ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Δεκέμβρη 1997
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αυξήσεις 83% πήραν οι βουλευτές!

Σε ετήσια βάση, οι αποδοχές των βουλευτών καθώς επίσης και των υπουργών - υφυπουργών και άλλων παρατρεχάμενων της εξουσίας, αναμένεται να αυξηθούν το 1998 πάνω από 24%, ποσοστό που είναι δεκαπλάσιο των αυξήσεων (2,5%), που αποφάσισε να δώσει η κυβέρνηση στους μισθωτούς και συνταξιούχους του δημοσίου

Η μεγάλη πλειοψηφία των 300 της Βουλής - που αποκαλούνται και "εθνοπατέρες" - φροντίζει κάθε φορά, να μη θίγονται οι αποδοχές των βουλευτών από την οικονομική πολιτική μονόπλευρης λιτότητας που εφαρμόζεται τα 11 τελευταία χρόνια, τόσο από τις κυβερνήσεις της ΝΔ όσο και του "παλιού" και "νέου" ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο οι αποδοχές των βουλευτών (εν ενεργεία και συνταξιούχων) αυξάνονται με ρυθμούς πάνω από τον πληθωρισμό, όπως και τα κέρδη των μεγάλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων, ενώ, αντίθετα, οι εργαζόμενοι, μισθωτοί και συνταξιούχοι βιώνουν τις συνέπειες της "γαλαζοπράσινης" εισοδηματικής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας. Το ίδιο αναμένεται να επαναληφθεί και το 1998, που ενώ οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου ορίστηκαν σε 2,5% (το σύνολο των αποδοχών θα αυξηθεί λιγότερο καθώς η αύξηση θα υπολογιστεί μόνο σε ένα τμήμα τους), η αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης θα εκτιμάται ότι θα φτάσει ή και θα ξεπεράσει - σε ετήσια βάση - το 24%.

Για την εξέλιξη αυτή, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν οι ίδιοι οι βουλευτές, από την κρίση των οποίων περνά τόσο ο γενικός κρατικός προϋπολογισμός (που περιλαμβάνει μέτρα και πολιτικές για το σύνολο της οικονομίας και που αφορούν το σύνολο του ελληνικού λαού) όσο και ο προϋπολογισμός της Βουλής(που αφορά μόνο τη λειτουργία του ελληνικού κοινοβουλίου και τις αποδοχές των βουλευτών). Ετσι, η πλειοψηφία των βουλευτών, ενώ ψηφίζει ή ανέχεται την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού που μειώνει τα λαϊκά εισοδήματα, την ίδια ώρα υπεραμύνεται και υπερψηφίζει προϋπολογισμούς της Βουλής, που κάθε χρόνο προβλέπουν πραγματικές αυξήσεις στη βουλευτική αποζημίωση, αναδρομικά κλπ. Στην ουσία δηλαδή, το οικονομικό επιτελείο της εκάστοτε κυβέρνησης (υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς και οι κάθε είδους παρατρεχάμενοι της εξουσίας) μαζί με τους βουλευτές, ενώ ψηφίζουν προϋπολογισμούς σκληρής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας για τους εργαζόμενους, φροντίζουν να αυτοεξαιρεθούν από τα μέτρα λιτότητας, ψηφίζοντας με τον προϋπολογισμό της Βουλής αξιόλογες αυξήσεις στις κάθε είδους αποδοχές τους.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το ΚΚΕ, διαχώριζε πάντα τη θέση του, επισημαίνοντας, προτείνοντας οι αυξήσεις των αποδοχών των βουλευτών να είναι ανάλογες με τις αυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών και συνταξιούχων, που αποφασίζει η κυβέρνηση με την εισοδηματική της πολιτική. Με το ίδιο σκεπτικό, το ΚΚΕ, καταψήφισε φέτος (μαζί με το ΔΗ ΚΚΙ) την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης για το 1998 κατά 24% τουλάχιστον, που προβλέπει ο προϋπολογισμός της Βουλής. Αλλά και πάλι, η μεγάλη πλειοψηφία των "εθνοπατέρων" απέρριψε το ενδεχόμενο να μειωθούν - όσο και τα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων - οι βουλευτικές αποζημιώσεις, λειτουργώντας με το σκεπτικό "αν δε στηρίξεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει"!

