Παρασκευή 5 Οχτώβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ - ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ: Διαχειριστικά ζόρια και «δυσκολίες» που οξύνουν τα αντιλαϊκά αντανακλαστικά.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ ΚΡΗΤΗΣ: Σκληρό και εχθρικό για το λαό παζάρι μεταξύ κυβέρνησης, ΕΕ και μονοπωλιακών ομίλων.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ: Οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα ανατροφοδοτούν το εξελισσόμενο παζάρι.

ΝΕΑ «ΝAFTA»: Η συμφωνία ΗΠΑ - Μεξικού - Καναδά αποτελεί τον νέο συμβιβασμό των μονοπωλιακών ομίλων στην πλάτη των εργαζομένων.

ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ - ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Διαχειριστικά ζόρια και «δυσκολίες» που οξύνουν τα αντιλαϊκά αντανακλαστικά

Eurokinissi

Ισχυροί κλυδωνισμοί εμφανίστηκαν αυτήν τη βδομάδα με επίκεντρο τις τραπεζικές μετοχές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, σε μια εξέλιξη που έρχεται να οξύνει ακόμη περισσότερο τα αντιλαϊκά αντανακλαστικά γύρω από τη γιγαντιαία επιχείρηση για την απομείωση των «κόκκινων» δανείων, συμπεριλαμβανομένης βέβαια της κλιμάκωσης των πλειστηριασμών απέναντι στη λαϊκή στέγη.

Την ίδια ώρα, εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι βρίσκονται αντιμέτωποι με διαχειριστικά ζόρια και με οξυμένες δυσκολίες πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές, στην προσπάθειά τους να αντλήσουν «φρέσκα» κεφάλαια, προκειμένου να τονώσουν την κεφαλαιακή επάρκειά τους και να ανταποκριθούν στο ενδεχόμενο ενός νέου κύκλου καπιταλιστικής κρίσης. Σε αυτό το επίπεδο, αν και βέβαια δεν ομολογείται δημόσια, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει η ανάγκη νέου κύκλου ανακεφαλαιοποίησης. Παράλληλα, η πλήρης απουσία σε αυτήν τη φάση ενδιαφέροντος από την πλευρά ξένων «επενδυτών» έρχεται να ανοίξει τη συζήτηση για τη στήριξή τους από την πλευρά του κράτους, κατά το πρότυπο δηλαδή των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων της περιόδου 2012-2015.

Να σημειωθεί ότι ο βαθμός «πιστοληπτικής» αξιοπιστίας των τραπεζών από τις διεθνείς χρηματαγορές συνδέεται με τη διαβάθμιση του κρατικού χρέους, που με τη σειρά του αποτελεί εργαλείο κλιμάκωσης της αντιλαϊκής πολιτικής σε ορίζοντα δεκαετιών.

Φορτώνουν τα σπασμένα στις πλάτες του λαού

Θυμίζουμε πως πρόσφατα και με αφορμή την τυπική λήξη του 3ου μνημονίου, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μπ. Κερέ, προειδοποίησε για την ανάγκη κλιμάκωσης των αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων, τονίζοντας: «Η ευθύνη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των καταθετών έχει μετατοπιστεί τώρα πλήρως στην ελληνική κυβέρνηση. Μην περιμένετε ότι θα είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών από ό,τι να πείσει τους θεσμούς».

Το στέλεχος της ΕΚΤ έθεσε ως προτεραιότητα τη μείωση της μάζας με τα «μη εξυπηρετούμενα δάνεια», λέγοντας ότι «η ταχεία πρόοδος ως προς την επίλυσή τους είναι κρίσιμη όχι μόνο για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά και για τη μελλοντική επάρκεια των ελληνικών τραπεζών».

Στην ίδια κατεύθυνση, ο ΟΟΣΑ σε πρόσφατη έκθεση για την ελληνική οικονομία, εστιάζοντας στο ζήτημα της διαχείρισης του κρατικού χρέους, επισημαίνει ότι θα απαιτήσει συνεχείς ρυθμούς ανάκαμψης του ΑΕΠ, κλιμάκωση των «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή της αντιλαϊκής πολιτικής, καθώς επίσης και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και «πρόσθετη αναδιάρθρωση του χρέους». Ενώ, ειδική αναφορά γίνεται στην «αναγκαιότητα» και για την κλιμάκωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για τα «κόκκινα» τραπεζικά δάνεια, προκειμένου βέβαια να τονωθεί η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις «βιώσιμες» επιχειρήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο να υπάρξει και η ανάγκη νέου κύκλου αυξήσεων μετοχικών κεφαλαίων από τους εγχώριους τραπεζικούς ομίλους, σε συνέχεια αυτών που προηγήθηκαν στο πλαίσιο των τριών μνημονίων.

Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, ως «σανίδα σωτηρίας» για τις τράπεζες προβάλλει το ενδεχόμενο μεταβίβασης πακέτων προβληματικών δανείων από τις τράπεζες σε ειδικό φορέα υπό κρατική εγγύηση, που θα συσταθεί για το σκοπό αυτό, με στόχο την απαλλαγή των τραπεζών από τα «βαρίδια», χωρίς «παρενέργειες» για τις τράπεζες.

Ουσιαστικά πρόκειται για τη σύσταση της λεγόμενης bad bank (κακής τράπεζας), υπό κρατική εγγύηση με τη συμμετοχή ιδιωτών «επενδυτών», στην οποία θα περιέλθει ένα μεγάλο τμήμα από το «προβληματικό» χαρτοφυλάκιο των τραπεζών.

Σε κάθε περίπτωση, τα «σπασμένα», για μια ακόμη φορά, θα φορτωθούν στις πλάτες του λαού.

Υπενθυμίζεται ότι την περίοδο 2012 - 2015 πραγματοποιήθηκαν 3 ανακεφαλαιοποιήσεις - η τελευταία με τη «βούλα» της σημερινής κυβέρνησης - συνολικού ύψους 51,7 δισ. ευρώ. Τα 32 δισ. ευρώ (περίπου 62%) καλύφθηκαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μέσω των δανείων που χορηγήθηκαν προς το ελληνικό κράτος από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Τα υπόλοιπα ποσά των ανακεφαλαιοποιήσεων, 19,7 δισ. ευρώ, προήλθαν από ιδιώτες επενδυτές.

Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της «κεφαλαιακής επάρκειας» των τραπεζών, όπως επισημαίνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη μείωση των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων και την κλιμάκωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένης της λαϊκής κατοικίας.

Μπαράζ πλειστηριασμών για τα «κόκκινα» δάνεια

Αναφορικά με το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα η αμερικανική «επενδυτική» τράπεζα Goldman Sachs υπογραμμίζει πως «η δυνατότητα του κλάδου να αντιμετωπίσει το όποιο σοκ, εσωτερικό ή εξωτερικό οικονομικής ή πολιτικής φύσης, παραμένει περιορισμένη».

Από την πλευρά τους, οι εγχώριοι τραπεζίτες ενημέρωσαν το κλιμάκιο της Goldman Sachs που επισκέφτηκε την περασμένη βδομάδα στην Αθήνα αναφορικά με τους σχεδιασμούς τους για τα «κόκκινα» δάνεια και για τα άλλα μεγέθη των ισολογισμών τους. Παρά τους στόχους για γιγαντιαία μείωση των «προβληματικών» δανείων κατά 50% μέχρι το τέλος του 2021, η μάζα των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα θα παραμένει πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, εντοπίζονται και δυσκολίες στην πώληση μεγάλης μάζας «κόκκινων» δανείων σε άλλους «επενδυτές» και σε τιμές βέβαια που θα κρίνονται πρόσφορες από τις εγχώριες τράπεζες.

Θυμίζουμε ότι οι εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι έχουν αποστείλει στην ΕΚΤ τα επιχειρηματικά πλάνα τους για την επόμενη τριετία. Σύμφωνα με μια πρώτη «ρεαλιστική» προσέγγιση, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, η απομείωση των «κόκκινων» δανείων για το τέλος του 2021 τοποθετείται χαμηλότερα από το 20% μέχρι και το 15% της μάζας του συνολικού τραπεζικού δανεισμού, από περίπου 48% σήμερα, ενώ παράλληλα θα κατεβάσουν τον πήχη της αξίας των ακινήτων που θα βγάζουν στο «σφυρί», πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό όσων μπαίνουν στο στόχαστρο. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, τα πλάνα ορισμένων τραπεζικών ομίλων προβλέπουν την απομείωση των «κόκκινων» δανείων του χαρτοφυλακίου τους μέχρι και το 15% των χορηγήσεών τους.

