ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 27 Δεκέμβρη 2025 - Κυριακή 28 Δεκέμβρη 2025
Σελ. /40
Είκοσι χρόνια από τον θάνατο του πρώην πρώτου μαέστρου του Μπολσόι, Οδυσσέα Δημητριάδη

Ποντιακής καταγωγής, από τα Σούρμενα, ο Οδυσσέας Δημητριάδης γεννήθηκε στο Μπατούμι της Γεωργίας (7/7/1908) και ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά του Αχιλλέα και της Καλλιόπης.

Οπως διηγείται ο μαέστρος, η τσαρική Γεωργία δεν είχε μουσικά σχολεία, εκτός του Κονσερβατορίου της Τιφλίδας, στο οποίο σπούδασε και αποφοίτησε. Από 15 ετών έπαιζε πιάνο στον βωβό κινηματογράφο στο Μπατούμι. Μετοίκησε στον αδερφό του στο Σοχούμι, όπου δούλεψε για λίγα χρόνια στο «Ελληνικό Θέατρο» ως μουσικός με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Κανονίδη, για τον οποίο συνέθεσε το τραγούδι «Τα μάτια» σε ποντιακή διάλεκτο, γράφοντας την πρώτη τους οπερέτα, «Πρόσφυγες στην Ελλάδα», που παίχτηκε μεταξύ άλλων σε Αθήνα (1952, 1963 - Θέατρο «Ρεξ - Κοτοπούλη») και Θεσσαλονίκη (2002, ΚΘΒΕ).

Σπουδές - σύνθεση

Ο Δημητριάδης σπούδασε στην Τιφλίδα πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Προηγουμένως, στο Μπατούμι, ήταν μαθητής του Αριστοτέλη Κουντούρωφ. Ιδρυσε την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα του Σοχούμι και αργότερα πήγε στο Λένινγκραντ (1933 - 1936) για μετεκπαίδευση στη διεύθυνση, στη διάσημη σχολή του Ιλια Μούσιν. Αποφοιτώντας, επέστρεψε στο Σοχούμι να εργαστεί, όπου έγραψε τη δεύτερη οπερέτα του, «Η Χαρά», με θέμα την εργασία στα καπνά. Συνέθεσε αρκετά έργα ακόμα, τα οποία μετά από δύο χρόνια κάηκαν μαζί με το θέατρο.

Εργασία

Στην Τιφλίδα έζησε και δούλεψε 28 χρόνια (1937 - 1965), 10 από αυτά ως διευθυντής της Οπερας και 5 ως διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας. Γνώρισε σε όλο τον σοβιετικό λαό και στον υπόλοιπο κόσμο τα γεωργιανά έργα, εμφανιζόμενος σε 20 περίπου χώρες, πολλά εκ των οποίων δισκογράφησε με τις Κρατικές Ορχήστρες της ΕΣΣΔ (Λένινγκραντ, Μόσχας, Γεωργίας, Μπολσόι κ.λπ.). Αποδέχτηκε τη θέση του Πρώτου Μαέστρου των Μπολσόι το 1965, διευθύνοντας επί εικοσαετία όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, π.χ. τους χορευτές Ουλάνοβα, Πλιστσένσκαγια, Μπαρίσνικοφ, Βασίλιεφ και τους τραγουδιστές Νεστερένκο, Αρχίποβα, Ομπραστσόβα, Γκιαούροφ, Βισνέβσκαγια, Ατζαμπαρίτζε, Ατλάντοφ, Μιλάσκινα, Μπουρτσουλάντζε κ.λπ. «Συνόδευσε» επίσης τους Οϊστραχ, Κόγκαν (βιολί), Ροστροπόβιτς (τσέλο), Ρίχτερ, Ομπόριν, Βιρσαλάντζε (πιάνο) κ.λπ. Επί δεκαετίες δίδαξε στα Ωδεία της Τιφλίδας και «Τσαϊκόφσκι» της Μόσχας. Το δε ρεπερτόριό του καλύπτει πάνω από 250 έργα, και οι συναυλίες του και παραστάσεις όπερας ανέρχονται σε περίπου 2.000.

