ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Φλεβάρη 2007
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιδιωτικοποιήσεις και αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου

Αξιοποιώντας τα δεδομένα που δημιούργησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση προχωρά στο παραπέρα ξεπούλημα της δημόσιας ακίνητης περιουσίας

Γρηγοριάδης Κώστας

Επιτέλους. Οι εργώδεις προσπάθειες της κυβέρνησης να αξιοποιήσουν το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που σχεδίασε και πρωτοεφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ στο τομέα της ...αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου βαίνουν προς ολοκλήρωση. Εντός των προσεχών μηνών το υπουργείο πρόκειται να παρουσιάσει, υπό μορφή νομοσχεδίου, το σχέδιο αξιοποίησης των ακινήτων, τα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, ανέρχονται στις 100.000.

Τι ακριβώς επιδιώκει να κάνει το υπουργείο Οικονομικών με την καταγραφή και κυρίως με την ...αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας; Σε μια εποχή που ξεπουλιούνται τα πάντα, σε μια εποχή η οποία χαρακτηρίζεται από την προώθηση των επιθετικών και γενικευμένων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, από τις εργασιακές σχέσεις ως την Παιδεία, την Υγεία και την Κοινωνική Ασφάλιση, η τύχη της δημόσιας ακίνητης περιουσίας δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Καταγράφεται για να ξεπουληθεί στα ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα.

Γιατί ξεπουλάνε;

Θα πρέπει βέβαια να απαντηθεί το ερώτημα: Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ - όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ - προωθεί εκτεταμένα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής δραστηριότητας; Πρόκειται απλώς για ιδεοληψίες εξτρεμιστών των αγορών, ή υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι; Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δεν αποτελούν ευκαιριακή πολιτική επιλογή της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, αλλά στρατηγική επιλογή του διεθνούς κεφαλαίου, το οποίο, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, επιχειρεί να επιλύσει προβλήματα και εσωτερικές αντιφάσεις που αναπτύσσονται στη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής.

Ποιο είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα;

Ερχεται κάποια στιγμή - επισημαίνει ο Μαρξ στην ανάλυση της συσσώρευσης του κεφαλαίου - κατά την οποία η παραγωγικότητα της εργασίας εξελίσσεται στον υπ' αριθμόν 1 παράγοντα της συσσώρευσης. Λόγω ακριβώς της εκτεταμένης χρήσης των μηχανών στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή - οι οποίες εκφράζουν την παρωχημένη, υλοποιημένη εργασία που συντελέστηκε στο παρελθόν - και της αντίστοιχης μείωσης της ζωντανής εργασίας, ο κεφαλαιοκρατικός πλούτος, με τη μορφή του εμπορευματικού ή του χρηματικού κεφαλαίου, αυξάνει κατακόρυφα, ξεχειλίζει από όλες τις πλευρές. Η διαδικασία αυτή, η οποία στηρίζεται στη συνεχή επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής, οδηγεί στο φαινόμενο της πληθώρας των κεφαλαίων. Πρόκειται για πλεονάζον κεφάλαιο, το οποίο, για ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, δεν μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά, επειδή η ταχύτητα αύξησής του ξεπερνά τις ανάγκες της αξιοποίησής του. Οι προσφερόμενοι για επένδυση κλάδοι είναι πλέον κορεσμένοι, δεν μπορούν να απορροφήσουν το πλεονάζον αυτό κεφάλαιο, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτό αν επενδυθεί, θα πρέπει να αποφέρει το μέσο ποσοστό κέρδους που έχει διαμορφωθεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Ακόμα χειρότερα. Το πλεονάζον αυτό κεφάλαιο, από τη στιγμή που παραμένει αδρανές, από τη στιγμή που δεν αξιοποιείται, δεν ενώνεται με την εργατική δύναμη, για να ξεκινήσει η διαδικασία παραγωγής της υπεραξίας, απειλεί άμεσα το μέσο ποσοστό κέρδους, το οποίο συμπιέζει προς τα κάτω.

