στους ψαράδες, με μια σειρά διοικητικών εμποδίων που εξανεμίζουν το εισόδημά τους και επιταχύνουν τον αφανισμό τους. Λαμβάνοντας επιμέρους μέτρα όπως: Ο σημαντικός περιορισμός των ποσοτήτων αφορολόγητων καυσίμων, ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ, η ρύθμιση των χρεών τους και η άδικη φορολόγηση των σκαφών τους, η κυβέρνηση άσκησε και ασκεί διαρκώς και μεγαλύτερη πίεση πάνω στους μικρομεσαίους ψαράδες, εξαναγκάζοντάς τους να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον μακριά από την Αλιεία.

Συγκεκριμένα, με πρόσχημα την πάταξη του λαθρεμπορίου των υγρών καυσίμων, η κυβέρνηση περιόρισε σημαντικά τις ποσότητες των αφορολόγητων καυσίμων που δικαιούνται οι ψαράδες, με αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες - σε ορισμένες περιπτώσεις πλησιάζουν το 1/3 των αναγκών τους - να τις προμηθεύονται σε πολύ υψηλές τιμές, απαγορευτικές για την άσκηση του επαγγέλματός τους. Παρόμοιους περιορισμούς, όμως, δεν επέβαλε στους εφοπλιστές που παίρνουν αφορολόγητα καύσιμα, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την ταξική της πολιτική σε βάρος των ψαράδων. Ακόμα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για τους ψαράδες. Από τη μία τους κατατάσσει στο Μητρώο Αγροτών, τον ΟΓΑ, τον ΕΛΓΑ - κατατάσσοντάς τους σ' αυτές τις περιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα, όπως και τους αγρότες - και από την άλλη στο θέμα του ΦΠΑ προσπάθησε να τους κατατάξει στην κατηγορία των επιχειρηματιών. Ωστόσο, μετά τη σφοδρή αντίθεση των ψαράδων η κυβέρνηση έκανε ένα βήμα πίσω, θεωρώντας επιχειρηματίες τους ψαράδες με αλιευτικό σκάφος μεγαλύτερο των 12 μέτρων.

Μπροστά σ' αυτά τα αδιέξοδα, πολλοί ψαράδες οδηγήθηκαν βιαίως στην αγωνιώδη ζήτηση για ένταξη των σκαφών τους στη λίστα αναμονής για απόσυρση, με αποτέλεσμα χιλιάδες σκάφη να καταλήγουν να γίνουν... καυσόξυλα. Και αυτό γιατί, πλέον, η οριστική απόσυρση στη συνείδηση του κάθε ψαρά αποτελεί τη λυτρωτική του έξοδο απ' τα επαγγελματικά του αδιέξοδα.

Ενισχύουν τα μεγάλα «λαβράκια»

Οσο για τις υδατοκαλλιέργειες -για τις οποίες κάποιοι διακήρυτταν τη δεκαετία του '80 ότι θα αποτελέσουν την εναλλακτική λύση στην παρακμάζουσα αλιεία- μετά από 15 χρόνια πρακτικής εμπειρίας αποδεικνύεται πως η δραστηριότητα αυτή αναπτύσσεται με μοναδικό κριτήριο το κέρδος των ιδιοκτητών τους, που στην πλειοψηφία τους είναι μεγάλοι επιχειρηματίες οι οποίοι μάλιστα καρπώνονται τη «μερίδα του λέοντος» των κοινοτικών κονδυλίων.

Η ανάπτυξη αυτή εκτός, του ότι δημιούργησε σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, είχε σαν αποτέλεσμα την ιδιωτικοποίηση στην πράξη εκατοντάδων όρμων και θαλάσσιων περιοχών στις παράκτιες ζώνες, στις οποίες οι ιδιοκτήτες των ιχθυοτροφείων έχουν πλέον κυριαρχικά δικαιώματα στη διαχείριση του αλιευτικού πλούτου. Αυτό συνέβαλε στο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων ψαράδων, καθώς απαγορεύτηκε η αλίευση στις περιοχές των ιχθυοτροφείων, τη στιγμή που αυτές αποτελούν πόλο έλξης των ψαριών. Ανησυχητική είναι όμως και η γιγάντωση ενός περιορισμένου αριθμού τέτοιων επιχειρήσεων, με ταυτόχρονη μετατροπή των υπολοίπων σε επιχειρήσεις - δορυφόρους. Μια εικόνα που εμφανίστηκε στο παρελθόν και σε άλλους κλάδους (π.χ. η «κολιγοποίηση» των μικρομεσαίων πτηνοτρόφων δίπλα σε μεγάλες επιχειρήσεις).

Συρρίκνωση με πρόγραμμα

Το συμπέρασμα είναι ότι τα επί εικοσαετία επιβληθέντα Κοινοτικά Προγράμματα όχι μόνο δεν ανέπτυξαν την αλιεία αλλά, αντίθετα, την περιθωριοποίησαν και τη συρρίκνωσαν. Η συνολική προοπτική αυτής της εικόνας είναι ουσιαστικά η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης εκατοντάδων παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, ο μαρασμός της οικονομικής ζωής τους, η καθυπόταξη στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο των μικρομεσαίων αλιευτικών επιχειρήσεων, η διαρκής αύξηση των εισαγωγών αλιευτικών προϊόντων και η εκροή του ανάλογου συναλλάγματος. Εάν, λοιπόν, συνεχιστεί η πορεία της αλιείας στον «αυτόματο πιλότο» των Κοινοτικών Προγραμμάτων, τραγική κατάληξη θα είναι η δραματική αλλαγή σκηνικού στις ελληνικές θάλασσες, με κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των θαλάσσιων περιοχών και του κοινωνικού χαρακτήρα και ρόλου της αλιείας, με συνέπεια να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εικόνα ελάχιστων επαγγελματιών ψαράδων, υπαλλήλων αλιευτικών εταιριών.

Καθαρές ερωτήσεις καθαρές απαντήσεις

Καταιγισμός, κατά παραγγελίαν, δημοσκοπήσεων αυτόν το καιρό, που άλλοι αμφισβητούν, άλλοι δυσπιστούν, ως προς την ακρίβειά τους - όταν δεν τους συμφέρει - ενώ άλλοι κρίνουν ανεπαρκή την επιστημονική βάση της έρευνας, την πληθυσμιακή έκταση και σύνθεση, τα μαθηματικά πρότυπα αναγωγής στο σύνολο και την ανταπόκρισή τους προς τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και τους αστάθμητους παράγοντες.

Αυτή είναι, ίσως, και η κυριότερη αδυναμία τους, και, ανεξάρτητα από την επιβεβαίωση, ή, τη διάψευση των προβλέψεών τους στην κάλπη, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ποσοστιαία συν και πλην - που, άλλωστε, μεταβάλλονται κατά την πορεία προς τις εκλογές - δεν καταγράφουν μόνο τις τάσεις του εκλογικού σώματος, αλλά ασκούν και σοβαρή επίδραση στη διαμόρφωση ψυχολογίας υπέρ της μιας, ή της άλλης πλευράς. Τελείως βέβαια διαφορετική είναι η δημοσκόπηση, αμέσως μετά την ψηφοφορία (έξιτ Πολ).

Οι εταιρίες δημοσκοπήσεων - και χωρίς καμιά αμφισβήτηση του έργου τους - διατηρούν πάντοτε επιφυλάξεις - με βάση, ένα προβλεπόμενο συν - πλην, στατιστικής προσέγγισης, όπως και τις συγκυριακές μεταβολές στη στάση των αναποφάσιστων, των λευκών και των άκυρων, που, όμως, πολλές φορές μπορούν να καθορίσουν αποφασιστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.

Στη χειραγωγούμενη και ντοπαρισμένη εκλογική αρένα, εκτός από σοβαρούς παράγοντες, όπως η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και οι διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς, ακόμα και τα ευτράπελα του «μπάρμαν» προέδρου, είτε η γραβάτα και οι φακίδες του αντιπάλου του, μπορεί να επιδράσουν στο παραζαλισμένο κοινό και να αποτελέσουν αντικείμενο ...μέτρησης. Διαφορετικά, όμως, θα ήταν τα αποτελέσματα, αν, για παράδειγμα, υπήρχαν καθαρά και ξάστερα ερωτήματα, όπως: Σας ρώτησαν ποτέ, αν είσαστε σύμφωνοι με το Μάαστριχτ, Αμστερνταμ, ΟΝΕ πορεία; Είσαστε ευχαριστημένοι από την οικονομική πολιτική; Εχετε ανέργους και «απασχολήσιμους» στην οικογένεια; Βλέπετε προοπτική με τη «διατηρησιμότητα» της ίδιας πολιτικής; ψηφίζετε αυτήν την πολιτική για να γίνει σκληρότερη; Ψηφίζετε τα ΝΑΤΟικά δόγματα αγριότητας; Ψηφίζετε το θεσμοθετούμενο περιορισμό των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων; Κλπ., κλπ. Αν η απάντησή σας είναι ΝΑΙ, τότε χαλκεύετε τα δεσμά σας.


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ

Πληθωρισμός και μισθοί

Ηκυβέρνηση Σημίτη και το οικονομικό της επιτελείο περηφανεύονται για την οικονομική πολιτική που εφάρμοσαν τα τελευταία χρόνια μέχρι σήμερα, γιατί όπως υποστηρίζουν με τη συγκεκριμένη πολιτική κατάφεραν και να... αυξήσουν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων (!) και να εκπληρώσουν το στόχο της «σύγκλισης» της Ελλάδας με την ΕΕ. Ναι, έτσι λένε, οι αθεόφοβοι. Και δεν κοκκινίζουν. Παραθέτουν μάλιστα και «εθνικολογιστικά» στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, από τον Οκτώβρη του 1993, που επανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία - και ειδικότερα από το 1996 και μετά, που την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας ανέλαβαν οι «εκσυγχρονιστές», με επικεφαλής τον καθηγητή (πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ) Κ. Σημίτη - τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό πάνω από 1%-1,5%!

Εμείς, θα αποφύγουμε την παράθεση πολλών αριθμών και θα αρκεστούμε στην παράθεση μόνο δύο επίσημων στοιχείων, που βεβαιώνουν με το δικό τους τρόπο το μέγεθος της λεηλασίας των λαϊκών εισοδημάτων.

Πρώτον, το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο μεροκάματο - όπως προκύπτει από τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) των εργαζομένων (ΓΣΕΕ) και των εργοδοτών (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ)- αυξήθηκε στην περίοδο από 1η Ιούλη 1996 μέχρι σήμερα κατά 17,8%, ενώ στο ίδιο διάστημα ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 13,1%. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει μια πραγματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης όσων αμείβονται με το κατώτατο μισθό ή μεροκάματο κατά 3,7% για τα 4 χρόνια ήτοι μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,9%.

Δεύτερον, το γεγονός ότι στην τελευταία τετραετία οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα ένιωσαν πολύ έντονα τη φορολογική αφαίμαξη των ισχνών εισοδημάτων τους. Στα χρόνια αυτά είχαμε μια έντονη υπερφορολόγηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας και της κατάργησης των φοροαπαλλαγών σε «μη έχοντες και μη κατέχοντες». Ετσι, η όποια αύξηση προέκυψε για τα εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων από την εισοδηματική πολιτική, την πήρε πίσω η κυβέρνηση με τη φορολογική πολιτική και μάλιστα στο πολλαπλάσιο. Του λόγου το αληθές βεβαιώνουν και τα αναλυτικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, που δείχνουν πως ο φόρος εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων αυξάνεται κάθε χρόνο με ρυθμό πολλαπλάσιο της ονομαστικής αύξησης των μισθών και συντάξεων.

Στην ουσία, με τα στοιχεία αυτά που παραθέτουν, έρχονται να επιβεβαιώσουν - για μια ακόμη φορά - τη γνωστή ρήση ότι «στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και ο λαός υποφέρει». Τη δραματική πτώση που σημειώθηκε στην αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων με τις εισοδηματικές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας - και όχι μόνο - την ένιωσε και συνεχίζει να τη νιώθει η συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών και συνταξιούχων, που χρόνο με το χρόνο νιώθουν το πορτοφόλι τους να αδειάζει ταχύτερα και το καλάθι της εργαζόμενης νοικοκυράς να γίνεται όλο και πιο ελαφρύ. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, την οποία προσπαθεί να παρακάμψει η κυβέρνηση Σημίτη, είτε προβάλλοντας αστήρικτους ισχυρισμούς περί δήθεν αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων είτε ομολογώντας δειλά - δειλά πως η «σύνθλιψη» των λαϊκών εισοδημάτων ήταν το μεγάλο τίμημα που πλήρωσαν μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι (μισθωτοί, άνεργοι, συνταξιούχοι, αγρότες, ΕΒΕ) για να εκπληρωθεί ο «εθνικός στόχος» ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ και ότι τώρα (που η Ελλάδα είναι στον προθάλαμο της ΟΝΕ) είναι η ώρα για να... δρέψουν οι εργαζόμενοι τους καρπούς των θυσιών τους!