Ο Δημητριάδης στην Ελλάδα

Ο μαέστρος επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ελλάδα ως αντιπρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου (1959). Ως μαέστρος ντεμπουτάρισε το 1964 με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και σολίστ τον βιολονίστα Σοφοκλή Πολίτη, ενώ στη Λυρική το 1965 διευθύνει «Ευγένιο Ονιέγκιν» και «Ντάμα Πίκα». Στη χούντα αρνήθηκε να έρθει, και από το 1974 διευθύνει σχεδόν κάθε χρόνο όλες τις ορχήστρες μας, κάνοντας το ρεπερτόριο της πατρίδας του (ΕΣΣΔ - Ελλάδα) αλλά και πολλούς κλασικούς και ρομαντικούς (Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπραμς, Μπερλιόζ, Βάγκνερ κ.ά.). Με την ΚΟΑ εμφανίστηκε 19 φορές, ερμηνεύοντας ελληνικά έργα (Κουντούροφ, Θεοδωράκη, Παλλάντιου, Καλομοίρη, Ευαγγελάτου, Τενίδη) και άλλα σε 1η εκτέλεση, των Τσαϊκόφσκι, Παλιασβίλι, Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς, Παγκανίνι, Ραχμάνινοφ, ενώ με τη Λυρική έδωσε δεκάδες παραστάσεις - «Αρραβωνιάσματα στο Μοναστήρι» (Προκόφιεφ), «Μπόρις Γκοντούνοφ» (Μουσόργκσκι), «Το Δαχτυλίδι της Μάνας» (Καλομοίρης), «Φλόρα Μιράμπιλις» (Σαμάρας) κ.ά. Εμφανίστηκε επίσης αρκετές φορές με την ΕΣΟ της ΕΡΤ και την ΚΟΘ, με το κοινό να τον αποθεώνει και στο τέλος χειροκροτώντας να φωνάζει ρυθμικά «Ο-ΔΥ-ΣΣΕ-Α».

Το 1976 δηλώνει στις εφημερίδες υπέρμαχος της μονοθεσίας των μουσικών των Κρατικών Ορχηστρών και 17 χρόνια μετά, ερχόμενος από το Μπολσόι μόνιμα στην Ελλάδα, διηγείται με παράπονο ότι περίμενε καλύτερη αντιμετώπιση από το κράτος, μα κανείς δεν νοιάστηκε. Το 1996 ο διευθυντής της ΚΟΑ, Αρης Γαρουφαλής, τον κάλεσε να δώσει κάποιες συναυλίες, όχι όμως και η Λυρική για όπερα, δίνοντάς του συναυλία και το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ. «Μου είπαν: Δεν θα διευθύνεις όπερα. Κάποιον δεν θα τον συνέφερε αυτό...», έλεγε.

Σοστακόβιτς και Μητρόπουλος

Ο Δημητριάδης είχε, φυσικά, φιλία με τους Σοβιετικούς συνθέτες. Για τον Σοστακόβιτς έλεγε: «Θυμάμαι, μια φορά, ο Μητρόπουλος ήρθε να παίξει δυο συναυλίες και τελικά έκανε και τρίτη, επειδή είχε μεγάλη επιτυχία. Θα έπαιζε Μπαχ, Στραβίνσκι, Προκόφιεφ και τελευταία τη σουίτα από το μπαλέτο "Καινούργιος Αιώνας" του Σοστακόβιτς. Ο Σοστακόβιτς έφερε την παρτιτούρα στον Μητρόπουλο. Εκείνος την κοίταξε δύο φορές. Τι μνήμη! Και με δύο πρόβες, την έπαιξε. Στο τέλος, και αφού βεβαίως ο κόσμος τούς αποθέωσε, ο Μητρόπουλος είπε στον Σοστακόβιτς: "Ωραία μουσική! Γιατί όμως μια τέτοια παρτιτούρα δεν είναι τυπωμένη;". Εκείνος του απάντησε: "Ενας διάσημος Σοβιετικός μαέστρος τη διηύθυνε τόσο άσχημα, που όταν την άκουσα είπα "αυτό δεν είναι μουσική, είναι σκατά!". (...) Σήμερα κατάλαβα, όπως το διηύθυνε ο Μητρόπουλος, ότι αυτό δεν είναι σκατά. Είναι καλή μουσική. Ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί εσείς δείξατε πώς πρέπει να παίζεται το έργο μου.»

