Αλήθεια, ποιος όμως είναι ο «άνθρωπός» τους στην Αβάνα και ποιοι είναι αυτοί που τον θεωρούν δικό τους;
Είναι ένας ο σαρανταπεντάχρονος Τζιμ Ουέρμολντ, ένας αντιπρόσωπος ηλεκτρικών ειδών που μεγαλώνει μονάχος τη χαρισματική αλλά σπάταλη κόρη του στην Κούβα (η γυναίκα του τους έχει εγκαταλείψει) και ο οποίος προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε μια πόλη διεφθαρμένη, ηδονική και πολύ φτωχή. Ποιος, λοιπόν, να ενδιαφέρεται εκείνη την εποχή, λίγο πριν εισέλθει ο Φιντέλ Κάστρο στην πρωτεύουσα, για ηλεκτρικές σκούπες; Αυτή είναι η καθημερινή αγωνία του ήρωά μας. Ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένει, μπαίνει μέσα στην έκθεσή του ένας κομψός Βρετανός και ο καημένος ο ήρωάς μας αναφωνεί γεμάτος ελπίδα: Επιτέλους ένας πελάτης. Ο πελάτης όμως δεν ενδιαφέρεται για ηλεκτρικές σκούπες, ενδιαφέρεται για άλλα σκοτεινά και πολύ πιο περίπλοκα πράγματα.
Για στρατολογίες! Ανάγκα και θεοί πείθονται. Χωρίς καλά καλά να συνειδητοποιήσει περί τίνος πρόκειται, ο Τζιμ εντάσσεται στο δίκτυο των Μυστικών Υπηρεσιών της πατρίδας του. Γίνεται ο «πολύτιμος» άνθρωπός τους στην Αβάνα, που χρεώνεται να τους δίνει λεπτομερείς αναφορές τις οποίες, φυσικά, θα τις βγάζει από το κεφάλι του. Η έλλειψη χρημάτων ωθεί τον μαθητευόμενο κατάσκοπο να επινοήσει και να ...στήσει ένα ολόκληρο δίκτυο πρακτόρων... Συναρπαστική πλοκή, απολαυστικοί διάλογοι, ενδιαφέροντες χαρακτήρες με φόντο την ηδονική αλλά εξαθλιωμένη Αβάνα, που σε λίγο θα βρει την ελευθερία της, συνθέτουν αυτή την εξαιρετική πρωτότυπη ιστορία. Αναμειγνύοντας το δράμα και την κωμωδία, ο Γκράχαμ Γκρην γράφει ένα σπαρταριστικό μυθιστόρημα που σατιρίζει τον κόσμο της αγγλικής κατασκοπίας. Το βιβλίο αυτό στάθηκε αφορμή, για να εμπνευστεί ο Τζων Λε Καρέ το δικό ανάλογο μυθιστόρημα «Ο ράφτης του Παναμά».
Ο Γκράχαμ Γκρην γεννήθηκε στην Αγγλία το 1904 και πέθανε στην Ελβετία το 1991. Θεωρείται από τους σημαντικότερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους. Στρατευμένος πολιτικά στην αριστερά, ο Γκρην δάνεισε στους ήρωές του στοιχεία από τη δική του προσωπικότητα: Χιούμορ, ανάγκη εκπατρισμού, ηθικά διλήμματα, άγχος, αλλά και ελπίδα.
Στο τελευταίο αυτό βιβλίο ο συγγραφέας αφηγείται μια περίεργη υπόθεση που αρχίζει με τον τερματισμό των ετήσιων λεμβοδρομιών. Ο τυμπανιστής της λέμβου-φαβορί σωριάζεται νεκρός μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών, που πλημμύριζαν τις όχθες του Μεγάλου Καναλιού. Θα ακολουθήσουν και άλλοι περίεργοι φόνοι, μα ο διάσημος γενειοφόρος ντετέκτιβ της Αρχαίας Κίνας είναι αποφασισμένος να ανακαλύψει, να αποκαλύψει και να τιμωρήσει το σατανικό δολοφόνο.
