Εντείνεται το δράμα του σουδανικού λαού
Copyright 2023 The Associated |
Ερείπια σε συνοικία του Χαρτούμ, μετά από επίθεση την περασμένη Πέμπτη |
Η ένοπλη σύγκρουση στο Σουδάν μεταξύ των δυνάμεων των δύο ηγετών της στρατιωτικής δικτατορίας, ξεκίνησε στις 15 Απρίλη, ως αποτέλεσμα των έντονων ενδοαστικών αντιθέσεων στη χώρα, που συνδέονται άρρηκτα με τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην Αφρική.
Το τελευταίο διάστημα έχουν ανακοινωθεί μια σειρά συμφωνίες εκεχειρίας, οι οποίες ωστόσο παραβιάζονται συστηματικά.
Οι νεκροί από τις συγκρούσεις υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τους 1.800 (σύμφωνα με εκτίμηση της ΜΚΟ ACLED), εκ των οποίων τουλάχιστον 500 σκοτώθηκαν μέσα στις πρώτες βδομάδες των συγκρούσεων στο Νταρφούρ του δυτικού Σουδάν.
Οι τραυματίες υπολογίζονται σε αρκετές χιλιάδες, εκ των οποίων πολλοί αδυνατούν να βρουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς τα περισσότερα νοσοκομεία κατέρρευσαν μέχρι τις αρχές Μαΐου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη Πέμπτη το υπουργείο Υγείας του Σουδάν ανακοίνωσε το κλείσιμο 9 νοσοκομείων στην πολιτεία Τζαζίρα, η οποία γειτονεύει με το νότιο Χαρτούμ και έχει υποδεχτεί δεκάδες χιλιάδες οικογένειες εκτοπισμένων. Τα νοσοκομεία έκλεισαν «εξαιτίας της παρουσίας των παραστρατιωτικών, που απειλούν το προσωπικό και τον εφοδιασμό» αυτών των δομών Υγείας, ανακοινώθηκε.
Υπολογίζεται από οργανώσεις των γιατρών ότι πάνω από τα 3/4 των νοσοκομείων στις εμπόλεμες ζώνες έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Τα υπόλοιπα καλούνται να αντεπεξέλθουν με το υλικό τους σχεδόν εξαντλημένο και χωρίς καν να μπορούν να βάλουν μπρος τις γεννήτριες, ελλείψει καυσίμων.
Την ώρα που ένοπλοι από τις αντιμαχόμενες πλευρές συγκρούονται μέσα σε πόλεις και στην επαρχία και επιδίδονται σε λεηλασίες και εμπρησμούς σπιτιών και επιχειρήσεων, οι εκτοπισμένοι άμαχοι σε διάφορες περιοχές του Σουδάν ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο, ενώ πάνω από 350.000 έχουν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς σε γειτονικές χώρες.
Την Πέμπτη η Λόρα Λο Κάστρο, εκπρόσωπος της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στο Τσαντ, ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των νέων προσφύγων από το Σουδάν στο Τσαντ ξεπέρασε το όριο των 100.000 από τις 15 Απριλίου.
«Εκτιμούμε ότι έως 200.000 άνθρωποι» επιπλέον μπορεί να αναγκαστούν «να διαφύγουν στο Τσαντ κατά τους επόμενους τρεις μήνες», προειδοποίησε, προσθέτοντας ότι η πλειονότητα των προσφύγων αυτών «προέρχονται από το Νταρφούρ», που είναι κοντά στα σύνορα.
Χαρακτηριστικές της προοπτικής παραπέρα κλιμάκωσης είναι οι εκκλήσεις των τοπικών αρχών του Νταρφούρ στους αμάχους να πάρουν όπλα, όπως και συνολικά οι κλήσεις σε απόστρατους και εφέδρους από τον στρατό του Σουδάν.
Σε μια χώρα με τεράστια ποσοστά φτώχειας και υποσιτισμού ήδη πριν τον πόλεμο, νεότερα στοιχεία της UNICEF αναφέρουν ότι πάνω από 13,6 εκατομμύρια παιδιά χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια, εκ των οποίων 620.000 βρίσκονται σε κατάσταση οξέος υποσιτισμού και τα μισά απ' αυτά μπορεί να πεθάνουν, αν δεν βοηθηθούν εγκαίρως.
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι πλέον τα 25 από τα 45 εκατομμύρια των Σουδανών έχουν ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια, ωστόσο οι συνεχείς παραβιάσεις της εκεχειρίας δεν επιτρέπουν την ομαλή διανομή της.