Υψιστες σοβιετικές τιμές

Οι μεγαλύτερες στιγμές της ζωής του ήταν η συναναστροφή του με τον Μητρόπουλο στο Λένινγκραντ (1934), η ενορχήστρωση του «Ολυμπιακού Υμνου» του Σαμάρα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας (1980) και η δουλειά του ως μαέστρος και μουσικός υπεύθυνος, και η ενορχήστρωση της «Φλόρα Μιράμπιλις» επί Χωραφά στη Λυρική.

Τιμήθηκε με όλες τις τιμές της ΕΣΣΔ, όπως «Για την Ηρωική Δουλειά στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» (1946), της «Εργατικής Κόκκινης Σημαίας» (1951), του «Λαϊκού Καλλιτέχνη της ΕΣΣΔ» (1958) κ.λπ.

Ο πρώτος μου δάσκαλος στη διεύθυνση, Οδυσσέας Δημητριάδης, πέθανε στις 28/4/2005 στην Τιφλίδα και ενταφιάστηκε στην πλατεία Κρατικής Οπερας και Μπαλέτου «Ζαχαρία Παλιασβίλι».

ΥΓ. Το παρόν αφιερώνεται στον αγαπημένο μας Κροκεάτη κομμουνιστή, σύντροφο Γιάννη Καραμπούκαλο, αγωνιστή, υποδειγματικό οικογενειάρχη και καρδιακό φίλο, ο οποίος «έφυγε» αναπάντεχα στις 21 Δεκέμβρη από την επάρατο.


Δρ Χρήστος Ηλ. ΚΟΛΟΒΟΣ
Διευθυντής Ορχήστρας


ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ
«Η κωμωδία πρέπει να είναι πιστή στην πραγματικότητα»

Τα Χριστούγεννα του 1977 ο Τσάρλι Τσάπλιν, ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες και ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου, περνά στην αιωνιότητα, έχοντας αφήσει πίσω του ένα τιτάνιο, επίκαιρο και ανατρεπτικό έργο κι έχοντας ζήσει μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, τα βάσανα και τις προσδοκίες του για ένα καλύτερο αύριο...

Ενας άνθρωπος της αξιοπρέπειας

Ο Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο. Οι γονείς του ήταν καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου και της ελαφριάς όπερας. Ο πατέρας του πέθανε πολύ νωρίς και η μητέρα του πάλευε με τη φτώχεια και τη ψυχική ασθένεια, η οποία δυστυχώς επιδεινώθηκε πολύ γρήγορα και το 1903 κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο μέχρι το 1921, που ο Τσάπλιν την πήρε μαζί του στις ΗΠΑ. «Η μητέρα μου φώτισε το πιο ευγενικό φως που γνώρισε ποτέ αυτός ο κόσμος, το οποίο έχει προικίσει τη λογοτεχνία και το θέατρο με τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα θέματά τους: αγάπη, οίκτο και ανθρωπιά».

Από μικρός μεγάλωσε σε πτωχοκομεία και ορφανοτροφεία. Τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, η πείνα και η ανέχεια αντικατοπτρίζονται στις σπουδαίες ταινίες του αρκετά χρόνια αργότερα.