Τα παραπάνω «μεταφράζονται» σε μια επιχείρηση κολοσσιαίων διαστάσεων, που αφορά ποσά πάνω από 50 δισ. ευρώ (μέχρι το 2021) με άξονες τους μαζικούς πλειστηριασμούς απέναντι στη λαϊκή στέγη, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της πρώτης κατοικίας, τις μεταβιβάσεις προβληματικών δανείων από τις τράπεζες σε funds και άλλα «κοράκια», καθώς και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρηματικών δανείων, μεταξύ των άλλων και σε βάρος μικρών επαγγελματιών.

Η «τραπεζική ένωση» στην ΕΕ

Εξάλλου, η ΕΚΤ στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο», απευθύνοντας προειδοποιήσεις σε τράπεζες της Ευρωζώνης, χαρακτηριστικά επισημαίνει: «Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα παραμένουν υψηλές σε αρκετές χώρες, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη υιοθέτησης συνετών δημοσιονομικών πολιτικών στην προσεχή περίοδο, καθώς και τη σημασία της ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου της ζώνης του ευρώ». Σε αυτό το πλαίσιο, «φωτογραφίζεται» η ανάγκη να προχωρήσει η «τραπεζική ένωση» στην ΕΕ.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, τα κράτη της Ευρωζώνης με υψηλά επίπεδα χρέους (όπως η Ελλάδα και η Ιταλία) είναι «ιδιαίτερα ευάλωτα σε περίπτωση μελλοντικής οικονομικής επιβράδυνσης ή εκ νέου αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές».

Την ίδια ώρα, στους άξονες για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) περιλαμβάνεται η σύσταση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (ΕΝΤ), που «θα βασίζεται στην καθιερωμένη δομή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας». Ουσιαστικά πρόκειται για την αναβάθμιση του ΕSM όχι μόνο ως μηχανισμού κρατικών διασώσεων (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας) αλλά και ως «δανειστή έσχατης ανάγκης» για τη διάσωση προβληματικών τραπεζών.

Βέβαια, πίσω από την «κουρτίνα» κρύβονται οι ανταγωνισμοί και οι εύθραυστοι συμβιβασμοί μεταξύ κρατών και κυβερνήσεων αναφορικά με τον επόμενο γύρο καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά και τον επιμερισμό της χασούρας σε περιπτώσεις «διασώσεων» και κλυδωνισμών.


Α. Σ.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ ΚΡΗΤΗΣ
Επιχειρηματικό «ρινγκ», εχθρικό στις λαϊκές ανάγκες

Σε ένα σκληρό παζάρι μεταξύ αντιτιθέμενων μονοπωλιακών ομίλων, με ευρύτερες προεκτάσεις, και χαμένους σε όλα τα «σενάρια» τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, εξελίσσεται η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρισμού. Από τη μια πλευρά, η εταιρεία «EuroAsia Interconnector Ltd» με έδρα την Κύπρο και, από την άλλη, ο ΑΔΜΗΕ, στη μετοχική σύνθεση του οποίου βρίσκεται η κινεζική «State Grid.Corp.», συγκρούονται με επίδικο ένα επενδυτικό έργο τεράστιας αξίας, που με την ολοκλήρωσή του θα ανοίγει τον δρόμο των εξαγωγών στο τεράστιων διαστάσεων δυναμικό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που κατασκευάζεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στο νησί της Κρήτης. Η διασύνδεση της Κρήτης αρχικά είχε σχεδιαστεί να πραγματοποιηθεί ως τμήμα του ευρύτερου επενδυτικού πρότζεκτ διασύνδεσης των συστημάτων ηλεκτρισμού της Κύπρου και του Ισραήλ με την ευρωπαϊκή αγορά και επιδίωξη ήταν να συγχρηματοδοτηθεί ως «Εργο Κοινού Ενδιαφέροντος» (Project of Common Interest - PCI) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση και συνεχίστηκε μέχρι πολύ πρόσφατα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Εργο ενταγμένο στην «ενιαία αγορά ηλεκτρισμού» της ΕΕ