Πριν περάσουμε στη σύγκριση των στοιχείων, που δείχνουν ότι σε περίοδο που τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων μειώνονται, παράλληλα αυξάνονται οι πραγματικές αποδοχές των βουλευτών, θα πρέπει σκιαγραφήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο υπολογίζονται και αυξάνονται οι αποδοχές: α) των υπουργών και υφυπουργών, β) των εν ενεργεία βουλευτών, γ) η σύνταξη των βουλευτών.

Με βάση το Ζ Ψήφισμα της Βουλής του έτους 1975, ορίστηκε ότι:

  • Η μηνιαία βουλευτική αποζημίωση,είναι ίση με το σύνολο των κάθε είδους αποδοχών του ανώτατου δικαστικού λειτουργού (Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, Αρείου Πάγου, Ελεγκτικού Συνεδρίου).
  • Η βουλευτική σύνταξη,που επίσης καταβάλλεται κάθε μήνα, υπολογίζεται σαν ποσοστό επί της βουλευτικής αποζημίωσης και είναι μεγαλύτερη από τη σύνταξη του ανώτατου δικαστικού λειτουργού.
Μηνιάτικες αποδοχές περίπου 2.000.000 δραχμές

Οι αποδοχές των υπουργών, υφυπουργών και βουλευτών ξεπερνούν ήδη τα 2 εκατομμύρια δραχμές το μήνα (καθαρά γύρω και πάνω από 1,5 εκατομμύρια δραχμές το μήνα!) και με την αύξηση που προβλέπει ο προϋπολογισμός της Βουλής για το 1998, ο οποίος υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ της ΝΔ και του ΣΥΝ. Ας δούμε, όμως, πώς υπολογίζεται η βουλευτική αποζημίωση.Με βάση το νέο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, που ψηφίστηκε φέτος και ισχύει από το φθινόπωρο του 1997,οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου αυξήθηκαν σημαντικά και διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.428.000 δραχμών το μήνα. Η αύξηση των αποδοχών των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ώθησε στα ύψη και τη βουλευτική αποζημίωση, η οποία αυξήθηκε κατά 83%, καθώς ανέβηκε από 780.000 δραχμές στο ποσό των 1.428.000 δραχμών!

Αν νομίζετε ότι η μηνιαία βουλευτική αποζημίωση, είναι μόνο 1.428.000 δραχμές, κάνετε λάθος. Κι αυτό γιατί, το ποσό των 1.428.000 δραχμών προσαυξάνεται με τα εξής ποσά (ατέλειες τα λένε):

α) "Ταχυδρομικά τέλη" 100.000 δραχμές κάθε μήνα, που διατίθενται για την κάλυψη των εξόδων αλληλογραφίας των βουλευτών.

β) "Εξοδα κίνησης", που κυμαίνονται από 50.000 και φτάνουν τις 120.000 δραχμές το μήνα, ανάλογα με το πόσο απέχει από την Αθήνα η εκλογική περιφέρεια του βουλευτή.

γ) "Εξοδα οργάνωσης και λειτουργίας γραφείου" σαν ποσοστό (20% και 25%) επί της βουλευτικής αποζημίωσης. Συγκεκριμένα, οι μεν βουλευτές Επικρατείας, Α και Β Αθήνας και Πειραιά εισπράττουν κάθε μήνα 285.600 δραχμές (20%) και οι υπόλοιποι βουλευτές 357.000 δραχμές (25%). Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι πέρσι και μέχρι και την έναρξη ισχύος του νέου μισθολογίου των δικαστών(φέτος) τα παραπάνω ποσά ήταν 155.949 και 194.937 δραχμές αντίστοιχα.Αυξήθηκαν δηλαδή από φέτος το Φθινόπωρο, που ισχύει το νέο μισθολόγιο των δικαστών, κατά 83,1%!