Πρωτοβγήκε στη σκηνή σε ηλικία μόλις δέκα ετών, όπου κέρδισε τις εντυπώσεις με τη φωνή και τις χορευτικές του ικανότητες. Τα επόμενα χρόνια, περιόδευσε με θιάσους στην Αγγλία και από το 1910 στην Αμερική, όπου το 1914 τον ανακαλύπτει η Keystone Film Company και μπαίνει στα κινηματογραφικά πλατό της εποχής.


Οι βωβές ταινίες του Τσάπλιν βασίζονταν στη φιγούρα του Αλητάκου, του εμβληματικού φτωχού ανθρώπου σε μια σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. «Δεν είχα ιδέα για τον χαρακτήρα. Αλλά από τη στιγμή που ντύθηκα, τα ρούχα και το μακιγιάζ με έκαναν να νιώσω το άτομο που ήταν. Αρχισα να τον γνωρίζω και μέχρι να μπω στη σκηνή είχε γεννηθεί πλήρως. Η στολή μου με βοήθησε να εκφράσω την αντίληψή μου για τον μέσο άνθρωπο, για σχεδόν οποιονδήποτε άνθρωπο, για τον εαυτό μου. Το καπελάκι, πολύ μικρό, είναι η προσπάθεια για αξιοπρέπεια. Το μουστάκι είναι η ματαιοδοξία. Το σφιχτά κουμπωμένο παλτό και το μπαστούνι και όλη η συμπεριφορά του είναι μια χειρονομία προς την ανδρεία και την ορμή. Κυνηγάει την τρέλα, και το ξέρει. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον κόσμο με θάρρος...».

«Ολο το νόημα», έλεγε ο Τσάπλιν για τη φιγούρα του Αλήτη, «είναι ότι όσο άθλιος κι αν είναι, όσο καλά κι αν καταφέρνουν τα τσακάλια να τον κατασπαράξουν, εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος αξιοπρέπειας». Και πράγματι, η συμπάθεια του Τσάπλιν για την εργατική τάξη καθορίζει όλες τις διάσημες βωβές ταινίες του.

Αλλάζοντας τον κινηματογράφο

Ο Τσάπλιν αλλάζει για πάντα τον βωβό κινηματογράφο.

Αντιλαμβάνεται ότι χωρίς να μιλάει μπορεί να περάσει τα μηνύματα που ήθελε μέσα από την πλαστικότητα της κίνησης και τις εκφράσεις του προσώπου του. Ο Αλητάκος καταφέρνει να γεννήσει αντιφατικά συναισθήματα και να σχολιάσει την κοινωνική πραγματικότητα, με τρόπο που οι θεατές να γελούν και να λυπούνται την ίδια στιγμή.


Οι χαρακτήρες αποκτούν βάθος και οι μικρές ιστορίες αφηγηματική δομή. «Κύριος στόχος μου είναι να δημιουργήσω ένα είδος κωμικής διασκέδασης με μια πινελιά δράματος. Είναι δύσκολο να ορίσω τη διαφορά μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας...».

Ο Τσάπλιν, όμως, φέρνει τα πάνω κάτω και στη βιομηχανία του θεάματος. Το 1919, μαζί με άλλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες δημιουργούν την United Artists, για να πάρουν οι ίδιοι τον δημιουργικό έλεγχο του έργου τους. Ο Τσάπλιν έγραφε, σκηνοθετούσε, πρωταγωνιστούσε, έκανε την παραγωγή και συχνά συνέθετε τη μουσική για τις ταινίες του.

Στη διάρκεια του μεσοπολέμου κυκλοφορεί μερικές από τις κλασικές πλέον ταινίες του. «Το Χαμίνι» (The Kid /1921), «Ο Χρυσοθήρας» (The Gold Rush / 1925), «Το Τσίρκο» (The Circus / 1928) με το οποίο κέρδισε το πρώτο του βραβείο της Ακαδημίας (δεν λεγόταν ακόμα Οσκαρ) και «Τα Φώτα της Πόλης» (City Lights / 1931).

