Σε «μόνιμο» καθεστώς εργασιακής ομηρίας και ανασφάλειας, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, παραμένουν οι περίπου 15 χιλιάδες εργαζόμενες/οι στη σχολική καθαριότητα.
Οι συμβάσεις έργου, οι μετέπειτα συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η μερική απασχόληση του 50% περίπου των εργαζομένων, οι χαμηλοί μισθοί, που ύστερα από χρόνια δουλειάς μόλις ξεπερνούν τον κατώτατο, τα ζητήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, πολλές φορές οξυμένα, το βγες - μπες στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (ΒΑΕ), περιγράφουν σε αδρές γραμμές τα βάσανα ενός κλάδου που έργο του είναι να κρατάει καθαρά τα σχολεία των παιδιών μας.
Σε αυτές τις συνθήκες τα σωματεία σχολικών καθαριστών/ιών δίνουν τη μάχη για τη βελτίωση των όρων εργασίας, με αιχμή το αίτημα για μόνιμη και πλήρη απασχόληση όλων των εργαζομένων, και, βέβαια, όπως σημειώνουν, αναγκαία προϋπόθεση για να έχει αποτελέσματα ο αγώνας τους είναι η κοινή τους δράση.
Εμπόδια στον αγώνα τους προσπαθούν να βάλουν οι εργατοπατέρες, με την ΠΑΣΚΕ να έχει ρόλο ...πρωταγωνιστή στην υπονόμευση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην πρόσφατη συνεδρίαση της διοίκησης της ΓΣΕΕ ο πρόεδρός της έφερε προς έγκριση ομοσπονδία με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στην Καθαριότητα», και την πέρασε με τις ψήφους των παρατάξεων που πρόσκεινται σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Από την άλλη, ο πρώην εκπρόσωπος Τύπου της ΓΣΕΕ, επίσης στέλεχος της ΠΑΣΚΕ, ανακοίνωσε την ίδρυση άλλης ομοσπονδίας, με την επωνυμία «Ομοσπονδία Εργαζομένων Καθαριότητας». Ο συγκεκριμένος έχει στήσει βέβαια κι άλλο παραμάγαζο - «ομοσπονδία», με την επωνυμία «Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων στις Υπηρεσίες και στο Εμπόριο», με διάφορα «σωματεία» - φαντάσματα, αλλά και με υπαρκτά σωματεία καθαριστών/ιών, τα οποία τώρα παρουσιάζει ως μέλη στη νέα Ομοσπονδία του!
Κόντρα σε αυτήν την άθλια πρακτική, στην προσπάθεια διάσπασης των εργαζομένων και στην υπονόμευση των αγώνων τους, στέκεται σταθερά η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ), η οποία καλεί όλα τα σωματεία του κλάδου σε συντονισμό της δράσης με άλλα εργατικά σωματεία, συλλόγους γονέων, φοιτητών, εκπαιδευτικών και άλλους μαζικούς φορείς. Μπαίνει μπροστά έτσι ώστε η συσσωρευμένη αγανάκτηση για την απώλεια δικαιωμάτων, για τις συμβάσεις ομηρίας που λήγουν κάθε 10μηνο στη σχολική καθαριότητα, την εντατικοποίηση, το ξεχείλωμα του ωραρίου και των καθηκόντων, να γίνει μαζικός διεκδικητικός αγώνας για σταθερή δουλειά με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, επιδόματα, άδειες, μέσα ατομικής προστασίας.
Στο φόντο αυτό, ο «Ριζοσπάστης» συνομίλησε με συνδικαλίστριες του κλάδου, μεταφέροντας την αθλιότητα της ομηρίας που βιώνουν εδώ και δεκαετίες, αλλά και τη διεκδικητική φωνή των σωματείων, την πείρα από τη δράση τους, την αγωνία για τα αναγκαία βήματα που πρέπει να γίνουν.
Συγκεκριμένα, μας μιλούν οι Ευγενία Κατακάλου, Δήμητρα Ηλία και Αγνή Μανώλη, πρόεδροι των Σωματείων Σχολικών Καθαριστριών Αθήνας, Ιωαννίνων και Ημαθίας αντίστοιχα.
Ευγενία Κατακάλου, πρόεδρος του Σωματείου Σχολικών Καθαριστριών Αθήνας
Οι μόνιμοι εργαζόμενοι - προσθέτει - είναι λιγότεροι από το 10% και η μεγάλη πλειοψηφία «εργαζόμαστε με δεκάμηνες συμβάσεις εργασίας, Σεπτέμβριο μέχρι Ιούνιο, μένοντας κάθε καλοκαίρι δύο μήνες άνεργοι, αγωνιώντας αν θα επαναπροσληφθούμε. Την περίοδο της ανεργίας παίρνουμε ψίχουλα». Ακόμα χειρότερα, οι περισσότερες 10μηνες συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι ταυτόχρονα συμβάσεις μερικής απασχόλησης (15 - 20 ώρες τη βδομάδα), ακόμα κι αν ο όγκος εργασίας αντιστοιχεί σε πλήρη απασχόληση.
Εξίσου άθλιες είναι και οι αμοιβές. Ο μισθός ξεκινάει από 250 ευρώ τον μήνα για μερική απασχόληση, ενώ και οι εργαζόμενες πλήρους απασχόλησης σπάνια φτάνουν τα 700 - 800 ευρώ καθαρά. Ετσι, είναι συχνά αναγκασμένες να κάνουν και δεύτερη δουλειά για να επιβιώσουν.
Για τον όγκο εργασίας τονίζει ότι συχνά μια καθαρίστρια έχει στην ευθύνη της τεράστιους χώρους, με εκατοντάδες μαθητές, οι οποίοι χώροι δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν στο ωράριο που προβλέπει η σύμβαση. Επιπλέον, οι καθαρίστριες επιφορτίζονται με καθήκοντα εκτός καθαριότητας, όπως βάψιμο τοίχων, σερβίρισμα παιδιών σε Νηπιαγωγεία και Δημοτικά, καθαρισμός κουρτινών και χαλιών.
Μια καθαρίστρια με τρίωρη απασχόληση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να καθαρίσει ένα ολόκληρο κτίριο με εκατοντάδες μαθητές. Ετσι, «παρόλο που πολλοί από εμάς δουλεύουμε παραπάνω, απλήρωτες ώρες, για να βγει η δουλειά, τελικά καλύπτονται μόνο οι βασικές αλλά όχι οι συνεχείς ανάγκες».
Σχολιάζοντας την ίδρυση των δύο εργοπατερικών «Ομοσπονδιών», υπογραμμίζει πως «τέτοιες οργανώσεις υπάρχουν μόνο για να κάνουν τα χατίρια της κυβέρνησης και των δημάρχων... Πρόκειται για σχήματα - σφραγίδες, συχνά στημένα από κυβερνητικούς και εργοδοτικούς μηχανισμούς, που εμφανίζονται για να μαζεύουν αντιπροσώπους, να υπονομεύουν τη μαζικότητα και τη δράση των υπαρχόντων σωματείων.
Αυτό που έχουμε ανάγκη εμείς είναι σωματεία ταξικά, που να στέκονται δίπλα στον κάθε εργαζόμενο και να διεκδικούν μόνιμη και σταθερή δουλειά, καλύτερους μισθούς, δικαιώματα και ζωή με αξιοπρέπεια».
Ως προς τη δράση του Σωματείου, αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις του μαζί με τους εργαζόμενους σε δήμους της Αττικής, στη ΔΥΠΑ για τον τρόπο παροχής του επιδόματος ανεργίας και την έγκαιρη καταβολή του, στο υπουργείο Εσωτερικών απαιτώντας μονιμοποίηση, επαρκές προσωπικό και προστασία της υγείας.
Περαιτέρω, μαζί με την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας «μπαίνουμε μπροστά στον αγώνα για σταθερή δουλειά με δικαιώματα. Θέλουμε η συσσωρευμένη αγανάκτηση να μετατραπεί σε μαζικό, συντονισμένο, διεκδικητικό αγώνα ενάντια σε κράτος, κυβερνήσεις και διοικήσεις, που θεωρούν κόστος την καθαριότητα και τα δικαιώματά μας».
Δήμητρα Ηλία, πρόεδρος του Σωματείου σχολικών καθαριστριών Ιωαννίνων
Το αίτημα για μόνιμο προσωπικό πλήρους ωραρίου σε όλα τα σχολεία είναι αναγκαίο και ρεαλιστικό, όμως οι κυβερνήσεις και οι δημοτικές αρχές «κάνουν οικονομία σε βάρος της καθαριότητας για να περισσεύουν χρήματα για τους μεχαλοεπιχειρηματίες», μας λέει εξαρχής η Δήμητρα Ηλία.
Στον νομό Ιωαννίνων, αναφέρει, καμιά δημοτική αρχή δεν ζήτησε μόνιμες προσλήψεις. Υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν «σε μικρούς δήμους 25 χρόνια και είναι μερικής απασχόλησης με πενιχρούς μισθούς, οι οποίοι θα βγουν στη σύνταξη, αν δεν έχουν απολυθεί μέχρι τότε, στα 70 τους χρόνια». Σε κανέναν δήμο δεν τηρείται η νομοθεσία για την Υγεία και Ασφάλεια, τα εργατικά «ατυχήματα» δεν καταγράφονται και οι επαγγελματικές ασθένειες είναι άγνωστη έννοια.
Με αφορμή το νομοσχέδιο για το 13ωρο επισημαίνει: «Ολοι μας ξέρουμε ότι όταν εργαζόμασταν με συμβάσεις έργου, εργαζόμασταν από 9 έως 13 ώρες γιατί δεν έβγαινε το ωράριο και η δουλειά που είχαμε αφού θεωρούμασταν εργολάβοι. Μπροστά στο νομοσχέδιο για τη 13ωρη εργασία ξέρουμε ότι θέλουν να ανοίξουν τον δρόμο για εργολαβικούς εργαζόμενους με πιο φτηνή απασχόληση. Τα κέρδη των μεγάλων συνεργείων καθαριότητας στον τεράστιο ανταγωνισμό τους μπορούν να αυγαταίνουν μόνο από τον δικό μας κόπο».
Για τους εργατοπατέρες και τη στάση τους λέει χαρακτηριστικά: «Είναι αυτοί που το 2012 αποδέχτηκαν την κατάργηση του ενσήμου ΒΑΕ μέχρι και το 2020, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των συναδέλφων στον κλάδο και σε όλους τους κλάδους στην καθαριότητα να μην μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με αξιοπρεπείς συντάξεις. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις απολύσεις 15 συναδέλφων στον δήμο Ζίτσας το 2017, με την Ομοσπονδία και την πλειοψηφία του εργοδοτικού σωματείου να τις αφήνουν μόνες, αφού θεωρούσαν φυσιολογικό ο εργοδότης να απολύει τον εργαζόμενο! Επίσης, το 2022 όταν απολύθηκαν 40 σχολικοί καθαριστές στον δήμο Ιωαννιτών, ήταν απέναντι στους συναδέλφους. "Αφού ήμασταν πολλές και καθόμασταν ας απολυθεί και καμία" λέγανε!».
Ως προς τη δράση του σωματείου, σημειώνει πως τα τελευταία 3 χρόνια, που έχει περάσει στα χέρια των ταξικών δυνάμεων, μπαίνει μπροστά για την οργάνωση του αγώνα των εργαζομένων και τη διεκδίκηση αιτημάτων με κριτήριο τις ανάγκες τους. Σημειώνει πως εργαζόμενοι «που δεν ήξεραν τι σημαίνει να παλεύεις μέσα από το συνδικάτο σου, να παίρνεις ενιαία απόφαση με τον συνάδελφό σου. Γίναμε ένα, ενώ για πολλές δεκαετίες δουλεύαμε στον ίδιο κλάδο και δεν γνωριζόμασταν μεταξύ μας».