Το συνολικό έργο, που το κόστος κατασκευής του αποτιμήθηκε έως και τα 2,345 δισ. ευρώ, είχε εγκριθεί από την ελληνική Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η οποία με την απόφασή της υπ' αριθ. 847/2017 - δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ στις 20 Μάρτη 2018 - άναβε το «πράσινο φως» από κοινού με την αντίστοιχη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κύπρου για την έναρξη υλοποίησής του. Στη συγκεκριμένη απόφαση σημείωνε χαρακτηριστικά ότι «το έργο αποφέρει σημαντικά οφέλη στα κράτη - μέλη (του συμφωνητικού). Ειδικότερα, ως προς τα γενικά οφέλη του έργου, όπως αναφέρονται και στο συνημμένο συμφωνητικό, (αφορούν) την ασφάλεια εφοδιασμού, την παύση της ενεργειακής απομόνωσης των νησιών Κρήτης και Κύπρου, την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την προώθηση της βιωσιμότητας και της αειφορίας, την περαιτέρω ενίσχυση της διείσδυσης των ΑΠΕ και εν γένει την οικονομική ανάπτυξη των εμπλεκόμενων κρατών - μελών».

Πρόκειται με απλά λόγια για ένα έργο που ευθύς εξαρχής εντάσσεται στην πολιτική της ΕΕ για τη δημιουργία της «ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού», εντός της οποίας προαπαιτούμενο θεωρείται η διασύνδεση των συστημάτων ηλεκτρισμού των κρατών - μελών ώστε να μπορεί να υφίσταται ως «αγορά», έχοντας παράλληλα την ανάπτυξη των ΑΠΕ ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων. Το εν λόγω έργο αποτελεί επίσης ένα από τα πολλά σημεία ενίσχυσης των σχέσεων Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, ενώ απασχόλησε και την τελευταία τριμερή συνάντηση κορυφής που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάη στη Λευκωσία μεταξύ Τσίπρα, Αναστασιάδη και Νετανιάχου, παράλληλα φυσικά με τον υποθαλάσσιο αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου «Εast Med».

Παρ' όλα αυτά, τις αμέσως επόμενες βδομάδες ξεκίνησε μια συνεχής διαρροή πληροφοριών και δημοσιευμάτων στον εγχώριο έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, τα οποία διαβεβαίωναν μεν τη «σταθερή στάση» της ελληνικής κυβέρνησης για την εκτέλεση του έργου, ωστόσο διαφάνηκε η πρόθεση να αποσπαστεί η διασύνδεση της Κρήτης από αυτό, η οποία θα προχωρούσε ως «εθνικό έργο». Αιτίες για το σπάσιμο επί της ουσίας της συμφωνίας με την εταιρεία «EuroAsia int.» ήταν ο επείγων χαρακτήρας να διασυνδεθεί η Κρήτη με το ηπειρωτικό σύστημα, καθότι από το 2020 και μετά σταματά η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στο νησί, και η αδυναμία της «EuroAsia int.» να ανταποκριθεί στο «σφιχτό» χρονοδιάγραμμα. Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι για το διάστημα που οι μονάδες της ΔΕΗ θα πάψουν τη λειτουργία τους μέχρι να διασυνδεθεί η Κρήτη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μελετώνται διάφοροι τρόποι κάλυψης των αναγκών ηλεκτρισμού του νησιού, μεταξύ των οποίων περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει αυτήν τη στιγμή η χρήση φυσικού αερίου για παραγωγή ηλεκτρισμού. Αυτό το στοιχείο από μόνο του έχει σταθεί αφορμή για να ξεκινήσουν άλλου τύπου παζάρια μεταξύ προμηθευτών φυσικού αερίου, αλλά αυτό είναι θέμα διαφορετικού ρεπορτάζ...

Επιχειρηματικό «παιχνίδι» με αρκετούς «παίκτες»

Ετσι, από το περασμένο καλοκαίρι ο ΑΔΜΗΕ δηλώνει «έτοιμος» να αναλάβει εξολοκλήρου την υλοποίηση του έργου διασύνδεσης της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα, δεσμευόμενος ότι θα το υλοποιήσει μέχρι το 2022, το οποίο τυπικά συνεχίζει να θεωρεί «εθνικό σκέλος» του ευρύτερου έργου, δείχνοντας ότι θέλει να παραμείνει στη συμφωνία κατασκευής ολόκληρου του σχεδίου, προκαλώντας ωστόσο αντικειμενικά την αντίδραση της «EurοAsia int.», η οποία προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η «αποφασιστικότητα» του ΑΔΜΗΕ - έχοντας όπως φάνηκε στη συνέχεια την πλήρη υποστήριξη της κυβέρνησης - εκφράζεται από το γεγονός ότι σε επίσημες τοποθετήσεις της διοίκησής του, εμφανίζεται αποφασισμένος να προχωρήσει την ηλεκτρική διασύνδεση ξέχωρα από το συνολικό σχέδιο διασύνδεσης της Κύπρου, ακόμη και υπό την απειλή περικοπής της κοινοτικής χρηματοδότησης εφόσον το έργο πάψει να εντάσσεται στα «PCI», «χαρτί» με το οποίο προσπαθεί να πιέσει η πλευρά της «EuroAsia int.». Την ίδια στιγμή, πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν το προηγούμενο διάστημα, αναφέρουν ότι ο ΑΔΜΗΕ έχει προχωρήσει σε επαφές με ευρωπαϊκές εταιρείες σχετικά με τη συμμετοχή τους στο έργο, μεταξύ των οποίων οι αντίστοιχοι «Διαχειριστές» συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρισμού του Βελγίου «Elia» και της Γαλλίας «RTE».

Την οριστική έγκρισή της στον σχεδιασμό του ΑΔΜΗΕ έδωσε μόλις πρόσφατα και με τον πλέον επίσημο τρόπο η ΡΑΕ, η οποία με την απόφασή της υπ' αριθ. 838/2018 που δημοσιεύτηκε την 1η Οκτώβρη, ενέκρινε τον ορισμό της θυγατρικής εταιρείας ειδικού σκοπού που συνέστησε ο ΑΔΜΗΕ «Αριάδνη Interconnection» ως φορέα για τη χρηματοδότηση και την κατασκευή της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης - Αττικής. Εχει ενδιαφέρον το σκεπτικό της απόφασης της ΡΑΕ, στο οποίο γίνεται επίκληση του «αυστηρού χρονοδιαγράμματος» για την υλοποίηση του έργου, το οποίο έχει χαρακτηριστικά κρίσιμου «εθνικού ζητήματος» που αφορά «την επάρκεια ενεργειακού εφοδιασμού της νήσου Κρήτης» και δεν επιτρέπει «οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση, η οποία θα έθετε τη χώρα σε δυσμενή θέση, δημιουργώντας μη αναστρέψιμη κατάσταση για τους καταναλωτές μιας απομονωμένης ενεργειακά περιοχής της χώρας». Στην ίδια απόφαση προβλέπεται δικαίωμα της «EuroAsia Interconnector Ltd» ή θυγατρικής της για την αγορά μετοχών της εταιρείας ειδικού σκοπού του ΑΔΜΗΕ σε ποσοστό έως 39%.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η κυβέρνηση, μέσω του αρμόδιου υπουργού Περιβάλλοντος, σε πρόσφατη τοποθέτησή του για το ζήτημα, συνέδεσε τις εξελίξεις με το «συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης» του έργου που είχε τεθεί εξαρχής, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η «Εuroasia Int.» δεν ήταν σε θέση να το υλοποιήσει. Αφησε πάντως ανοιχτό «παράθυρο» διαλόγου, όπως προκύπτει και από την απόφαση της ΡΑΕ άλλωστε, όπως και να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για ζητήματα που αφορούν «τεχνικά θέματα συμβατότητας», ώστε η διασύνδεση της Κρήτης να μπορεί να συλλειτουργήσει με τη διασύνδεση της Κύπρου και αντίστροφα. Το αν με την παραπάνω απόφαση της ΡΑΕ θα επισπευσθούν οι χρόνοι κατασκευής του έργου, είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί, πάντως η πλευρά η «EuroAsia int.» δείχνει διατεθειμένη να εξαντλήσει τα νομικά μέσα και περιθώρια που έχει στη διάθεσή της, γεγονός που μόνο την υλοποίηση των «στενών χρονοδιαγραμμάτων» δεν εγγυάται.

