Πορεία ενός αιώνα, από το Νείλο μέχρι το Δούναβη
Αποκαλυπτικό «φως» στη γέννηση και πορεία του ελληνικού μετεπαναστατικού θεάτρου, αλλά και στα ποικίλα εμπόδια που συναντά η επιστημονική έρευνα σε δημόσιες βιβλιοθήκες και αρχεία στην Ελλάδα, έριξε η έκδοση (2003) από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», του πρώτου (δίτομου) μέρους μιας δωδεκάχρονης, συλλογικής έρευνας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας του πανεπιστημίου (η έρευνα συνεχίζεται), για την παρουσία ελληνικών επαγγελματικών θιάσων στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τίτλος αυτής της πολύτιμης (βραβευμένης το 2004 από την Ενωση Θεατρικών - Μουσικών Κριτικών) έρευνας είναι: «Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως (Το χρονικό της ανάπτυξης του ελληνικού επαγγελματικού θεάτρου, στο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. 1828-1922)». Και επικεφαλής της είναι ο καθηγητής Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, διακεκριμένος και από τις πρωτοπόρες μελέτες του για τον Καραγκιόζη, το κωμειδύλλιο, την ελληνική επιθεώρηση, Θόδωρος Χατζηπανταζής.
Ολες οι κορυφαίες πρωταγωνίστριες του 19ου αιώνα - Πιπίνα Βονασέρα, Σοφία Ταβουλάρη, Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, Αικατερίνη Βερώνη - γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκτός του ελληνικού κράτους κι επί πολλά χρόνια έπαιζαν στη σκηνή της πατρίδας τους, πριν έρθουν στη μικρή Αθήνα του Γεωργίου Α`. Επίσης, οι σημαντικότεροι θεατρικοί συγγραφείς της εποχής - Ιωάννης Ζαμπέλιος, Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, Δημήτριος Βυζάντιος, Μ. Χουρμούζης, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής - γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν εκτός του υποτιθέμενου εθνικού κέντρου και διαμορφώθηκαν πνευματικά σε «συνάρτηση προς την Κωνσταντινούπολη ή την επτανησιακή παράδοση». Αλλά και όλα τα μεγάλα και εξοπλισμένα θέατρα - το «Ναούμ» στην Κωνσταντινούπολη, το «Καμεράνο» στη Σμύρνη, το «Ζιζίνια» στην Αλεξάνδρεια - ήταν εκτός ελληνικού κράτους και ξένων ιδιοκτητών. Ετσι, η ελληνική ηθοποιία «σφυρηλατήθηκε» εκτός Ελλάδας, με θεατές ελληνόφωνους μεν, αλλά υπηκόους του σουλτάνου, του χεδίβη της Αιγύπτου, του τσάρου, των ηγεμόνων των νεοσύστατων βαλκανικών κρατιδίων. Θεατές, με «ιδιόμορφη παιδεία και συγκεκριμένες ψυχολογικές και ιδεολογικές ανάγκες».
Στα αστικά κέντρα του νεοσύστατου βασιλείου πρωτοεκδηλώθηκε η ανάγκη ψυχαγωγίας. Στην αλματωδώς αναπτυσσόμενη Σύρο, ενώ ακόμα μάχονται οι αγωνιστές του '21, οργανώνονται θεάματα. Ευρωπαίοι σχοινοβάτες εμφανίζονται στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, όπου και ένας καραγκιοζοπαίχτης στήνει τον μπερντέ του «εις ρυπαρόν καφενείον παρά τη Βρύσιν του Βορειά» και ο θαυματοποιός Ροδόλφης τη σκηνούλα του στην οδό Αιόλου.
Στα 1828, πάει στην Ερμούπολη, ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Θόδωρος Αλκαίος, ερασιτέχνης ηθοποιός προεπαναστατικού θιάσου στη Βλαχία. Με το θέατρό του - «καύχημα της Ερμουπόλεως και του έθνους όλου» και «το ζωηρότερον σχολείον της ανθρωπότητος», όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε - ξεκίνησε το μετεπαναστατικό ελληνικό θέατρο. Ο Επίτροπος έκλεισε το θέατρο του Αλκαίου, λόγω των αντιτυραννικών πολιτικών μηνυμάτων του, αλλά οι θεατρικές προσπάθειες στη Σύρο συνεχίζονται από το 1829. Αναδείχνονται νέοι ερασιτέχνες ηθοποιοί (Τηλέμαχος Παΐζης, Θεμιστοκλής Ελευθεριάδης, Λεωνίδας Καπέλος, Ιωάννης Κυριακός) και επιχειρηματίες. Το 1836 κατασκευάζει στο λιμάνι της Σύρου το πρώτο ξύλινο θέατρο ο Κεφαλονίτης Χαράλαμπος Μιχαλόπουλος, ο «αξιότερος ηθοποιός της χώρας». Ο θίασος Μιχαλόπουλου, που ανεβάζει τα δημοφιλή ευρωπαϊκά δράματα «Αριστόδημος», «Μανιώδης», εμφανίζεται το 1836 και στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, στο θέατρο (μάντρα στην Αιόλου) του Κεφαλονίτη επιχειρηματία Αθανάσιου Σκοντζόπουλου, όπου παίζεται το πατριωτικό ρεπερτόριο των προεπαναστατικών ελληνικών ερασιτεχνικών θιάσων της Οδησσού και του Βουκουρεστίου (λ.χ., «Ορέστης», «Ολύμπια», «Θάνατος του Δημοσθένους», «Η τραγωδία του Σουλίου») και νεότερα έργα (λ.χ., «Λεπρέντης», «Ρήγας Φεραίος», «Σκενδέρμπεης», «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη»).
Ας δούμε, όμως, μερικά στοιχεία για το αθηναϊκό θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του 1830. Στο πολεοδομικό σχέδιο, που ενέκρινε το παλάτι (1834), προβλεπόταν ο χώρος της πλατείας Κλαυθμώνος να γίνει μεγάλο θέατρο. «Τόπος ή οίκος διωρισμένος διά τα Θεάματα (ως Κωμωδίας και Τραγωδίας) και Θαύματα», χαρακτηριζόταν από τους Βαυαρούς πολεοδόμους. Το 1840 η Αθήνα απέκτησε ένα μέτριο αρχιτεκτονικά θέατρο, όπου η άρχουσα τάξη, αντί του Αριστία, εγκαθιστά ιταλικό μελοδραματικό θίασο. Το όραμα, όμως, φυσιογνωμιών του προεπαναστατικού ελληνικού διαφωτισμού (λ.χ., Κοραής, Κωνσταντίνος Ασώπιος, Αθανάσιος Χριστόπουλος) για θέατρο - μορφωτικό και πατριωτικό «σχολείον του λαού» δεν έσβησε.
Η επιτυχία του θιάσου του Χ. Μιχαλόπουλου στην Αθήνα, το 1836, έφερε και ξένους μελοδραματικούς θιάσους στην πρωτεύουσα, όπως του Γκαετάνο Μέλι και του Μπαζίλιο Σανσόνι. Ο τελευταίος, το 1839, κατασκεύασε ένα στοιχειώδες λιθόκτιστο θέατρο για το θίασο της Ρίτα Μπάσσο. Μελόδραμα αποζητούσε η άρχουσα τάξη, που το καθεστώς της, τις παραμονές του συνταγματικού κινήματος το 1843, χαρακτήρισε τις αντιτυραννικές τραγωδίες του Διαφωτισμού, «αντιπολιτευτική προπαγάνδα», παίρνοντας δυναμικά λογοκριτικά και απαγορευτικά μέτρα.
Στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, δημιουργήθηκαν διάφορα θέατρα - χτιστά και ξύλινα, και κυρίως πολλά θερινά, και σε προάστια (λ.χ., Φάληρο, Τερψιθέα, Πειραιάς), με πιο φημισμένο το θέατρο του Μπούκουρα. Καθώς ο χώρος δεν επιτρέπει άλλες λεπτομέρειες, σημειώνουμε ότι στις επόμενες δεκαετίες πληθαίνουν οι επαγγελματίες ηθοποιοί και οι θίασοι, ενώ σε σημαντικότατα θεατρικά κέντρα, με νεοκλασικά θεατρικά κτίρια, αναδείχνονται η Ερμούπολη και η Κέρκυρα.
Αξίζει να αναφέρουμε λιγοστούς, έστω, «σταθμούς» από τις πραγματικά επικές εξορμήσεις των Ελλήνων ηθοποιών του 19ου αιώνα. Επικές, πρωτίστως, λόγω των λιγοστών και «πρωτόγονων» τότε, επομένως επικίνδυνων, στεριανών και θαλάσσιων μεταφορικών μέσων.
Στη Σύρο, εκτός των θιάσων των Θεόδωρου Αλκαίου και Χαράλαμπου Μιχαλόπουλου, εμφανίστηκε και ο θίασος Καλογνώμου - Ματζουράνη (1830). Το 1836 στο Ναύπλιο ερασιτέχνες παρουσιάζουν τις τραγωδίες του Ι. Ζαμπέλιου «Σκεντέρμπεης» και «Τιμολέων». Στα 1858-1860, στο Μοναστήρι της Θεσσαλονίκης, δίνει παραστάσεις ελληνικός νεανικός θίασος «κωμωδιών και μελοδραμάτων». Η «Ελληνική θεατρική μεταβατική εταιρία» του Ιωάννη Κούγκουλη, μετά τη Σύρο, το 1863 δίνει παραστάσεις στην Πάτρα. Στα 1864 αθηναϊκός θίασος περιοδεύει με το έργο «Μάρκος Μπότσαρης» στην Κέρκυρα, σε άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά και σε Κωνσταντινούπολη και Αλεξάνδρεια. Στην Κωνσταντινούπολη, το 1860, ο θίασος του Βασίλη Ανδρόπουλου παρουσιάζει στο θέατρο «Ναούμ» τα έργα «Ορέστης» του Αλφιέρι, «Αριστόδημος» του Μόντι, «Εις απόγονος του Τιμολέοντος, ήτοι πατρίς, μήτηρ, έρως» και «Οι τριακόσιοι» του Αλ. Ζωηρού. Το 1861 στο «Ναούμ» ο θίασος Ιωάννη Μαρκεσίνη παίζει τα έργα «Αριστομένης και Γόργος» του Λαφονταίν, «Ακούσιος γιατρός» («Γιατρός με το ζόρι») του Μολιέρου και ο θίασος Β. Ανδρόπουλου τα έργα «Λουκρητία Βοργία» του Ουγκώ, «Τρεις γάμοι εις μίαν ημέρα» του Ιωάννη Κούρτελη, «Οιδίπους τύραννος» του Βολταίρου, «Αριστομένης και Γόργος» του Λαφονταίν.
Το φθινόπωρο του 1864 πραγματοποιείται η πρώτη, πεντάμηνης μάλιστα διάρκειας, εξόρμηση Ελλήνων ηθοποιών στην Αλεξάνδρεια, μετά από παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη, με τα έργα «Μάρκος Μπότσαρης», «Γεώργιος Καστριώτης», «Ο λοχίας Παλαύρας». Το 1866 παραστάσεις στη Σμύρνη δίνει ο νεοσύστατος αθηναϊκός θίασος του Διονυσίου Ταβουλάρη (ερασιτέχνη ηθοποιού της πολύ δραστήριας θεατρικά Ζακύνθου, ο οποίος εξελίχθηκε σε φημισμένο πρωταγωνιστή). Στη Σμύρνη το 1867 και το 1868 στην Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Κάιρο) ο θίασος του Παναγή Σούτσα, ο οποίος στα 1871-'72 εξορμά σε Σάμο, Χίο και Σμύρνη. Σε Σύρο (1866), Σμύρνη (1867), Αίγυπτο (1868), παρουσιάζει τη σοφόκλεια «Αντιγόνη» ο θίασος Δημοσθένη Αλεξιάδη - Πιπίνας Βονασέρα. Ο Β. Ανδρόπουλος πρώτος, το 1861, εξορμά στο Γαλάζι Ρουμανίας, όπου ξαναπάει και το 1868. Ο θίασος Ανδρόπουλου το 1869 δίνει παραστάσεις στις μεγάλες πόλεις της Αζοφικής - Βερδιάνσκα και Ταγκανρόγκ - όπου το 1871 ξαναπάει, προσθέτοντας και παραστάσεις στις πόλεις Γέικ και Μαριούπολη. Στα χρόνια 1869-1890 παραστάσεις στο Βουκουρέστι, στη Βάρνα Βουλγαρίας και στην Τεργέστη δίνουν οι θίασοι των Π. Σούτσα - Δ. Ταβουλάρη, του Δημοσθένη Αλεξιάδη και του Β. Ανδρόπουλου.
Ο θίασος του Ανδρόπουλου, ο πλέον επίμονος, φιλόδοξος και παράτολμος με τις εντός και εκτός Ελλάδας εξορμήσεις του, με πρωταγωνίστρια την Σμαράγδα Γιαννοπούλου, έφτασε να δώσει παραστάσεις ακόμα και στη διάσημη - οπερατικά και θεατρικά - Βιέννη, αποσπώντας κολακευτικές κριτικές από τον ξενόγλωσσο Τύπο.