Στήριξη στον αγώνα τους προσφέρουν το Εργατικό Κέντρο, η Ενωση Γονέων του δήμου Ιωαννιτών, η Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Ελλάδος και πρόσφατα η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων με πρωτοβουλίες της οποίας «ήρθαμε σε επικοινωνία με άλλα πρωτοβάθμια σωματεία σχολικών καθαριστών. Ανταλλάξαμε εμπειρία και συζητήσαμε πώς θα μπορέσουμε να έχουμε μία ενιαία στάση στην επίθεση που δεχόμαστε».
Αγνή Μανώλη, πρόεδρος του Σωματείου Σχολικών Καθαριστριών Ημαθίας
«Πρέπει επιτέλους οι συμβάσεις μας να γίνουν αορίστου χρόνου», τονίζει η Αγνή Μανώλη, αναδεικνύοντας ως βασικό πρόβλημα των εργαζομένων στη σχολική καθαριότητα την προσωρινή απασχόληση. «Κάθε χρόνο» - σημειώνει - «ζεις με την αγωνία αν θα σου ανανεώσουν τη σύμβαση ή όχι, δεν μπορείς να προγραμματίσεις τη ζωή σου».
Ως προς τους επικίνδυνους παράγοντες στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι, αναφέρει ότι πλήθος καθαρίστριες και καθαριστές αντιμετωπίζουν προβλήματα τενοντίτιδας στα χέρια και αλλού. Επιπλέον, δεν μπορεί να θεωρούνται ασύνδετα οι αναθυμιάσεις από τα χημικά καθαριστικά με τις πολλές περιπτώσεις καρκινοπαθών εργαζομένων στον κλάδο.
Παρ' όλα αυτά, σε συνθήκες κρίσης το 2012 οι σχολικές καθαρίστριες «πετάχτηκαν» τεχνηέντως από τα ΒΑΕ. Ομως με τους αγώνες που έδωσαν κατάφεραν αρχικά να αποσπάσουν την καταβολή του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας το 2017, και στη συνέχεια να επανενταχθούν στα ΒΑΕ με νόμο του 2019.
«Το ζήτημα με τη μετατροπή των συμβάσεών μας είναι άρρηκτα δεμένο με τα δικαιώματά μας», υπογραμμίζει. «Εχει να κάνει με τις άδειες που παίρνουμε, τους μισθούς, τα επιδόματα, τις συντάξεις».
Υπάρχουν εργαζόμενες - αναφέρει - που δεν παίρνουν αναρρωτική άδεια, ακόμα και για σοβαρές ασθένειες, γιατί τα χρήματα της άδειας είναι ακόμα λιγότερα από τον μισθό που παίρνουν. Σε ό,τι αφορά δε τις εργαζόμενες με τρίωρη μερική απασχόληση, τα χρήματα που παίρνουν είναι περίπου 360 ευρώ τον μήνα και αναγκάζονται να κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.
Γι' αυτό είναι ανάγκη η μόνιμη και σταθερή εργασία, η κατάργηση της μερικής απασχόλησης.
Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη οργάνωση του αγώνα τους για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους, επισημαίνει την ανάγκη κοινής δράσης των πρωτοβάθμιων σωματείων: «Κανέναν εργαζόμενο δεν βολεύουν οι διασπάσεις. Ο κλάδος πρέπει να είναι ενωμένος». Αναδεικνύει δε την ανάγκη στήριξης του αγώνα τους για μόνιμη και σταθερή εργασία και από άλλα σωματεία, καταρχάς από τους συλλόγους των εκπαιδευτικών.