Δύο πολύ καλές ταινίες. Το τρυφερό και κινηματογραφόφιλο «Λίγο Μετά Τα Μεσάνυχτα» και το «εσωτερικό» και ευαίσθητο «Η Γυναίκα του Ζιλ». Μετά ακολουθεί το στεγνό εμπόριο και η ασυναρτησία. Πρώτοι οι Μορμόνοι ομοφυλόφιλοι, οι «τρελές» των «Εσχατων Ημερών». Ακολουθεί ο φασίστας μαύρος νέος πράκτορας, που σώζει τον ...Μπους, ο «ΧΧΧ. Ο Απόλυτος Πράκτορας Νο 2». Τη βδομάδα συμπληρώνει μια ακόμα ταινία με θέμα την ομοφυλοφιλία - και όχι μόνον, αυτή τη φορά. Πρόκειται για την κωμωδία καταστάσεων, του Ταϊβανέζου Ανγκ Λι, το «Γαμήλιο Πάρτι». Η ταινία είναι επανάληψη (γυρίστηκε το 1993).
Καλή ψυχαγωγία! Με την καλή και απόλυτη έννοια της λέξης!
Φραντσέσκα Ιναούντι |
Ο Μαρτίνο είναι νυχτοφύλακας στο Μουσείο του Κινηματογράφου του Τορίνο (το καλύτερο, ίσως, της Ευρώπης). Οταν κλείνουν οι πόρτες και μένει μόνος του, μεταβάλλεται στον τυχερότερο άνθρωπο του κόσμου. Συντροφιά του η μαγεία του κινηματογράφου. Χιλιάδες ιστορίες, εκατομμύρια εικόνες. Δεν έχει παρά να απλώσει το χέρι του, να πιάσει ένα φιλμ, να το βάλει στη μουβιόλα και αμέσως μπροστά του ξεχύνονται ο Μπάστερ Κίτον, ο Σαρλό, ο Μασίστας... Πρόσωπα μοναδικά, σκηνές μοναδικές, ιστορίες ανεπανάληπτες.
Ιστορίες μελό, ιστορίες κωμικές, ιστορίες ερωτικές. Ιστορίες με τις οποίες, όπως είναι φυσικό, ο νεαρός Μαρτίνο ταυτίζεται. Το παράπηγμα, στην αυλή του Μουσείου, που χρησιμοποιεί για σπίτι του, είναι αντιγραφή από διάφορα λειτουργικά σκηνικά, από διάφορες γνωστές ταινίες. Ο ίδιος, πια, είναι αναπόσπαστο μέρος αυτού του κόσμου. Αυθόρμητα, πια, ζει και κινείται σα να βγήκε και ο ίδιος από κάποια ταινία.
Οπως ακριβώς γίνεται στο σινεμά, όπου λειτουργεί νομοτελειακά το «τυχαίο», έτσι και στη ζωή του, τελείως «τυχαία», η κοπέλα, που κρυφά αγαπούσε, ήρθε τρέχοντας (στην κυριολεξία), να τον ανταμώσει! Η κοπέλα, από την οποία αυτός ποτέ δεν τόλμησε να ζητήσει τίποτε περισσότερο, από «ένα διπλό χάμπουργκερ» (το οποίο ποτέ δεν έτρωγε), πέφτει τρέχοντας (στην κυριολεξία) στα πόδια του. Εχοντας πετάξει καυτό λάδι στα γεννητικά όργανα του αφεντικού της, που την καταπίεζε, τρέχει για να γλιτώσει τη σύλληψη. Πέφτει πάνω του και αυτός την κρύβει. Την κρύβει στην ομορφότερη κρυψώνα του κόσμου. Στις ιστορίες του κινηματογράφου!