Από τα παραπάνω μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ότι η βουλευτική αποζημίωση, αυξήθηκε από 1.086.000 και 1.194.000 δραχμές το μήνα (ανάλογα αν ήταν βουλευτής που εκλέγεται στην Αθήνα ή την περιφέρεια) που ήταν μέχρι το καλοκαίρι του 1997 σε 1.863.000 και 2.005.000 δραχμές αντίστοιχα. Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 68% (!)

Ομως, το ποσό που εισπράττουν οι βουλευτές κάθε μήνα, είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς προσαυξάνεται με το ποσό που εισπράττουν σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή τους σε διάφορες συνεδριάσεις σε επιτροπές της Βουλής.Ετσι για κάθε συμμετοχή του σε συνεδριάσεις επιτροπών της Βουλής, ο βουλευτής εισπράττει 71.400 δραχμές. Δηλαδή, αν ένας βουλευτής μετέχει σε μια μέρα σε 2 συνεδριάσεις επιτροπών της Βουλής, θα εισπράξει 142.800 δραχμές και εννοείται πως σε όσο περισσότερες συνεδριάσεις επιτροπών της Βουλής μετέχει το μήνα τόσο μεγαλύτερη είναι η βουλευτική του αποζημίωση. Να σημειωθεί, ότι μέχρι το Δεκέμβρη του 1996 η αποζημίωση του βουλευτή για κάθε συμμετοχή του σε συνεδρίαση επιτροπής της Βουλής, ήταν 38.984 δραχμές!

Ετσι, αν προσθέσουμε στο ποσό των 1.863.000 και 2.005.000 δραχμών αντίστοιχα που ανέρχεται το ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης με τα ταχυδρομικά τέλη και τα έξοδα γραφείου και τη συμμετοχή του - κατά μέσο όρο - σε 20 συνεδριάσεις επιτροπών της Βουλής κάθε μήνα, τότε οι συνολικές του αποδοχές ανέρχονται στο ποσό των 3.291.000 και 3.433.000 δραχμές αντίστοιχα.

Οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης, είναι ακόμη μεγαλύτερες από των βουλευτών καθώς εισπράττουν τη βουλευτική αποζημίωση κατά 30% και 20% αντίστοιχα ο υπουργός και υφυπουργός (αν είναι βουλευτές) ή κατά 20% και 10% (αν δεν είναι βουλευτές). Με τέτοια υπέρογκα ποσά που εισπράττουν, επίσημα και νόμιμα, κάθε μήνα οι άνθρωποι της εξουσίας, πώς να μην υπεραμύνονται της εισοδηματικής πολιτικής λιτότητας του 2,5% για τους πληβείους που είναι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι;

Σύγκλιση σε όλα, εκτός από τους μισθούς

Τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δείχνουν ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αποτελεί μόλις το 38,6% του κατώτατου μισθού του Λουξεμβούργου

Η "γαλαζοπράσινες" εισοδηματικές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας των τελευταίων 5 ετών, δικαιολογήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, με το στερεότυπο επιχείρημα ότι το πλαίσιο μέτρων και πολιτικών που επιτάσσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ "είναι μονόδρομος" για να συγκλίνει η ελληνική οικονομία, αλλά και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων με τις οικονομίες και το βιοτικό επίπεδο των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ όμως, οι εργαζόμενοι πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν ακόμη τις αντιλαϊκές συνέπειες της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του "προγράμματος σύγκλισης" που εφαρμόστηκε με ευλαβική συνέπεια από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ - τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους χαμηλούς μισθούς των Ελλήνων σε σχέση με τους υψηλούς μισθούς των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης - δεν υπήρξε καμιά απολύτως "σύγκλιση".

