2. Η αλήθεια, που δε γνωρίζει βόλεμα, δεν είναι παρά κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας από κραυγές που βοηθούν να βρεις τη θέση σου στο πεζοδρόμιο και στην τέχνη σου, όπως ακριβώς μας είπε ο Πάμπλο Πικάσο: «... κραυγές παιδιών, κραυγές γυναικών, κραυγές πουλιών, κραυγές οικοδομής, κραυγές τούβλων, κραυγές επίπλων, κρεβατιών, καρεκλών, κουρτινών, δοχείων, γάτων, χαρτιών, κραυγές από μυρωδιές που αγκιστρώνονται η μία μετά την άλλη, κραυγές καπνού που καίει την πλάτη, κραυγές που σιγοβράζουν μέσα σε καζάνι». Μετά τις κραυγές, ο Πάμπλο έκανε την πολιτική του κίνηση: «Η προσχώρησή μου στο κομμουνιστικό κόμμα είναι η λογική συνέπεια της ζωής μου και ολόκληρου του έργου μου. Γιατί - και είμαι περήφανος που το λέω - ποτέ δε θεώρησα τη ζωγραφική ως τέχνη ψυχαγωγίας, ως διασκέδαση. Θέλησα με το σχέδιο και το χρώμα, εφόσον αυτά ήταν τα όπλα μου, να γνωρίσω καλύτερα τον κόσμο και τους ανθρώπους, ώστε η γνώση μου αυτή να μας χαρίζει κάθε μέρα λίγο περισσότερη ελευθερία».
3. Η αλήθεια που έλεος δεν έχει ευτυχώς για κανέναν.
4. Η αλήθεια που πληρώνουν με τη ζωή τους οι ποιητές. Απόσπασμα από επιστολή της Μαρίνας Τσβετάγεβα στον Ράινερ Μαρία Ρίλκε:
«...Ενας κριτικός είπε για τον Μπλοκ: "Τα τέσσερα χρόνια που μας χωρίζουν από το θάνατό του μας συμφιλίωσαν με το θάνατό του, σχεδόν μας παρηγόρησαν γι' αυτόν". Εγώ του ανταπέδωσα: "Αν τέσσερα χρόνια είναι αρκετά για να παρηγορηθεί κανείς για το θάνατο ενός ποιητή όπως ο Μπλοκ, τι γίνεται τότε με τον Πούσκιν; Τι γίνεται με τον Ορφέα; Κάθε θάνατος ποιητή, όσο φυσικός κι αν είναι, είναι αφύσικος, δηλαδή φόνος, ως εκ τούτου αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αιώνιος - μέσα στη στιγμή - διαρκής. ο Πούσκιν ή ο Μπλοκ - και για να τους αναφέρουμε όλους - ο Ορφέας είναι αδύνατον να έχουν πεθάνει ποτέ, γιατί πεθαίνουν αυτήν τη στιγμή (αιώνια!). Μέσα σε κάθε εραστή ακόμα μια φορά, μέσα σε κάθε εραστή - αιώνια"».
5. Η αλήθεια της καθημερινότητας που ξετυλίγεται συνήθως στο χώρο της κουζίνας, μπροστά στον αχνιστό καφέ. Εκεί αρχίζει ο διάλογος, ο ένας και μοναδικός γύρω από το τραπέζι, και τον μοιράζονται όλοι, και για όλα με αλήθεια εκεί αποφασίζουν.
6. Η αλήθεια που ξεπηδούσε από το ξυράφι του Γουλιέλμου Οκαμ (Αγγλος φραγκισκανός φιλόσοφος, θεολόγος και συγγραφέας), που διατύπωσε τη φιλοσοφική αρχή, γνωστή ως Νόμο της Θείας Οικονομίας: «Το πλήθος των πραγμάτων δεν πρέπει να επεκτείνεται πέρα από το αναγκαίο». Την αρχή τη χρησιμοποίησε ο Οκαμ για να εκκαθαρίσει τη φιλοσοφία από τις δαιδαλώδεις προτάσεις, κατασκευές και φιλοσοφικές αποδείξεις των σχολαστικιστών και με το χρόνο ονομάστηκε «Ξυράφι του Οκαμ» επειδή ήταν ουσιαστικά «λεπίδα» που πάνω της δοκιμαζόταν κάθε νέα φιλοσοφική πρόταση. Τους δύο τελευταίους αιώνες έχει καταλήξει να σημαίνει: «Η απλούστερη πρόταση είναι πλησιέστερη στην αλήθεια».
Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη
Εκείνος από πολύ νωρίς ένιωσε τι σημαίνει πόνος, κοινωνική αδικία, αγώνας για την επιβίωση. Γεννημένος τον Αύγουστο του 1931, στην προσφυγούπολη Νέα Ιωνία, ο Στέλιος Καζαντζίδης στην αρχή της εφηβείας του μένει ορφανός από πατέρα. Αναγκάζεται να κάνει όλες τις δουλιές του ποδαριού, προκειμένου να ζήσει τη μητέρα του και το νεογέννητο αδελφό του. Ανάμεσα σε άλλα δούλεψε σαν αχθοφόρος και σαν μικροπωλητής στις αγορές, ενώ κάτω από αντίξοες συνθήκες στις οικοδομές και σε εργοστάσια της Ν. Ιωνίας. Το 1950 ξεκινά η μεγάλη πορεία του στο τραγούδι, που μας πρόσφερε αμέτρητες επιτυχίες: «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η πρώτη αγάπη», «Η κοινωνία με κατακρίνει», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Καρδιά πληγωμένη» κ.ά. Μέσα σε μία χρονιά, το 1959, το δισκάκι 45 στροφών με τη «Μαντουμπάλα» στη μια πλευρά και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», στην άλλη, πούλησε 96 χιλιάδες αντίτυπα, σπάζοντας το ρεκόρ των 45.000, που είχε ως τότε το «Γαρίφαλο στ' αυτί» των Χατζιδάκι - Σακελλάριου. Οι πωλήσεις, μάλιστα, παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο για ακόμα 7 - 8 χρόνια. Απόλυτος κυρίαρχος στο λαϊκό τραγούδι μέχρι το '65, ο Στ. Καζαντζίδης ερμηνεύει τραγούδια με θέμα κοινωνικό - τα περισσότερα αναφέρονταν στη μετανάστευση- μιλώντας στις καρδιές των εργατών με τα «Μουτζουρωμένα χέρια», όσων «γεύονται» το πικρό «Ψωμί της ξενιτιάς», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία», ή στου «Βελγίου τις στοές». Τραγουδά για τα παλικάρια στις «Φάμπρικες», για τις φτωχογειτονιές, για τον έρωτα, για το χωρισμό, το άδικο, αλλά και για κάποιες εξωτικές γυναίκες με τα παράξενα ονόματα Μαντουμπάλα, Ζιγκουάλα, Μανώλια...
Ερμηνεύει τραγούδια όλων των μεγάλων δημιουργών της εποχής: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Παπαγιαννοπούλου, Δερβενιώτη, Βίρβου, Κολοκοτρώνη, Καραπατάκη, Μπακάλη κ.ά., ενώ γράφει και δικά του τραγούδια.
Σταθμοί στην πορεία του Στ. Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας υπήρξαν οι συνεργασίες τους με τους «έντεχνους» δημιουργούς. Από τη δεκαετία του '60 ακόμη, ο Στ. Καζαντζίδης συγκρούστηκε με το κατεστημένο των δισκογραφικών εταιριών και τη νύχτα. Το 1965 παίρνει την απόφαση να μείνει μακριά από τα κέντρα - απόφαση που τήρησε για όλα τα μετέπειτα 35 χρόνια. Από τότε η επαφή του με τον κόσμο γίνεται μόνο μέσα από μικρούς δίσκους 45 στροφών που κυκλοφορούν τακτικά, με μεγάλη επιτυχία. Προσπαθώντας να φύγει από την «Odeon - Parlophone - Megaphone» του Μάτσα (κατοπινή «Μίνως»), στην οποία πήγε αφήνοντας την «Κολούμπια», δημιούργησε τη δική του εταιρία, την «Standard», που έκλεισε μετά από μικρό διάστημα λειτουργίας, ενώ ηχογράφησε και λίγα τραγούδια στη μικρή τότε «Philips». Αναγκάζεται να γυρίσει στη «Μίνως» κι όλες του οι ηχογραφήσεις στη δεκαετία του '70 γίνονται εκεί. Το 1976 κι ενώ έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το δίσκο «Υπάρχω», η φωνή του Καζαντζίδη μπαίνει σε καραντίνα εντεκάμισι χρόνων, με δικαστικές αποφάσεις. Ο μεθοδευμένος και εξουθενωτικός για το λαϊκό τραγουδιστή πόλεμος, που εκπορευόταν από τις δισκογραφικές εταιρίες, τον κρατά έξω από τα στούντιο, στην πιο ώριμη περίοδο της καριέρας του. «Χρόνια ολόκληρα με βασάνιζαν οι εταιρίες. Μου τσάκισαν την ψυχολογία», έλεγε. Το δεσμευτικό συμβόλαιό του λύθηκε μόλις το 1987, με νόμο που εισηγήθηκε στη Βουλή ο Αντώνης Τρίτσης. Από το 1987 μέχρι τέλους, η καλλιτεχνική του δραστηριότητα συνδέθηκε με ηχογραφήσεις δίσκων. Ξεχωριστή ήταν η ερμηνεία του με τους Χ. και Π. Κατσιμίχα στο τραγούδι του Αντώνη Βαρδή «Στην Ελλάς του 2000». Την τελευταία πενταετία τραγούδησε έργα σε ποντιακή γλώσσα, που αγαπήθηκαν από τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Στον τραγουδιστή που αποτέλεσε λαϊκό θρύλο για το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού, είναι αφιερωμένο το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει το βράδυ της Παρασκευής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή», ο Δημήτρης Κοντογιάννης με το συγκρότημά του.