Απέναντι στις ανάγκες του λαού ο σχεδιασμός κυβέρνησης - κεφαλαίου

Οι εξελίξεις αναφορικά και με την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, δείχνουν με εμφαντικό τρόπο ότι οι λαϊκές ανάγκες και στο ζήτημα του ενεργειακού σχεδιασμού, είναι ασυμβίβαστες με τα σχέδια του κεφαλαίου που υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες.

Βασικός άξονας αυτής της πολιτικής προς όφελος του κεφαλαίου είναι το πώς θα ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους μέσα και από την υλοποίηση του ευρωενωσιακού σχεδιασμού για τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού, που θα δημιουργήσει περιθώρια μεγαλύτερης κερδοφορίας για τα μονοπώλια του χώρου, τους ομίλους που κατασκευάζουν τις νέες υποδομές, τους κάθε είδους «επενδυτές» στον τομέα της Ενέργειας που ανάμεσα στα άλλα ετοιμάζονται να «τζογάρουν» και με την επικείμενη λειτουργία χρηματιστηρίου Ενέργειας και στη χώρα μας σύντομα.

Ετσι, ένα έργο που είναι αναγκαίο για μια σειρά από λόγους - από τη μείωση του ενεργειακού κόστους για την τροφοδοσία της Κρήτης, μέχρι την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και στο πλαίσιο μιας άλλης κοινωνίας, όπου από τη μέση θα είχε βγει το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων, θα μπορούσε να υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες - μετατρέπεται σε «ρινγκ» επιχειρηματικής διαπάλης, με χαμένο το λαό που θα δει ακόμα και χιλιάδες νέες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, σημαντικά αυξημένα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος λόγω μεγαλύτερης συμμετοχής των πανάκριβων ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, ενώ θα κληθεί να διπλο- και τριπλο-πληρώσει την κατασκευή του καλωδίου που γίνεται με όρους διασφάλισης μεγάλων κερδών για τους κατασκευαστικούς ομίλους. Χώρια, βέβαια, τη γεωπολιτική συνιστώσα των σχεδίων αυτών που μπλέκουν ολοένα και περισσότερο τη χώρα στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

ΝΕΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΗΠΑ - ΜΕΞΙΚΟΥ - ΚΑΝΑΔΑ
Νέος συμβιβασμός των μονοπωλιακών ομίλων στο φόντο του παγκόσμιου ανταγωνισμού

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε το θετικό

Ο εκπρόσωπος για τις εμπορικές υποθέσεις των ΗΠΑ Ρ. Λάιτιζερ ανακοινώνει την επίτευξη της νέας συμφωνίας με Καναδά και Μεξικό

Copyright 2018 The Associated

Ο εκπρόσωπος για τις εμπορικές υποθέσεις των ΗΠΑ Ρ. Λάιτιζερ ανακοινώνει την επίτευξη της νέας συμφωνίας με Καναδά και Μεξικό
Στις 30 Σεπτέμβρη, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, λίγη ώρα πριν λήξει το τελεσίγραφο της αμερικανικής κυβέρνησης ότι θα αποχωρούσε από τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία, σε συνεννόηση με το Μεξικό, για την αναδιαμόρφωσή της. Η NAFTA, που υπογράφτηκε από την κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον με τις κυβερνήσεις του Καναδά και του Μεξικού το 1994, είχε μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, που, με σύνθημα «πρώτα η Αμερική», ήδη από την προεκλογική περίοδο διακήρυσσε ότι θα την αλλάξει όπως και όλες τις άλλες πολυμερείς συμφωνίες που θεωρεί «άδικες» για το αμερικανικό κεφάλαιο. Ετσι, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Διειρηνική Συνεργασία (TPP), τη λεγόμενη Συμφωνία για το Κλίμα του Παρισιού ή τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ενώ προχώρησαν στο πάγωμα των διαπραγματεύσεων για Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων με την ΕΕ (TTIP), συμφωνία που ωστόσο επέκριναν και κυβερνήσεις αρκετών χωρών της Ευρωένωσης. Η κυβέρνηση του μεγαλοκαπιταλιστή Τραμπ, που παρουσιάστηκε μάλιστα προεκλογικά και ως «αντισυστημικός»(!), εκφράζει ένα σημαντικό τμήμα του αμερικανικού κεφαλαίου που θεωρεί ότι με διμερείς συμφωνίες και μέτρα εθνοκρατικού προστατευτισμού, μπορεί να θωρακιστούν καλύτερα τα συμφέροντά του. Ετσι, οι κινήσεις που έγιναν ήταν να αρχίσει το παζάρι με διάφορες κυβερνήσεις ώστε να αλλάξουν οι συμφωνίες και όροι τους.