Σε ένα τέτοιο φόντο, οι ΗΠΑ, που ενδιαφέρονται να ενισχύσουν τη θέση τους συνολικά στην περιοχή, επιχειρούν να αναλάβουν ρόλο «διαμεσολαβητή», αλλά και «επιτηρητή» στη σύγκρουση.
Την Πέμπτη ο Αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, ανήγγειλε την επιβολή οικονομικών και ταξιδιωτικών κυρώσεων σε βάρος ατόμων στο Σουδάν που «υποδαυλίζουν τη βία».
«Τα μέτρα αυτά έχουν ως στόχο να λογοδοτήσουν όσοι ευθύνονται για την υπονόμευση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στο Σουδάν», ανέφερε.
Οπως ανακοινώθηκε, κυρώσεις επιβλήθηκαν μεταξύ άλλων σε τέσσερις σουδανικές εταιρείες: Την «Junaid Multi Activitis Co. Ltd» (συμφερόντων του στρατηγού Ντάγκαλο και του αδερφού του, Αμπντούλ Ραχίμ Ντάγκαλο), την «Taradive General Trading LLC» (συμφερόντων του Αλγκόνεϊ Χαμντάν Ντάγκαλο, αδελφού του αρχηγού των παραστρατιωτικών δυνάμεων) και δύο μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες συμφερόντων του σουδανικού στρατού, τη μεγαλύτερη σουδανική πολεμική βιομηχανία «Defence Industries System» και τη σουδανική εταιρεία όπλων «Sudan Master Technology».
Αλλη μία τρανταχτή απόδειξη για τα εγκλήματα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης του ΝΑΤΟ και των συμμάχων του στο Αφγανιστάν προέκυψε από το αποτέλεσμα μιας δίκης σε δικαστήριο της Αυστραλίας.
Η δίκη αφορούσε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση, που υπέβαλε ο διακεκριμένος στρατιώτης της Αυστραλίας Μπεν Ρόμπερτς - Σμιθ εναντίον τριών εφημερίδων που τον κατηγόρησαν για εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα δικαστήριο αξιολόγησε κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου από αυστραλιανές δυνάμεις.
Ο Ρόμπερτς - Σμιθ έχασε τη δίκη, καθώς ο δικαστής είπε ότι τέσσερις από τους έξι ισχυρισμούς δολοφονίας ήταν ουσιαστικά αληθινοί.
Μεταξύ άλλων αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος:
-- Είχε σπρώξει σε γκρεμό έναν χωρικό με χειροπέδες και στη συνέχεια τον αποτελείωσε, πυροβολώντας τον.
-- Είχε πυροβολήσει τουλάχιστον 10 φορές στην πλάτη έναν αιχμάλωτο Ταλιμπάν, παίρνοντας το τεχνητό πόδι του ως «τρόπαιο» και χρησιμοποιώντας το ως κύπελλο για ποτό.
-- Είχε διατάξει ή συμφωνήσει σε δύο δολοφονίες, για να πάρουν ορισμένοι νέοι στρατιώτες το «βάπτισμα του πυρός».
Οι αποκαλύψεις για τον Ρόμπερτς - Σμιθ ξεκίνησαν το 2018, όταν οι εφημερίδες «Sydney Morning Herald», «The Age» και «The Canberra Times» άρχισαν να δημοσιεύουν άρθρα σχετικά με τη δολοφονική του δράση μεταξύ 2009 και 2012.
Ο στρατιώτης υποστήριξε ότι πέντε από τις δολοφονίες που αναφέρουν οι εφημερίδες είχαν συμβεί νόμιμα κατά τη διάρκεια της μάχης και η έκτη δεν συνέβη καθόλου.
Ωστόσο, περισσότεροι από 40 μάρτυρες - συμπεριλαμβανομένων Αφγανών χωρικών, ενός υπουργού της κυβέρνησης και μιας σειράς νυν και πρώην στρατιωτών των Ειδικών Δυνάμεων - έδωσαν στοιχεία για κάθε πτυχή της δράσης του.