Μέσα στο Μουσείο, η Αμάντα γνωρίζει ένα συγκλονιστικό κόσμο. Μπροστά της ανοίγει μια τεράστια οθόνη. Οθόνη που πάνω της «παίζονται» ανθρώπινα δράματα, ανθρώπινες κωμωδίες, έρωτες... Βλέπει δάκρυα, χαρές, λεπτές χειρονομίες, βλέμματα πληγωμένα, βλέμματα χαρούμενα. Βλέπει χιλιάδες ιστορίες. Και ανάμεσα σε αυτές τις μοναδικές ιστορίες βλέπει και τη μικρή δική της ιστορία, την οποία «τράβαγε» κρυφά, ο ερωτευμένος Μαρτίνο! Τον ερωτεύεται. Ομως, όπως ακριβώς γίνεται στο σινεμά, έτσι και στη ζωή, υπάρχει πάντα ο τρίτος. Στην περίπτωσή μας είναι ο Αντζελο, ο νεαρός κλέφτης αυτοκινήτων, με τον οποίον η Αμάντα ήταν, και εξακολουθεί να είναι -και με αυτόν- ερωτευμένη.
Το δίλημμα της Αμάντα, ποιον από τους δυο να διαλέξει, θα το λύσει με τρυφερό, αλλά με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, ο σκηνοθέτης. «Δανειζόμενος», σκηνές, εικόνες και λύσεις, από άλλες ταινίες, ο Νταβίντε Φεράριο, με σεβασμό για τους δημιουργούς τους, θα ολοκληρώσει και με αυτά τα υλικά θετικά τη διήγησή του. Σε καμία στιγμή δεν ξεπέφτει στην εμπορική παγίδα και δε χρησιμοποιεί τον πόνο, για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Και βέβαια δεν παρωδεί, δεν «κλέβει». Με αγάπη, για όλα τα πρόσωπα, που διηγούνται την ιστορία του, αλλά και για τις ταινίες που κάνει αναφορές, θα ολοκληρώσει τη σκέψη του. Στο τέλος ο θεατής, θα βγει από την αίθουσα, έχοντας αποκομίσει κέρδη, απ' όλο το φάσμα των συναισθημάτων.
Κάποιοι θα προσπαθήσουν να συσχετίσουν το, «Μετά Τα Μεσάνυχτα», με το «Σινεμά Ο Παράδεισος». Και θα κάνουν σχόλια και συγκρίσεις. Φοβάμαι, πως με αυτό τον τρόπο, θα αδικήσουν και τις δυο ταινίες. Οι οποίες είναι δυο διαφορετικές ταινίες. Η μόνη ομοιότητα, που τις δένει, είναι η νοσταλγία και η φανερή λατρεία για την τέχνη του κινηματογράφου. Και σε αυτό και οι δυο ταινίες είναι γαλαντόμες!
Η φωτογραφία, το μοντάζ, τα σκηνικά, η θαυμάσια μουσική (Ντανιέλε Σέπε), οι τρεις πρωταγωνιστές και ο σκηνοθέτης εργάστηκαν με τρομερή ομοιογένεια. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα «συλλογικό» καλλιτεχνικό έργο. Ενα έργο καλά οργανωμένο και απόλυτα ισορροπημένο. Ενα έργο, που τιμά τον κινηματογράφο. Ενα έργο -απάντηση, στην αβάσταχτη βία της κινηματογραφικής εικόνας, που βιώνουμε με τα διάφορα θρίλερ και τις διάφορες αστυνομικές και πολεμικές περιπέτειες.
Παίζουν: Τζιόρτζιο Πασότι, Φραντσέσκα Ιναούντι, Φάμπιο Τροϊάνο, Σίλβιο Ορλάνο (αφηγητής).
Εμανουέλ Ντεβός |
Η Ελίζα, η γυναίκα του Ζιλ, λοιπόν, μητέρα δυο παιδιών και ενός τρίτου, που θα γεννηθεί στη διάρκεια της ταινίας, βλέπει τον άντρα της να γλιστράει σιγά σιγά στην αγκαλιά της μικρότερης αδερφής της. Ατομο «εσωτερικό», δεν παρεμβαίνει. Δεν παρεμβαίνει και αργότερα, όταν αυτή η παράνομη σχέση θα ολοκληρωθεί. Αντίθετα στέκεται στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος υποφέρει από τη συμπεριφορά της άστατης ερωμένης του! Αδύναμη η Ελίζα να παρέμβει, να προσπαθήσει να οδηγήσει αυτή τη ζωή της, περιμένει στωικά το χρόνο, για να αποκαταστήσει αυτός, όπως ελπίζει, την τάξη.