Του λόγου το αληθές, επιβεβαιώνουν δύο δείκτες που καταρτίζουν οι στατιστικές υπηρεσίες των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Eurostat), με βάση τα επίσημα στοιχεία που τους τροφοδοτούν οι κυβερνήσεις και οι στατιστικές υπηρεσίες κάθε χώρας - μέλους της Κοινότητας χωριστά. Ο πρώτος δείκτης έχει να κάνει με τους κατώτατους μισθούς που προβλέπεται από τις εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (σύστημα κατώτατων μισθών ισχύει μόνο σε 7 από τις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ) και ο δεύτερος είναι ο δείκτης αγοραστικής δύναμης (SPA).

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, που δόθηκαν στη δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη, προκύπτει:

  • Ο κατώτατος μισθός υπαλλήλων και εργατών που ισχύει στην Ελλάδα, είναι ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΕ που ισχύει σύστημα κατώτατου μισθού, με εξαίρεση την Πορτογαλία, η οποία βρίσκεται στην τελευταία θέση.Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός των υπαλλήλων και εργατών, είναι:
  • 334 ECU στην Πορτογαλία.
  • 440 ECU (περίπου 138.000 δραχμές) στην Ελλάδα.
  • 469 ECU στην Ισπανία.
  • 988 ECU στη Γαλλία.
  • 1.011 ECU στην Ολλανδία.
  • 1.055 ECU στο Βέλγιο και
  • 1.141 ECU στο Λουξεμβούργο.

Από τα παραπάνω, είναι φανερό, ότι στην ουσία διατηρείται το χάσμα που χωρίζει τον κατώτατο μισθό των Ελλήνων υπαλλήλων και εργατών με εκείνο των πλουσιότερων χωρών της Ευρώπης, καθώς ο κατώτατος μισθός των Ολλανδών, των Λουξεμβουργιανών και των Ολλανδών, είναι σχεδόν τριπλάσιος από τον κατώτατο μισθό των Ελλήνων.

Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από το δείκτη αγοραστικής δύναμης - αφορά μόνο τους υπαλλήλους, όχι όμως και τους εργάτες - των ίδιων με τις παραπάνω 7 χώρες - μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ο SPA (δείκτης αγοραστικής δύναμης),το 1997, ήταν:

  • 501 μονάδες για την Πορτογαλία.
  • 555 μονάδες για την Ελλάδα.
  • 580 μονάδες για την Ισπανία.
  • 945 μονάδες για τη Γαλλία.
  • 1.025 μονάδες για την Ολλανδία.
  • 1.079 μονάδες για το Βέλγιο και
  • 1.094 μονάδες για το Λουξεμβούργο.

Οι μεγάλες διαφορές τόσο στην αγοραστική δύναμη όσο και στους κατώτατους μισθούς των Ελλήνων με την αγοραστική δύναμη και τους μισθούς των εργατοϋπαλλήλων στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες - μέλη της ΕΕ, δεν πρόκειται να "συγκλίνουν" ούτε το 1998. Με τη... γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική του 2,5% που εξάγγειλε η κυβέρνηση είναι βέβαιο ότι αντί για "σύγκλιση" στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εργαζομένων θα έχουμε παραπέρα απόκλιση...

Αυτόν τον προϋπολογισμό ποιος θα τον ψηφίσει;

Αρχίζει την ερχόμενη Τρίτη στην Ολομέλεια της Βουλής, η συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού για το 1998, που όχι μόνο διατηρεί αλλά ενείνει όλα τα βασικά αντιλαϊκά χαρακτηριστικά των προηγούμενων ετών (φορομπηχτικός, κοινωνικά άδικος, υπεραισιόδοξος, πλασματικός). Και ο νέος προϋπολογισμός, που κινείται στον αστερισμό της μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόζεται τουλάχιστον τα τελευταία 11 χρόνια και του Μάαστριχτ, διευρύνει την κοινωνική ανισότητα σε βάρος των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, ενώ παράλληλα διατηρεί τα προνόμια και την ασυδοσία για το μεγάλο κεφάλαιο και όλους εκείνους που νέμονται τα "αγαθά" της εξουσίας.