Το θέμα βέβαια δεν είναι «προσωπική υπόθεση» του Ρόμπερτς - Σμιθ, οι δολοφονίες αμάχων και οι εκτελέσεις αιχμαλώτων είναι πάγιο χαρακτηριστικό όλων των ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επεμβάσεων.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την επέμβαση στο Αφγανιστάν χαρακτηριστικά είναι και τα στοιχεία για τα εγκλήματα Βρετανών στρατιωτών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τον Ιούλη του 2022, μετά τη διαρροή αναφορών της βρετανικής SAS από το 2010 - 2011. Το ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο BBC παρουσίασε τη δράση των πρακτόρων της SAS και αναφέρεται στις δολοφονίες τουλάχιστον 54 άοπλων ανθρώπων, που στη συνέχεια για να τις δικαιολογήσουν, τους «φύτευαν» δίπλα «Καλάσνικοφ» και χειροβομβίδες... Στην πραγματικότητα ο αριθμός τέτοιων δολοφονιών υπολογίζεται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος από τις 54 καταγεγραμμένες περιπτώσεις.
Οι πληροφορίες του BBC αναφέρουν ότι είχε ενημερωθεί για τα εγκλήματα αυτά ο τότε αρχηγός των βρετανικών Ειδικών Δυνάμεων, στρατηγός Μαρκ Κάρλτον Σμιθ, επιλέγοντας να μη δημοσιοποιήσει τα στοιχεία στη βασιλική στρατονομία. Ο στρατηγός Σμιθ ανέλαβε αργότερα αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του βρετανικού στρατού έως ότου παραιτήθηκε ενάμιση μήνα πριν από τη διαρροή των αναφορών.
Την έγκριση της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων (με 314 ψήφους υπέρ και 117 κατά) έλαβε η συμφωνία της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν με τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο της Βουλής Κ. Μακάρθι για αύξηση της «οροφής» του κρατικού χρέους των ΗΠΑ μέχρι 1η Γενάρη 2025, ανοίγοντας τον δρόμο για την ψήφισή της από τη Γερουσία.
Υπέρ της συμφωνίας ψήφισαν 165 Δημοκρατικοί και 149 Ρεπουμπλικάνοι, ενώ την καταψήφισαν 71 Ρεπουμπλικάνοι και 46 Δημοκρατικοί.
Το σχετικό νομοσχέδιο - που αποτελεί προϊόν ενδοαστικού συμβιβασμού μετά από έντονα παζάρια - προβλέπει μεταξύ άλλων περιορισμό κρατικών δαπανών και περαιτέρω περικοπές στα ψίχουλα προνοιακών επιδομάτων, ενώ εξαιρούνται οι δαπάνες που αφορούν την αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
Πλέον η συμφωνία θα πρέπει να ψηφιστεί πριν τις 5 Ιούνη στην αμερικανική Γερουσία, όπου οι Δημοκρατικοί έχουν 51 έδρες και οι Ρεπουμπλικάνοι 49.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρίν Ζαν Πιερ, κάλεσε τη Γερουσία να εγκρίνει γρήγορα τη συμφωνία, ώστε να την υπογράψει άμεσα ο Αμερικανός Πρόεδρος, να αποκτήσει νομική ισχύ «και να συνεχίσει η χώρα μας να οικοδομεί την πιο ισχυρή οικονομία στον κόσμο».
Κυρώσεις σε πολίτες και εταιρείες του Ιράν και της Τουρκίας, με την κατηγορία της δολοπλοκίας με στόχο τη δολοφονία Αμερικανών πρώην κυβερνητικών αξιωματούχων, επέβαλαν την Πέμπτη οι ΗΠΑ.
Σε ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται ότι οι κυρώσεις επιβλήθηκαν σε τρεις Ιρανούς και Τούρκους, σε μία εταιρεία που σχετίζεται με τη δύναμη Κουντς των Ιρανών «Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης» και σε δύο ανώτερους αξιωματούχους των ιρανικών μυστικών υπηρεσιών.
Οι κυρώσεις - ειδικά αυτές σε βάρος των Ιρανών - αφορούν το μπλοκάρισμα τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ. Επιπλέον, απαγορεύεται σε μεμονωμένους Αμερικανούς και σε αμερικανικές εταιρείες να έχουν επιχειρηματικές δραστηριότητες με τα άτομα και τις εταιρείες σε βάρος των οποίων ασκήθηκαν οι κυρώσεις.
Δεν έγινε άμεσα γνωστή η λίστα με τα ονόματα ατόμων και εταιρειών στις οποίες επιβάλλονται οι νέες αμερικανικές κυρώσεις. Σύμφωνα με το πρακτορείο «Associated Press», όμως, μεταξύ τους είναι ο Ιρανός Σαχράμ Πουρσαφί, που κατηγορείται για σχέδιο δολοφονίας του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλντον, ως συνυπεύθυνου για τη δολοφονία του Ιρανού επιφανούς στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί.