ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Μάρτη 2000
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η «δανεική ευημερία» είναι και ακριβή και επικίνδυνη

Η αύξηση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων κατά 235,3%  την περίοδο 1994 - 99, δείχνει ότι πολλοί εργαζόμενοι προσπάθησαν ν' αντισταθμίσουν τις συνέπειες της λιτότητας με δάνεια απ΄ τις τράπεζες

Εκρηκτικές διαστάσεις παίρνει τον τελευταίο χρόνο ο υπερδανεισμός των λαϊκών νοικοκυριών, δεδομένου ότι χρόνο με το χρόνο πληθαίνει ο αριθμός εκείνων που προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις καταστροφικές συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, με δανεικά από τις τράπεζες. Ενδεικτικά από αυτή την άποψη - και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά - είναι και τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, που επεξεργάστηκε και παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ».

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων (πρόκειται κυρίως για δανεισμό στον οποίο αναγκάζονται να προσφεύγουν στις τράπεζες οι εργαζόμενοι και γενικότερα τα οικονομικά αδύνατα νοικοκυριά για να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους) αυξήθηκε την τελευταία πενταετία (1994- 1999) κατά 235,3%.

Από μόνο του το στοιχείο αυτό - δηλαδή το γεγονός ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων στις τράπεζες, αυξήθηκε κατά 3,5 φορές ή κατά 2.259,9 δισ. δραχμές - δε λέει τίποτε. Λέει όμως πολλά, αν συγκριθεί, με το πόσο αυξήθηκαν την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός (το επίσημο κόστος ζωής), τα εισοδήματα των εργαζομένων, των συνταξιούχων (με τις εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας) καθώς επίσης και τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων αγροτών και επαγγελματοβιοτεχνών - εμπόρων.


Και τα επίσημα στοιχεία που παραθέτουμε στον πίνακα, μάς πληροφορούν πως στην περίοδο 1994 - 99 (που τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 235,3%):

  • Ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε γύρω στο 35%. Αυτό σημαίνει, ότι ο ρυθμός αύξησης των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, ήταν πολλαπλάσιος του πληθωρισμού.
  • Η ονομαστική αύξηση των μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, κινήθηκε σε επίπεδα γύρω και κάτω από τον επίσημο πληθωρισμό. Η αύξηση αυτή περιορίστηκε σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, αν συνυπολογιστεί η φορολογική αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων που προκλήθηκε από την κατάργηση διαφόρων φοροαπαλλαγών, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας κλπ.
  • Γύρω από τα επίπεδα του πληθωρισμού και της ονομαστικής αύξησης των μισθών και συντάξεων ή και σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, ήταν η ονομαστική αύξηση των εισοδημάτων για τη μεγάλη πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων αγροτών, επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων, που δέχτηκαν σοβαρά πλήγματα με την καθιέρωση των φορομπηχτικών «αντικειμενικών κριτηρίων» κλπ.

Θα είναι δε λάθος, να νομίσει κανείς - παραπλανημένος από όσους επιχειρούν να εξωραΐσουν την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ - ότι ο υπερδανεισμός των λαϊκών νοικοκυριών οφείλεται στη μεγάλη μείωση των επιτοκίων. Και θα είναι λάθος, γιατί στην εξεταζόμενη περίοδο, η μείωση των επιτοκίων στα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, ήταν πολύ μικρότερη τόσο σε σχέση με τη μείωση του πληθωρισμού όσο και σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Τα ίδια στοιχεία τεκμηριώνουν την άποψη που λέει, πως με τη βίαιη μεταφορά εισοδημάτων από τις τσέπες των πλατιών λαϊκών στρωμάτων στα θησαυροφυλάκια των πολυεθνικών και των μεγαλοεπιχειρηματιών, η κυβέρνηση εξανάγκασε τους εργαζόμενους να ζουν σε καθεστώς... «δανεικής ευημερίας». Ενα καθεστώς, που υποχρέωσε τους οικονομικά αδύνατους και ανίσχυρους - κατά τον Α. Παπανδρέου «μη προνομιούχους» και κατά τον Κ. Σημίτη «μη έχοντες και μη κατέχοντες» - να προσπαθούν να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» που προκαλούσε η αντιλαϊκή πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας, σε βάρος των εργαζομένων, με όλο και μεγαλύτερα δάνεια από τις τράπεζες.

Η πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας σε συνδυασμό με την «απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος», αξιοποιήθηκε στο έπακρο από τους τραπεζίτες για τη μεγιστοποίηση των τραπεζικών κερδών, που χρόνο με το χρόνο αυξάνονταν - και συνεχίζουν να αυξάνονται - με ρυθμό πολλαπλάσιο (από πενταπλάσιο και πάνω) του επίσημου πληθωρισμού.

Ετσι, είδαμε τους τραπεζίτες, σε όλη τη δεκαετία του 1990, να φορούν το μανδύα του «Καλού Σαμαρίτη» που θέλει να στηρίξει οικονομικά με τραπεζικά δάνεια τα νοικοκυριά των εργαζομένων που δεν μπορούν να τα «φέρουν βόλτα».Στα πλαίσια αυτά - εκτός από τα παραδοσιακά δάνεια (στεγαστικά και καταναλωτικά, με πιστωτικές κάρτες δάνεια)- καθιερώθηκαν στη δεκαετία του 1990 μια σειρά νέα «προϊόντα», δηλαδή δάνεια, όπως:

  • Τα «εορτοδάνεια» (δάνεια που χορηγούνται από τις τράπεζες σε όσους δεν έχουν την οικονομική άνεση να στρώσουν το τραπέζι των Χριστουγέννων και του Πάσχα).
  • Τα «δάνεια για διακοπές» (για μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων που οι διακοπές αποτελούν για το πορτοφόλι τους «είδος πολυτελείας»).
  • Τα «προσωπικά» ή τα «ανοιχτά» δάνεια, που είναι δάνεια για... όλες τις δουλιές.

Επιχειρώντας να κάνουν πράξη την κυβερνητική πολιτική, που θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε... ένα απέραντο καζίνο, οι τράπεζες έφτασαν στο σημείο να προσφέρουν μέχρι και δάνεια για την... αγορά μετοχών (!) συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση του αριθμού των Ελλήνων που θα προσπαθούν να ζήσουν από τον «τζόγο». Και προκειμένου για νέα πελατεία - κυρίως να τσιμπήσουν νέα θύματα - οι τραπεζίτες ξόδεψαν αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές για να διαφημίσουν τα «νέα προϊόντα» τους, μεταξύ των οποίων τα «εορτοδάνεια», τα δάνεια για «διακοπές» κλπ.

Αυτό που δε διαφημίζουν, αλλά αντίθετα προσπαθούν πάση θυσία να κρύψουν οι τραπεζίτες, που επιδιώκουν να αυξήσουν την πελατεία και τα κέρδη τους, είναι πως «η δανεική ευημερία είναι όχι μόνο ακριβή αλλά και ιδιαίτερα επικίνδυνη». Και είναι επικίνδυνη, γιατί όποιος προσπαθεί να καλύψει πραγματικές ή καταναλωτικές ανάγκες με τραπεζικά δάνεια, στην ουσία υποθηκεύει όχι μόνο το δικό του μέλλον αλλά και το μέλλον των παιδιών του.


Η λιτότητα «λίπασμα» για την άνθηση των καταναλωτικών δανείων

Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των κάθε είδους καταναλωτικών δανείων υπερπενταπλασιάστηκε στην περίοδο 1994-1999

Ανάλογη, και για την ακρίβεια δυσμενέστερη, ήταν για τα πλατιά λαϊκά στρώματα η εξέλιξη με τα καταναλωτικά (αλλά και τα αγροτικά ή τα βιοτεχνικά) δάνεια, το συνολικό ύψος των οποίων αυξήθηκε από το 1994 μέχρι το 1999 κατά 1.033 τρισεκατομμύρια δραχμές ή κατά 452,4%. Η διόγκωση των καταναλωτικών δανείων φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ το 1994 αντιπροσώπευαν το 4,8% του ανεξόφλητου υπολοίπου των συνολικών δανείων που είχαν χορηγήσει οι εμπορικές τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα (καταναλωτικά, στεγαστικά, βιοτεχνικά, αγροτικά, κλπ.), το μερίδιό τους είχε διπλασιαστεί το 1999 και αποτελούσε το 10,8% του συνόλου των δανείων στον ιδιωτικό τομέα.

Του λόγου το αληθές, ότι έγιναν δυσμενέστερα για τους δανειολήπτες - καταναλωτές τα τραπεζικά δάνεια, βεβαιώνει το γεγονός ότι ο ρυθμός μείωσης των επιτοκίων στις διάφορες κατηγορίες καταναλωτικών δανείων (προσωπικά, πιστωτικές κάρτες, εορτοδάνεια κλπ.) ήταν πολύ πιο αργός σε σχέση με τη μείωση τόσο των επιτοκίων καταθέσεων όσο και του πληθωρισμού.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ενώ το Γενάρη του 1995 τα επιτόκια καταναλωτικών δανείων (πιστωτικές κάρτες) ήταν 66,6% μεγαλύτερα από τον πληθωρισμό και περίπου 82,5% συγκριτικά με τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου, σήμερα τα επιτόκια καταναλωτικών δανείων είναι 477% πάνω από τον πληθωρισμό και περίπου 120% πάνω από τα επιτόκια καταθέσεων. Ανάλογα, διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια αγροτικών και βιοτεχνικών δανείων, σε σχέση με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια καταθέσεων.

Η εκρηκτική άνοδος των καταναλωτικών δανείων από τις τράπεζες - με όποιους κινδύνους συνεπάγεται αυτό για τα πλατιά λαϊκά στρώματα - δε φαίνεται να ανησυχεί τους τραπεζίτες, που, μεθυσμένοι από την εκρηκτική άνοδο της κερδοφορίας των τραπεζών, παροτρύνουν τους εργαζόμενους σε νέα δάνεια. Ετσι, στο κυνήγι του κέρδους, έφτασαν στο σημείο να καλούν τους εργαζόμενους και όσους θέλουν, αλλά δεν έχουν την «πολυτέλεια» να βελτιώσουν τη ζωή τους, να συνάψουν δάνεια από τις τράπεζες, προκειμένου να αποκτήσουν από ακριβά ρούχα και παπούτσια (για να... «ρίξουν δυο τρίμετρες θεές» όπως λέει και η διαφήμιση εμπορικής τράπεζας που διαφημίζει την πιστωτική της κάρτα) μέχρι έπιπλα, αυτοκίνητα ή ακόμη για να αγοράσουμε... μετοχές!

Η έξαρση που παρατηρείται στις χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων δεν είναι καθόλου άσχετη με τις σημαντικές απώλειες που έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα στα λαϊκά εισοδήματα - και συνεχίζει να προκαλεί - η αντιλαϊκή εισοδηματική και γενικότερη οικονομική μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόζει η κυβέρνηση στο όνομα του Μάαστριχτ, της ΟΝΕ και της «σύγκλισης» με τις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ. Η πολύχρονη και πολύμορφη αντιλαϊκή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, που ανάγκασε και συνεχίζει να αναγκάζει όλο και περισσότερα νοικοκυριά να προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες της αγοραστικής τους δύναμης με αύξηση του δανεισμού από τις τράπεζες.


Τα στεγαστικά δάνεια

Στην περίοδο 1994-1999 τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 168,6% ή κατά 1.237 δισ. δραχμές

Η μεγάλη αύξηση των στεγαστικών δανείων - και γενικά των δανείων για αγορά, ανέγερση, επισκευή κατοικιών - φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που παραθέτουμε στον πίνακα. Από 734,4 δισ. δραχμές που ήταν το ανεξόφλητο υπόλοιπο στεγαστικών δανείων το 1994, τινάχτηκαν στα 1.553,2 δισ. δραχμές το 1998, για να φτάσουν το Νοέμβρη του 1999 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) στο ποσό των 1.972,3 δισ. δραχμών. Παρατηρείται, δηλαδή, στην εξεταζόμενη περίοδο (1994 - Νοέμβρης 1999) μια αύξηση των στεγαστικών δανείων κατά 168,6% ή κατά 1.237,9 δισ. δραχμές. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το μερίδιο των στεγαστικών δανείων σαν ποσοστό στο σύνολο των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε από 15,7% το 1994, σε 17,1% το 1999.