Η έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου και ο ήχος στις ταινίες αναδιαρθρώνουν όλη την κινηματογραφική βιομηχανία, όμως ο Τσάπλιν επιμένει βουβά... «Η παντομίμα ήταν πάντα το παγκόσμιο μέσο επικοινωνίας. Υπήρχε ως το παγκόσμιο εργαλείο πολύ πριν γεννηθεί η γλώσσα. Η σιωπηλή εικόνα είναι ένα παγκόσμιο μέσο έκφρασης».

Ας αγωνιστούμε για έναν νέο κόσμο


Το 1936 έρχεται η τελευταία εμφάνιση του Αλητάκου στη μεγάλη οθόνη, ύστερα από δυο δεκαετίες.

Γυρνώντας από μια μεγάλη περιοδεία σε ολόκληρο τον κόσμο, παρατηρεί τα αποτελέσματα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης στους λαούς κι αποφασίζει να μιλήσει γι' αυτό.

Οι «Μοντέρνοι Καιροί» (Modern Times / 1936) σηματοδοτούν τη συμπόρευση του Τσάπλιν με τον ήχο, αλλά όχι την ομιλία. Κρατά το όπλο του λόγου για να εκφράσει πολύ προοδευτικές ιδέες τα επόμενα χρόνια. Στους «Μοντέρνους Καιρούς» χρησιμοποιεί ήχους, μουσική και είναι η πρώτη φορά που ακούμε τη φωνή του όταν τραγουδάει ένα τραγούδι σε μια δική του γλώσσα, που όμως την κατάλαβαν όλοι οι λαοί του κόσμου...

Οι πρεμιέρες της ταινίας ήταν από τις πιο λαμπρές που είχε δει ποτέ ο κινηματογράφος. Στο Λος Αντζελες, καλεσμένος του Τσάπλιν ήταν ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ενώ στο Λονδίνο ο Μπέρναρντ Σο καθόταν δίπλα του.

Η αριστουργηματική ταινία θα απαγορευτεί από τη ναζιστική Γερμάνια, το Βέλγιο και κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ.

Το φθινόπωρο του 1938, όταν υπογραφόταν η Συμφωνία του Μονάχου στην Ευρώπη, ο Τσάπλιν έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο σενάριο του «Μεγάλου Δικτάτορα»... Το 1940 ο «Μεγάλος Δικτάτορας» βγαίνει στη μεγάλη οθόνη.

Στα τελευταία λεπτά της ταινίας, η ομιλία του Τσάπλιν είναι η θέση του καλλιτέχνη για τον πόλεμο, για το γκρέμισμα του σάπιου κόσμου, για τον αγώνα των λαών για την αυγή της ανθρωπότητας. «Σε όσους μπορούν να με ακούσουν, λέω - μην απελπίζεστε. Η δυστυχία που μας βασανίζει τώρα δεν είναι παρά το πέρασμα της απληστίας - η πικρία των ανθρώπων που φοβούνται τον δρόμο της ανθρώπινης προόδου. Το μίσος των ανθρώπων θα περάσει, και οι δικτάτορες θα πεθάνουν, και η εξουσία που πήραν από τον λαό θα επιστρέψει στον λαό. Και όσο οι άνθρωποι πεθαίνουν, η ελευθερία δεν θα χαθεί ποτέ... Εσείς, ο λαός, έχετε τη δύναμη - τη δύναμη να δημιουργείτε μηχανές. Τη δύναμη να δημιουργείτε ευτυχία! Εσείς, ο λαός, έχετε τη δύναμη να κάνετε αυτή τη ζωή ελεύθερη και όμορφη, να κάνετε αυτή τη ζωή μια υπέροχη περιπέτεια... Ας αγωνιστούμε για έναν νέο κόσμο...».