Και αν το πρόβλημα αυτό - των πλεοναζόντων κεφαλαίων - ήταν υπαρκτό στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, στις σημερινές συνθήκες, με την κολοσσιαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την επίσης εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Πρόκειται για πλεονάζον κεφάλαιο, που βρίσκεται συγκεντρωμένο στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, το οποίο διαχειρίζονται οι γνωστές εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, που προσωρινά βρίσκει διέξοδο σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες (χρηματιστήρια, παράγωγα, τοποθετήσεις σε κρατικά χρεόγραφα). Η μεγάλη όμως αντίφαση του συστήματος είναι ότι όσο επαναστατικοποιείται η τεχνική βάση της παραγωγής, όσο αναπτύσσεται η παραγωγικότητα της εργασίας, όσο καταληστεύεται η εργατική δύναμη («ληστεία» η οποία παίρνει τη μορφή της υποκατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων), το πλεονάζον κεφάλαιο αυξάνει. Και όσο αυξάνει και παραμένει αδρανές, τόσο αυξάνει και ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης συνολικά της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Η επίλυση του προβλήματος

Η ίδια η εντόπιση του προβλήματος οδήγησε τους στρατηγικούς εγκεφάλους του κεφαλαίου στην αναζήτηση της λύσης του. Η οποία δεν είναι άλλη από το άνοιγμα τομέων και δραστηριοτήτων της οικονομίας, οι οποίοι μέχρι χτες αποτελούσαν άβατο για τις δραστηριότητες του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το παζλ αρχίζει να παίρνει μορφή. Ποιοι είναι οι τομείς αυτοί; Η αρχή του ανοίγματος νέων αγορών στο κεφάλαιο έγινε με τα εκτεταμένα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, που ξεκίνησαν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του '70. Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πείραμα έγινε στη Χιλή του φασίστα Πινοσέτ, ο οποίος είχε προσλάβει ως οικονομικό σύμβουλο τον πρόσφατα αποθανόντα Μ. Φρίντμαν, επικεφαλής της αντιδραστικής σχολής του Σικάγου. Ακολούθησαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία με τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ το 1979, ενώ η υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη μπήκε με αρκετή καθυστέρηση στην όλη διαδικασία στις αρχές του '90 (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Σήμερα, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις έχουν περάσει στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η στρατηγικής όμως επιλογής πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν εξαντλείται στις δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά είναι πολύπλευρη και πολυσχιδής. Αγκαλιάζει τους τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας και της Παιδείας, ενώ έχει δρομολογηθεί και ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ακινήτων του δημοσίου, αλλά και της ίδιας της δημόσιας γης.

Πριν αναφερθούμε στη διαδικασία και στις μορφές ιδιωτικοποίησης των ακινήτων του δημοσίου και των αστικών και δασικών εκτάσεων, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι ναι μεν το άνοιγμα νέων αγορών στο πλεονάζον κεφάλαιο μπορεί να αποτελεί βασική συνιστώσα του εγχειρήματος, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι και ο μοναδικός λόγος. Στο θέμα, π.χ., της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, η οποία τις μέρες αυτές βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, αποτελεί εξίσου βασικό κίνητρο ο έλεγχος, από την πλευρά των επιχειρήσεων, της γνώσης και της έρευνας που «παράγονται» μέσα στα πανεπιστήμια. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η γνώση αποτελεί βασική παραγωγική δύναμη και η ενσωμάτωσή της στην παραγωγική διαδικασία συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, αυξάνει την παραγόμενη υπεραξία.