Η ιστορία της ταινίας ηχεί παράξενα! Ακόμα και για την περίοδο του 1930, που διαδραματίζεται. Τότε που η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν, βέβαια, υποδεέστερη, απ' ό,τι σήμερα. Δε δέχεσαι, εύκολα, ακόμα και για τότε, τόση υποχωρητικότητα, τέτοια ηττοπάθεια. Παρότι η λογοτεχνία, η φιλολογία, αλλά και η ίδια η ζωή, και στη χώρα μας και στον υπόλοιπο κόσμο, επίσης, έχει να επιδείξει αρκετά τέτοια ή παρόμοια παραδείγματα. Τέτοιες ή παρόμοιες ηρωίδες έχει σκιαγραφήσει άριστα ο Παπαδιαμάντης, ας πούμε. Αλλά και η δημοτική μας ποίηση κάνει τέτοιες αναφορές.
Αν, όμως, αποδεχτείς και συμφωνήσεις με τη λογική του σκηνοθέτη, ο οποίος δηλώνει ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει στην ταινία δεν είναι να δώσει απάντηση στο «πώς και γιατί» συμβαίνουν τα γεγονότα, αλλά να κινηματογραφήσει τα συναισθήματα όπως αυτά βιώνονται από την ηρωίδα, τότε, πράγματι, θα μεταφερθείς σε έναν «άλλο» κόσμο. Στον κόσμο της συγγραφέα του ομώνυμου μυθιστορήματος, της Μαντλέν Μπουρντού, από το οποίο προέρχεται το σενάριο. Στον κόσμο του σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφου. Σε έναν κόσμο κλειστό, αδιέξοδο. Σε έναν κόσμο της σιωπής και της «αιώνιας» αναμονής. Εναν κόσμο που, τελικά, θα συντρίψει και θα καταπιεί αυτόν που τον διανύει!
Πράγματι, ενώ όλα δείχνουν πως η Ελίζα, με τη συμβολή του χρόνου, τελικά, νίκησε, στην ουσία ο χρόνος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχή της. Την αποστέγνωσε από κάθε χυμό. Στο τέλος, πια, έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Η κατάληξη της ηρωίδας είναι, ας το πούμε έτσι, και η άποψη της ταινίας. Αφού η ηρωίδα δε βγήκε δυναμωμένη από την περιπέτειά της, είναι φανερό πως ο σκηνοθέτης δε συναινεί με την παθητική συμπεριφορά της.
Ομως, πέρα από τα όποια διδάγματα, η ταινία καταφέρνει, σε ικανοποιητικό βαθμό, το ακατόρθωτο. Να κινηματογραφήσει το συναίσθημα, το οποίο, ως γνωστόν, δε «φαίνεται» και επομένως δε «φωτογραφίζεται». Να κινηματογραφήσει τις αργές και βασανιστικές μεταλλαγές, που γίνονται στο «εσωτερικό» της ηρωίδας, από τις νυχιές που προκαλεί η σκληρή, για εκείνη, πραγματικότητα.
Παίζουν: Εμανουέλ Ντεβός, Κλοβίς Κορνιγιάκ, Λόρα Σμετ.
Στιβ Σάντβος, Γουές Ράμσεϊ, Μέρι Κάι Πλέις και Ερικ Παλιαντίνο |
Στις «Εσχατες Σχέσεις», δυστυχώς, οι δημιουργοί τους πλησίασαν και τη φόρμα και το περιεχόμενο γαργαλιστικά. Ενα θέμα τόσο ευαίσθητο κοινωνικά, όπως η ομοφυλοφιλία, αντιμετωπίστηκε σαν μια χαζή κωμωδία. Με αποτέλεσμα να μη γίνεται αντιληπτό, πότε ο σκηνοθέτης ζητάει να τον πάρουμε σοβαρά και πότε όχι.