Η 69η ιππική έκθεση |
Δυστυχώς, όμως, την αντικρίζω πάντα παραμελημένη. Και τότε νιώθω μια βαθιά απογοήτευση και παρασύρομαι σ' ένα πισωγύρισμα στο χρόνο. Στέκομαι και την κοιτάζω κι αφήνουμαι σε λογιάσματα που φέρνουν τη σκέψη μου να πλανιέται στον πολύ παλιό καιρό, όταν η Ανδραβίδα ήταν μια πλούσια και γοητευτική πολιτεία που σαγήνεψε τον Γοδεφρείδο Βιλαρδουίνο και την έκανε πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ηταν 13ος αιώνας που οι Γάλλοι πρίγκιπες, ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, κατέβηκαν στα παράλια της Αχαΐας και εκεί στήσανε την ηγεμονία τους. Στο πέρασμά τους εκείνο αφήσανε τα ίχνη τους. Φτιάξανε κάστρα κι εκκλησίες και άλλα οικοδομήματα. Ενα από αυτά, το πιο σημαντικό, είναι και η εκκλησιά της Αγίας Σοφίας, γοτθικού ρυθμού, που είχε μάκρος 45 μ. και πλάτος 18 μέτρα. Από το αξιόλογο αυτό μνημείο, που ήταν χτισμένο στ' αχνάρια της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, σώζεται σήμερα μόνο το ιερό, που προσφέρεται σαν δείγμα της περιόδου εκείνης στον επισκέπτη. Αλλά δεν είναι μόνο τούτο το χτίσμα, που χαρακτηρίζει την εποχή των Βιλαρδουίνων, που οι τάφοι τους βρίσκονται τώρα ερειπωμένοι, είναι ακόμα και το μεγάλο οχυρωματικό έργο, το κάστρο Χλουμούτσι. Από εκεί ψηλά ο τουρίστας έχει ένα πανοραμικό θέαμα του ηλειακού κάμπου, κι ένα ευχάριστο ξεκούρασμα από την περιήγηση στην πόλη, και στο Λιμάνι Γλαρέντζα, που στον καιρό του είχε δει δόξες και το θεωρούσαν ισότιμο με το λιμάνι του Λονδίνου. Αλλά δεν είναι μόνο η πλευρά της εποχής των Βιλαρδουίνων.
Η Ανδραβίδα που βρισκόταν στην Ηλεία και τράβηξε το ΙΓ' αιώνα την προσοχή των Γάλλων πριγκίπων και γοήτευσε τη γενιά των Βιλαρδουίνων σε τέτοιο σημείο που να τη θεωρούν πρωτεύουσα της Νέας Γαλλίας δεν είναι δυνατό να μην έχει κρυμμένα στα σπλάχνα της στοιχεία τέχνης και πολιτισμού που να αποδείχνουν την ιστορική ύπαρξή της τόσο στην αρχαιότητα όσο και τις ιστορικές περιόδους που ακολούθησαν. Τι έγινε και «έμεινε μια λησμονημένη πόλη», όπως λέει ο καθηγητής Σπ. Λάμπρου; Αλλά αν οι αρχαιολόγοι και ιστορικογράφοι δεν ασχολήθηκαν με την Ανδραβίδα, οι σημερινοί κάτοικοι και τοπικοί φορείς έχουν μετατρέψει την αδιαφορία εκείνων σε δημιουργική ευθύνη δικιά τους. Ετσι, οι σημερινοί επισκέπτες, εκτός από την ευχάριστη διαμονή τους στην πόλη, έχουν να επισκεφθούν το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης. Μέσα απ' αυτό το οίκημα, φιλοξενούνται σπάνια εκθέματα της περιοχής της Ανδραβίδας. Στις αίθουσες του Μουσείου είναι τοποθετημένα διάφορα αντικείμενα στα «Υπνοδωμάτια», στην «Κουζίνα», στο «Σαλόνι». Επίσης, σε ειδικό χώρο είναι ταξινομημένα «παλιά γεωργικά εργαλεία» και σύνεργα από επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα, όπως π.χ. Γανωματή, Σαγματοποιού κ.λπ. και διάφορες φορεσιές από το 1821. Συνάμα, ο τουρίστας μπορεί να επισκεφθεί το «Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου», καθώς και τη «Δημοτική Βιβλιοθήκη».
Το χορευτικό συγκρότημα παραδοσιακών χορών Ανδραβίδας |
Ιππική παρέλαση στους δρόμους της Ανδραβίδας, τον περασμένο Μάη |