Tα ακίνητα του δημοσίου

Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, με επιδίωξη η τεράστια ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ), αλλά και η ακίνητη περιουσία του δημοσίου, την οποία διαχειρίζεται η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ), να περάσουν στα χέρια ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Παράλληλα, με στόχο την ενίσχυση των ιδιωτικών εταιρειών ακινήτων, που ελέγχονται κυρίως από τράπεζες, θεσπίστηκαν το 2002 (υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης) προκλητικά φορολογικά κίνητρα (απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων). Η όλη διαδικασία περάσματος των ακινήτων του δημοσίου σε επιχειρηματικά συμφέροντα διεκπεραιώθηκε μέσω της «αμαρτωλής» ΕΤΑ (Εταιρεία Τουριστικών Ακινήτων), αλλά και της ΚΕΔ, η οποία μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία. Παράλληλα, το 2003 γίνεται η πρώτη προσπάθεια κατάργησης του άρθρου 24 του Συντάγματος (περί προστασίας των δασών), όπου από κοινού ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ψήφισαν τροποποιήσεις με τις οποίες αποχαρακτηρίστηκαν περί τα 40 εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων. Αλλά και ο νόμος για τις «Συμπράξεις» μεταξύ του Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, γνωστός ως «ΣΔΙΤ», ΠΑΣΟΚικής πατρότητας είναι.

Οι κυβερνήσεις Σημίτη επεξεργάστηκαν και στην ουσία ολοκλήρωσαν τη σύνταξη του σχετικού νομοθετήματος, το νόμο για τις «Συμπράξεις», που τελικά προωθήθηκε στη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους το 2005, από την κυβέρνηση της ΝΔ. Με το νόμο αυτό παραδίδεται η δημόσια υποδομή, αλλά και υπηρεσίες του δημοσίου στα χέρια ιδιωτών. Με το πρόσχημα ότι το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει στενότητα χρημάτων, αναλαμβάνουν ιδιώτες να κατασκευάσουν κτιριακές υποδομές για σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές, πυροσβεστικούς σταθμούς, ή τους παραδίδονται υπηρεσίες (καθαρισμός, φύλαξη κτιρίων, δασών, κλπ.). Από την άλλη, το ελληνικό δημόσιο, το οποίο προσφέρει δημόσια γη για την κατασκευή των έργων, πληρώνει απαλλοτριώσεις, κλπ., θα καταβάλλει μηνιαίο τίμημα, για όλη την περίοδο της σύμβασης, η οποία μπορεί να φτάσει και τα 40 χρόνια.

Μέχρι σήμερα, μέσω των ΣΔΙΤ, έχουν εξαγγελθεί έργα περί τα 800 εκατ. ευρώ, που αφορούν κυρίως σχολεία στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία. Δε χωρά αμφιβολία ότι τα έργα αυτά θα χρυσοπληρωθούν και θα στοιχίσουν πολύ περισσότερο, απ' ό,τι αν αναλάμβανε να τα κατασκευάσει το ελληνικό δημόσιο. «ΣΔΙΤ», ευρύτερης όμως κλίμακας, θεωρούνται τα τρία μεγάλα έργα, του αεροδρομίου των Σπάτων, της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου και της Αττικής Οδού, με συμβάσεις κυριολεκτικά αποικιοκρατικές, προς όφελος των ιδιωτών επιχειρηματιών. Ο νέος κρίκος της αλυσίδας είναι η παράδοση ακινήτων-«φιλέτων» σε ιδιώτες μέσω του μηχανισμού της πώλησης και της επαναμίσθωσης (γνωστή και από τον αγγλικό όρο sale and lease back). Για να είμαστε ακριβείς, για πρώτη φορά ο μηχανισμός αυτός εμφανίστηκε το 2003, όταν με παρότρυνση του Ν. Χριστοδουλάκη ο ΟΤΕ πούλησε σε ιδιώτες ακίνητά του και τα επαναμίσθωσε από αυτούς. Τα ακίνητα θα πωλούνται για χρονική περίοδο ως και ...99 χρόνια, το δημόσιο όλο αυτό το διάστημα θα πληρώνει ενοίκιο στους νέους ιδιοκτήτες και μετά τα 99 χρόνια θα ...επιστρέφονται σ' αυτό.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