Μια ομάδα ομοφυλόφιλα καλλιτεχνάκια εργάζονται στο ρέστοραντ μιας «ανεκτικής», αν όχι ομοφυλόφιλης και αυτής, ιδιοκτήτριας, περιμένοντας, μέσα στην τρελή χαρά, να τους χτυπήσει την πόρτα το Χόλιγουντ! (Τι κοινοτοπία! Τι στρεβλή άποψη, πως οι καλλιτέχνες, σώνει και καλά, ρέπουν στην ομοφυλοφιλία). Στο συγκρότημα, που διαμένουν οι, εν αναμονή, καλλιτέχνες, φτάνουν τρεις νεαροί φοιτητές ιερατικής σχολής Μορμόνων. Ο ένας απ' αυτούς, κόντρα στη θρησκεία του και στις οικογενειακές του παραδόσεις, «ανακαλύπτει» τον ομοφυλόφιλο εαυτό του! Τα «φτιάχνει» με ένα από τα καλλιτεχνάκια. Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει το μελό, η πλάκα και η ατροφική «σύγκρουση»... Οι Μορμόνοι γονείς ανακαλούν στο σπίτι, και στην «τάξη», το γιο τους. Μετά από αυτό ο ένας από τους εραστές «πλαντάζει» στο ρέστοραντ και ο άλλος εξόριστος στην επαρχία. Κλάμα και βήχα, να δεις! Ούτε η «Κυρία με τας Καμελίας». Κάποια μέρα ο Μορμόνος κόβει τις φλέβες του...
Πλάκα και χαζό μελό του κερατά, σε μια συσκευασία! Ανθρωποειδείς κινηματογραφικές καρικατούρες. Ξόανα παρδαλά, με παρδαλές συμπεριφορές. Ηρωες, όμοιοι με αυτούς, που βλέπουμε τις νύχτες ή τα πρωινά σε παρακμιακά τηλεοπτικά κανάλια. Ομοιους με τους διάφορους «στιλίστ», που, τα τελευταία χρόνια, μπήκαν τόσο βίαια στη ζωή μας.
Η ταινία έχει βραβευτεί σε διάφορα φεστιβάλ, φεστιβάλ «ειδικών» ταινιών, ως επί το πλείστον, με το βραβείο κοινού, κυρίως! Αυτή η βράβευση μού δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα. Το κοινό, που παρακολουθεί και βραβεύει, παρακαλώ, τέτοιου είδους ταινίες, δεν αντιλαμβάνεται πως τέτοιου είδους «καλλιτεχνικά» έργα στρέφονται, πρώτα και κύρια, εναντίον των ομοφυλόφιλων και της ομοφυλοφιλίας, την οποία υποτίθεται πως θέλουν να υπερασπιστούν; Πέρα, βέβαια, από τη γενική επίθεση, που γίνεται στο γούστο μας!
Παίζουν: Στιβ Σάντβος, Γουές Ράμσεϊ, Μέρι Κάι Πλέις, Ερικ Παλιαντίνο.
Τις ίδιες ανθρωποειδείς κινηματογραφικές καρικατούρες, που συναντήσαμε στις ομοφυλόφιλες «Εσχατες Σχέσεις», συναντάμε και στον πολεμοχαρή και βίαιο «ΧΧΧ Απόλυτο Πράκτορα, Νο 2». Η διαφορά είναι πως οι καρικατούρες, στον «Απόλυτο Πράκτορα», είναι «στρέιτ», άντρες, πώς το λέμε; Και μάλιστα, μαύροι άντρες. Εκατό τα εκατό άντρες, δηλαδή, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη, αλλά και με την εικόνα, που παρουσιάζουν στην ταινία, αφού κουβαλάνε πάνω τους του κόσμου τα όπλα. Μερικά από τα οποία ζυγίζουν πολλά κιλά! Αυτό, όμως, δεν τους σώνει, να μην είναι και να μη δείχνουν, αχυρένιοι. Ξόανα και παρδαλοί - και αυτοί. Γιατί, και αυτοί, κάνουν αφύσικες γκριμάτσες, γιατί και αυτοί μιλάνε, δήθεν, βραχνιασμένα, γιατί και αυτοί συμπεριφέρονται σαν υποκινούμενα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνον η κενότητα που κυριαρχεί. Οι άνθρωποι είναι, στ' αλήθεια, επικίνδυνοι. Από επιπολαιότητα, από σκοπιμότητα (και το πιο πιθανό), η ταινία κάνει και μια φασιστική πρόταση, καθόλου ευκαταφρόνητη, για τους κάθε λογής ανοιχτομάτηδες! Μια ομάδα πράκτορες, θέλοντας να σώσουν τον πρόεδρο της Αμερικής, που κινδυνεύει από τους υπουργούς του, αποφασίζουν και ενεργούν κρυφά απ' όλους! Από το FBI, από τη CIA, από την προεδρική φρουρά, από τους θυρωρούς του Λευκού Οίκου. Παίρνουν, δηλαδή, το νόμο στα χέρια τους. Στο τέλος, και αφού ο ίδιος ο Λευκός Οίκος γίνει καλοκαιρινός, ο πρόεδρος, που διασώζεται από τους αυθαίρετους, τους βραβεύει!