Ενδεικτικά από αυτή την άποψη, είναι και τα εξής στοιχεία:

Πρώτον, η ισχνή τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας που αποφασίστηκε να γίνει μετά από το "πάγωμα" 5 ετών, δεν αλλοιώνει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος. Ετσι και το 1998, οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, που παραμένουν τα υποζύγια του προϋπολογισμού, καθώς και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, θα κληθούν και πάλι να πληρώσουν τη "μερίδα του λέοντος" από τα 1.000 περίπου δισ. δραχμές πρόσθετους φόρους που προσδοκά να εισπράξει η κυβέρνηση.

Δεύτερον, με πρόσχημα την κρίση δραχμής - επιτοκίων και την "αντοχή της οικονομίας", η κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να περιορίσει σε μόλις 2,5% την εισοδηματική πολιτική του 1998 για το δημόσιο τομέα, με ευχές και συστάσεις να γίνει το ίδιο και στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για τη χειρότερη εισοδηματική πολιτική της τελευταίας 25ετίας (με εξαίρεση εκείνη της κυβέρνησης ΝΔ το 1992 με τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων 0% + 0%= 14%!), που όμως κρίνεται "αναγκαία" για να συνεχιστεί η προκλητική αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Ομως - όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιεύουμε σήμερα - η οικονομία "αντέχει" για παχυλές αυξήσεις στις αποδοχές των βουλευτών (πάνω από 24%), οι οποίες εγκρίθηκαν με την ψήφο των βουλευτών ΟΛΩΝ των πολιτικών κομμάτων - ΠΛΗΝ ΚΚΕ και ΔΗΚΚΙ - που μεθαύριο θα ψηφίσουν την εισοδηματική πολιτική του... 2,5% για το δημόσιο τομέα.

Τρίτον, συνεχίζεται και το 1998, ο σφαγιασμός των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα (επιχορηγήσεις σε κοινωνικούς φορείς, ιδρύματα πρόνοιας, στη γεωργία κλπ), ενώ παράλληλα σχεδιάζεται και νέα αύξηση των δαπανών του κράτους προς το μεγάλο κεφάλαιο με τη "βελτίωση" των παρεχόμενων προνομίων που δίνονται στους μεγαλοεπιχειρηματίες σαν... κίνητρα για να κάνουν επενδύσεις, να αυξήσουν τις εξαγωγές και γενικότερη να συμβάλλουν στην ανάπτυξη.

Κι όμως, είναι - σχεδόν - βέβαιο, ότι και αυτός ο προϋπολογισμός, με όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του (είτε αναπαράγει τα αδιέξοδα, είτε αναζητεί την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων της οικονομίας επιβάλλοντας μονόπλευρες θυσίες στους εργαζόμενους), θα υπερψηφιστεί. Τα μεσάνυχτα της ερχόμενης Κυριακής, που θα τεθεί για ψηφοφορία στη Βουλή, θα γίνει νόμος του κράτος με την ψήφο ΟΛΩΝ των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, όπως θα ψηφιζόταν και από τους βουλευτές της ΝΔ, αν στην κυβέρνηση ήταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι όποιες διαφοροποιήσεις σε επιμέρους ζητήματα - που εκτιμάται ότι μπορεί να εκδηλωθούν από διαφόρους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ - δεν αποτελούν εμπόδιο στο να γίνει νόμος του ελληνικού κράτους ένας ακόμη αντιλαϊκός κρατικός προϋπολογισμός, η εφαρμογή του οποίου, όμως, μπορεί να παρεμποδιστεί από τους αγώνες των εργαζομένων.

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