Το 1941 ο Τσάπλιν στηριγμένος σε μια ιδέα του Ορσον Γουέλς ξεκινά να γραφεί το σενάριο του «Monsieur Verdoux», την ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου που καταλήγει αποκεφαλισμένος στην γκιλοτίνα. Οπως έλεγε πάντα, η κωμωδία δεν απέχει ποτέ πολύ από την τραγωδία και τον τρόμο. «Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ακόμα και ο φόνος μπορεί να είναι κωμικός».

Την ίδια περίοδο ξεκινά η επίθεση των ναζί στη Σοβιετική Ενωση. Ο Τσάπλιν, μαθαίνοντας καθημερινά για τις μεγάλες απώλειες του λαού της ΕΣΣΔ, μιλάει δημόσια και ανοιχτά για το άνοιγμα δεύτερου μετώπου στον πόλεμο, υπέρ της ΕΣΣΔ σε μια σειρά εκδηλώσεων. «Μου λένε ότι οι Σύμμαχοι έχουν δύο εκατομμύρια στρατιώτες που μαραζώνουν στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ μόνο οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν περίπου διακόσιες μεραρχίες Ναζί».

Στο στόχαστρο του FBI και της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων

Αυτή η στάση του Τσάπλιν τον βάζει στο «μάτι του κυκλώνα». Μπαίνει στο στόχαστρο λόγω της προοδευτικής τέχνης και των ιδεών του.

Βεβαίως το FBI έχει ήδη ανοίξει τον φάκελό του, που αριθμεί πολλές σελίδες ήδη από το 1922. Σύμφωνα με τις σελίδες αυτές ερευνάται για τους δεσμούς του με κομμουνιστικές οργανώσεις... Οταν αποχαρακτηρίζονται τα έγγραφα, βγαίνει στην επιφάνεια ότι η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών τον παρακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Του λένε ότι το «Monsieur Verdoux» δεν μπορεί γίνει ταινία, καθώς θίγει το ίδιο το σύστημα. Ο Τσάπλιν όμως δεν πτοείται, ξεκινάει τα γυρίσματα και ολοκληρώνει την ταινία. «Ο ισχυρισμός του Verdoux είναι ότι είναι γελοίο να σοκάρεται κανείς από την έκταση των φρικαλεοτήτων του, ότι είναι μια απλή "κωμωδία δολοφονιών" σε σύγκριση με τις νομιμοποιημένες μαζικές δολοφονίες πολέμου, οι οποίες είναι διακοσμημένες με χρυσή πλεξούδα από το σύστημα».

Η ταινία κυκλοφορεί το 1947. Περίοδο που ξεκινά και ο μακαρθισμός. Η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, η οποία είχε συσταθεί ήδη από το 1938, ανοίγει στο εσωτερικό των ΗΠΑ ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες κατηγορήθηκαν για τη διείσδυση της κομμουνιστικής προπαγάνδας στη βιομηχανία του θεάματος και βρέθηκαν στη «μαύρη λίστα». Για δύο σχεδόν δεκαετίες εκατοντάδες άνθρωποι ανακρίθηκαν, κατηγορήθηκαν χωρίς αποδείξεις, άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, χάνοντας τις δουλειές τους.

Η υποδοχή του «Monsieur Verdoux» στην πρεμιέρα ήταν αποκαρδιωτική, όμως ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στη συνέντευξη Τύπου, με τους δημοσιογράφους να τον ρωτούν σχετικά με τις πολιτικές του συμπάθειες, τον πατριωτισμό, τις φορολογικές του υποθέσεις και την άρνησή του να υιοθετήσει την αμερικανική υπηκοότητα... «Μου φώναξαν: "Είσαι κομμουνιστής; Γιατί δεν είσαι Αμερικανός πολίτης; Εχεις βγάλει τα χρήματά σου σε αυτή τη χώρα, έτσι δεν είναι;" Ηταν μια άγρια σκηνή, αλλά απόλαυσα τον καβγά...».