Η μεγάλη αύξηση του ανεξόφλητου υπόλοιπου των στεγαστικών τραπεζικών δανείων για την απόκτηση (αγορά, ανέγερση ή επισκευή) στέγης δεν οφείλεται στο ότι μειώθηκαν κατακόρυφα και έγιναν πολύ φτηνά τα στεγαστικά δάνεια. Η εκρηκτική άνοδος των στεγαστικών δανείων οφείλεται κυρίως:

  • Πρώτον, στην απελευθέρωση των ενοικίων, που ανάγκασε πάρα πολλούς μισθοσυντήρητους να επιδιώξουν την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης, αξιοποιώντας τον τραπεζικό δανεισμό.
  • Δεύτερον στα «πανωτόκια», που για πάρα πολλούς δανειολήπτες αποδείχτηκαν καταστροφικά. Εχουμε υπόψη μας ένα μεγάλο αριθμό νοικοκυριών από τα πλατιά λαϊκά στρώματα (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, βιοτέχνες) που είχαν πάρει στεγαστικό δάνειο, αλλά στην πορεία του χρόνου δεν μπόρεσαν να πληρώσουν κάποιες δόσεις του δανείου (είτε επειδή έμειναν άνεργοι, είτε επειδή ξεκληρίστηκαν από τη γη που καλλιεργούσαν, είτε επειδή χρεοκόπησε η βιοτεχνία ή το μαγαζάκι τους), με συνέπεια το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο...
  • Στην πολύχρονη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, που αποδείχτηκε καταστροφική για πολλά νοικοκυριά, τα οποία είχαν πάρει στεγαστικά δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο από τις τράπεζες για όλη τη διάρκεια του δανείου (15 ή 25 χρόνια) και στην πορεία του χρόνου η διάρκεια επιδότησης του επιτοκίου περιορίστηκε στο μισό της διάρκειας του δανείου.

Μια ματιά στη διαχρονική εξέλιξη των επιτοκίων, στην εξεταζόμενη περίοδο, δείχνει πως τα επιτόκια στεγαστικών δανείων (σταθερό και κυμαινόμενο) - που στην ουσία ακολουθούν την πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδας - μειώθηκαν γύρω στο 55% ή κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε το κυμαινόμενο επιτόκιο για δάνεια κατοικίας της ASPIS BANK, το οποίο από 21,5% που ήταν στις 20 Γενάρη 1995 είχε περιοριστεί πέρσι το Δεκέμβρη στο 12,5% και την 1η Φλεβάρη 2000 διαμορφώθηκε στο 11,75%.

Από μια πρώτη ματιά, η μείωση φαντάζει μεγάλη. Αν όμως συγκριθεί το ποσοστό μείωσης των επιτοκίων στεγαστικών δανείων με το ποσοστό μείωσης του πληθωρισμού και των καταθέσεων (στοιχεία που επηρεάζουν καθοριστικά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων), θα διαπιστώσουμε ότι στην εξεταζόμενη περίοδο το χάσμα μεγάλωσε. Με δεδομένο ότι το Γενάρη του 1995 τα επιτόκια στεγαστικών δανείων ήταν 21,5%, ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 11,1% και τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου 13,7%, προκύπτει ότι πριν 5 χρόνια τα επιτόκια στεγαστικών δανείων ήταν 93,7% πάνω από τον πληθωρισμό και 56,9% πάνω από τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου. Σήμερα (Φλεβάρης 2000), που το επιτόκια στεγαστικών δανείων είναι 11,75%, ο πληθωρισμός τρέχει με ρυθμό 2,7% και τα επιτόκια καταθέσεων μόλις 7%, προκύπτει ότι τα επιτόκια στεγαστικών δανείων είναι 335,2% πάνω από τον πληθωρισμό και 67,9% πάνω από τα επιτόκια καταθέσεων. Με απλά λόγια, η σύγκριση των στοιχείων που παραθέσαμε, βεβαιώνει ότι το χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια στεγαστικών δανείων και τον πληθωρισμό ή τα επιτόκια καταθέσεων μεγάλωσε, σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων, αφού τα στεγαστικά δάνεια έγιναν ακριβότερα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