Θα μου πείτε, «εντάξει, μωρέ, μια ταινία είναι και, μάλιστα, μια σάχλα». Και εγώ θα σας αντιλέξω, πως και με τέτοιες σάχλες, δυστυχώς, διαμορφώνονται οι συνειδήσεις. Μην ξεχνάτε πως ειδικά αυτού του είδους οι ταινίες απευθύνονται, κυρίως, στον αδιαμόρφωτο νεαρόκοσμο. Στο νεαρόκοσμο, όπου τα πράγματα είναι ρευστά...
Πέρα, όμως, από την ιδεολογία της ταινίας υπάρχει και το αισθητικό μέρος. Και εδώ η αυθαιρεσία φτάνει και ξεπερνάει κάθε όριο ανοχής. Κακογουστιά, ασυνέπεια, υπερβολή. Είναι τόσες πολλές οι καταστροφές, που, στο τέλος, παύεις να νοιάζεσαι, γι' αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη. Το θέαμα ξεπερνάει και τον εαυτό του. Ασε που ξεκουφαίνεσαι από τους πυροβολισμούς και τους άλλους ηλεκτρονικούς ήχους.
Παίζουν: Αϊς Κιούμπ, Σάμιουελ Τζάκσον, Γουίλεμ Ντάφο, Σκοτ Σπίντμαν.
Η πέμπτη ταινία της βδομάδας είναι μια παραγωγή του 1993. Πρόκειται για το «Γαμήλιο Πάρτι», του Ταϊβανέζου σκηνοθέτη, Ανγκ Λι, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Αμερική. Δυστυχώς, το γραφείο εκμετάλλευσης, δεν κατόρθωσε να κάνει δημοσιογραφική προβολή. Ετσι, με λύπη μας, θα περιοριστούμε στην παρουσίαση και τίποτα περισσότερο. Η ταινία, ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις (όπως λέμε «κυβερνητικοί κύκλοι»), τα βραβεία της (Χρυσή Αρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου), η υποψηφιότητά της για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (η ταινία είναι αμερικάνικη, αλλά μιλάει, στο μεγαλύτερο μέρος της, κινέζικα), αλλά και η διεθνής καριέρα της, άξιζαν, ίσως, καλύτερης εμπορικής μεταχείρισης.
Ενας νεαρός Κινέζος ομοφυλόφιλος (και αυτός!) ζει στο Μανχάταν με τον Αμερικανό εραστή του. Η οικογένεια του Κινέζου δε γνωρίζει τίποτα, για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του γιου της. Τον πιέζει να παντρευτεί. Στην απελπισία του εκείνος κάνει έναν εικονικό γάμο. Ο χαρούμενοι, πια, γονείς φτάνουν στο Μανχάταν, για το «Γαμήλιο Πάρτι». Εκεί γίνεται το «έλα να δεις».
Η ταινία είναι κωμωδία, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως δεν προσπαθεί να πει και τον «κοινωνικό» λόγο της. Παίρνοντας, κακώς, άκριτη θέση υπέρ του ομοφυλόφιλου ζευγαριού, δεν παραλείπει να σχολιάσει τις προκαταλήψεις. Ο σκηνοθέτης της, άλλωστε, είναι γνωστός «σχολιαστής» της μεσοαστικής, κυρίως, κοινωνίας. Στο σύνολο του έργο του, που φτάνει τις οκτώ ταινίες, η ματιά του είναι άκρως ερευνητική.
Παίζουν: Μίτσελ Λίχτενστάιν, Γουίνστον Τσάο, Μέι Τσιν, Α-Λέι Γκούα, Σίχουνγκ Λουνγκ.