Ομως, με υποσχέσεις και «θα» οι εργαζόμενοι δε χορταίνουν. Το «φτάνει πια», που βγαίνει όλο και πιο συχνά από τα χείλη της συντριπτικής πλειοψηφίας του εργαζόμενου ελληνικού λαού, μπορεί και πρέπει να εκφραστεί και με την ψήφο τους στις 9 Απρίλη. Μια ψήφος που θα τιμωρεί την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και όλους εκείνους που στήριξαν δημόσια ή σιγοντάρισαν τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ και θα επιβραβεύει όλους όσοι αγωνίστηκαν για την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων με πολιτικές που θα διανέμουν και αναδιανέμουν τον πλούτο προς όφελος των εργαζομένων. Γιατί αποτελεί κοινό μυστικό ότι - όπως λέει και ο λαός μας - «ο φόβος φυλάει τα έρμα», που - σε προεκλογικές περιόδους - σημαίνει το εξής: Οσο λιγότερες ψήφους πάρουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ (που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία) και όσοι θεωρούν «μονόδρομο» την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, με πρόσχημα την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, τόσο θα αυξηθούν οι προϋποθέσεις για μια πιο φιλολαϊκή πολιτική που υποστηρίζεται από το ΚΚΕ και άλλες πολιτικές - κοινωνικές δυνάμεις.

Ναι, οι εργαζόμενοι μπορούν και με την ψήφο τους να «σπάσουν τον τσαμπουκά» του τύπου «κυβέρνηση είμαστε και κάνουμε ό,τι θέλουμε». Ενας ιδιότυπος και προκλητικός «τσαμπουκάς», που εκφράστηκε αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια από τον πρωθυπουργό και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ με αλαζονικές δηλώσεις του τύπου «μας ψήφισε ο λαός να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας» και τον ακούσαμε κατά τη διάρκεια μεγάλων αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργατοϋπαλλήλων, των αγροτών, των συνταξιούχων και άλλων μεγάλων τμημάτων από τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Για να μην ξανακούσουμε το ίδιο προκλητικό επιχείρημα, που συνοψίζεται στο «αφού μας ψηφίσατε, τώρα μπορούμε να σας αλλάξουμε τα φώτα», είναι ανάγκη το ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ, ως εδώ και μη παρέκει, να εκφραστεί με την καταψήφιση των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που στηρίζουν με χέρια και με πόδια αυτή την αντιλαϊκή πολιτική.


Λ. Τ.

Το αυριανό ωράριο

Ανοιχτά θα παραμείνουν αύριο Καθαρά Δευτέρα, από τις 8 το πρωί μέχρι και τις 3 το μεσημέρι τα παντοπωλεία, ενώ μέχρι τις 2 το μεσημέρι οι φούρνοι θα διαθέτουν την παραδοσιακή λαγάνα.

Τα σούπερ μάρκετ στην Αθήνα θα παραμείνουν κλειστά, ενώ τα σούπερ μάρκετ της επαρχίας θα λειτουργήσουν με βάση τα τοπικά ωράρια.

«Απαγκίστρωση» με αγωνιστική ψήφο

Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, καθώς η αλιεία σε μια χώρα με τρισχιλιετή αλιευτική και ναυτική παράδοση, αξίζει οπωσδήποτε ένα μέλλον αντάξιο του παρελθόντος της. Για να σωθεί η αλιεία απαιτείται μια εθνική πολιτική απεξαρτημένη απ' τη μακροχρόνια νάρκωση, που έχει επιβληθεί μέσω Κοινοτικών Προγραμμάτων.

Η ανάπτυξη του τομέα της αλιείας πρέπει να υπακούει στις βασικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της χώρας και των επιμέρους περιοχών της με αλιευτικό ενδιαφέρον. Να αναπτύσσεται στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδίου, που θα δίνει τη δυνατότητα εξασφάλισης της συνέχειας και της προοπτικής του θαλάσσιου οικοσυστήματος, μακριά από τις αντιλήψεις υπεραλίευσης, υπερεκμετάλλευσης και εξάντλησης των ιχθυοαποθεμάτων μπροστά στο κυνήγι του κέρδους.

Η ανάπτυξη αυτή θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη και λειτουργία παραγωγικών αλιευτικών συνεταιρισμών, οι οποίοι μπορούν να εξασφαλίσουν τη συλλογικότητα στην εκμετάλλευση, την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ψαράδες, τη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, την άμβλυνση των συνεπειών της επίθεσης του μεγάλου κεφαλαίου που στρέφει διαρκώς το ενδιαφέρον του στον τομέα.

Ολα αυτά, θα πρέπει να ενταχθούν σε μια συνολική πολιτική που θα έχει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της το μικρομεσαίο αγρότη και ψαρά, δίπλα στους άλλους εργαζόμενους της χώρας. Γι' αυτό το λόγο η ενίσχυση του ΚΚΕ στις επικείμενες εθνικές εκλογές μπορεί να βοηθήσει να αποτραπούν οι πολιτικές των κομμάτων του ευρωενωσιακού προσανατολισμού (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ)και να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός μεγάλου αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού μετώπου που θα θέλει και θα μπορεί να αντισταθεί στα αντιλαϊκά και αντιαγροτικά κυβερνητικά και κοινοτικά μέτρα.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