Η United Artists αναγκάζεται να αποσύρει προσωρινά από την κυκλοφορία το «Monsieur Verdoux», αφού όπου παιζόταν «αγανακτισμένοι πολίτες» οργάνωσαν πικετοφορίες εναντίον της.

Στο στόχαστρο της Επιτροπής μπαίνει και η φιλία του Τσάπλιν με τον Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ, ο οποίος ήταν και ένας από τους πρώτους που απελάθηκαν από τις ΗΠΑ. «Κανείς δεν θα μου πει ποιον να συμπαθώ και ποιον να μη συμπαθώ. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο», απαντά ο Τσάπλιν. Την ίδια περίοδο γράφει επιστολή στον Πάμπλο Πικάσο, ώστε να διασφαλίσει τη στήριξη Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ.

Με φοβούνται ακόμα...

To 1952 θα βγει η τελευταία ταινία που γύρισε ο Τσάπλιν στις ΗΠΑ, «Τα φωτά της Ράμπας» (Limelight). Σε αυτή την ταινία συνθέτει αναμνήσεις, εμπειρίες και σοφία μιας ζωής, σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στις μουσικές αίθουσες του Λονδίνου της νεότητάς του.

Η ταινία άνοιξε πρώτα στην Ευρώπη και ο Τσάπλιν μαζί με την οικογένειά του, αφού πέρασαν μια τελευταία «ανάκριση» από την Υπηρεσία Μετανάστευσης, πήραν την άδεια εξόδου από τις ΗΠΑ ώστε να την προωθήσουν.

Σαλπάροντας με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» για την Ευρώπη, πριν ακόμα απομακρυνθεί το πλοίο από το λιμάνι της Ν. Υόρκης, τα αμερικανικά ΜΜΕ μετέδωσαν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα του επέτρεπε να επιστρέψει μόνο εάν υποβαλλόταν σε έρευνα για τη Μετανάστευση και την Πολιτογράφηση σχετικά με τον ηθικό και πολιτικό του χαρακτήρα. Αρνήθηκε να υποβληθεί στην έρευνα.

Δεν θα επέστρεφε στις ΗΠΑ μέχρι το 1972, όταν η Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε το Οσκαρ Συνολικού Επιτεύγματος. Ακόμα και τότε η βίζα του είχε διάρκεια μόλις δέκα μέρες. Η κόρη του ανέφερε πως ο Τσάπλιν ήταν ενθουσιασμένος. «Είπε: "Με φοβούνται ακόμα"».

Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Επιμένει να σαρκάζει τον μακαρθισμό. Με την ταινία «Ενας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (A King in New York / 1957), ο Τσάπλιν ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που εκθέτει την παράνοια των ΗΠΑ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το σενάριο της ταινίας είναι χειρουργικό νυστέρι ακριβείας. Η ταινία γυρίζεται με πολλές δυσκολίες και θα προβληθεί στις ΗΠΑ 16 χρόνια αργότερα...

Η τελευταία ταινία του Τσάπλιν, «Η Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ» (A Countess from Hong Kong / 1967) δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής κι ο Τσάπλιν αποσύρεται από τον κινηματογράφο.

Μένουν οι ταινίες του... Οι πανανθρώπινες ταινίες του, γιατί όπως έλεγε: «Ελπίζω η ψυχαγωγία που προσφέρω να έχει κάποια επίδραση στους ανθρώπους. Ελπίζω να δουν την ομορφιά που εγώ ο ίδιος αναζητώ. Προσπαθώ να εκφράσω την ομορφιά που αγκαλιάζει όλα τα αληθινά θεμελιώδη συναισθήματα της ανθρωπότητας...».


Α. - Π.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