Ηδη από τα τέλη Αυγούστου είχε ανακοινωθεί ότι είχε συμφωνήσει με τους διαπραγματευτές του νέου Μεξικανού Προέδρου, Αντρες Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, για την τροποποίηση της διμερούς συμφωνίας που περιλαμβανόταν στη NAFTA. Ο σοσιαλδημοκράτης Ομπραδόρ, που κέρδισε τις εκλογές τον Ιούλη με 53%, και αναλαμβάνει το επόμενο διάστημα, εμφανιζόταν επίσης επικριτικός απέναντι στην προηγούμενη συμφωνία.

Μετά το παζάρι που έγινε και κράτησε πάνω από 1 χρόνο, προέκυψε η νέα συμφωνία των τριών χωρών που τώρα θα έχει το όνομα «Συμφωνία ΗΠΑ - Μεξικού - Καναδά» (USMCA), που αποτελεί ένα κείμενο γύρω στις 500 σελίδες με πολύ αναλυτικές προβλέψεις. Η συμφωνία αναμένεται να εγκριθεί - εκτός απροόπτου - το επόμενο διάστημα και από τα Κοινοβούλια των χωρών. Πάντως, οι εκτιμήσεις για τις ΗΠΑ είναι ότι αυτό θα πάρει κάποιον χρόνο πιθανόν και το 2019, καθώς μεσολαβούν οι ενδιάμεσες εκλογές του επόμενου μήνα για το Κογκρέσο και πιθανές ανακατατάξεις στους συσχετισμούς.

Οι αστικές κυβερνήσεις «πουλάνε» τη συμφωνία ως δήθεν συμφέρουσα για τους εργαζόμενους

Πάντως, το κοινό ανακοινωθέν της υπουργού Εξωτερικών του Καναδά, Κρίστια Φρίλαντ, και του Αμερικανού εκπρόσωπου επί εμπορικών θεμάτων, Ρόμπερτ Λάιτιζερ, εκθείαζε τη συμφωνία, παρουσιάζοντάς την ως «μία εμπορική συμφωνία υψηλής ποιότητας που θα δώσει χώρο σε περισσότερο ελεύθερες αγορές, σε περισσότερο ισότιμο εμπόριο και σε μία σταθερή οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή μας» και τη χαρακτήρισαν μια «νέα σύγχρονη και προσαρμοσμένη στις πραγματικότητες του 21ου αιώνα εμπορική συμφωνία».

Στη συμφωνία που, από όταν θα μπει σε εφαρμογή, θα έχει ισχύ 16 χρόνων, προβλέπεται στο διάστημα των 6 χρόνων να επανεξετάζονται όλοι οι όροι της και να αποφασίζεται εάν θα ανανεώνεται.

Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν νέο συμβιβασμό, που στόχο έχει να «συνταιριάξει» - πράγμα απίθανο στον σημερινό ιμπεριαλιστικό κόσμο - τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων. Επίσης, «ντύνεται», σε μια προσπάθεια να χειραγωγήσει τους λαούς, με έναν «μανδύα» δήθεν προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων για «σταθερές και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας». Αυτό πάντως που είναι ενδεικτικό και αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις και των τριών αστικών κυβερνήσεων είναι και πως και οι τρεις επιχαίρουν ότι η συμφωνία θα κάνει τις καπιταλιστικές οικονομίες τους πιο ικανές να αντεπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό, πράγμα που παρά τα «καρότα» που μπορεί να υπάρξουν σε κατηγορίες εργαζομένων, θα γίνει στις πλάτες συνολικά της εργατικής τάξης όπως συμβαίνει σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, με τη θωράκιση της νομοθεσίας για την αύξηση της κερδοφορίας, με ελαστικές μορφές απασχόλησης, απελευθέρωση απολύσεων κ.λπ.

Τα βασικά σημεία της συμφωνίας

Για την αυτοκινητοβιομηχανία, βασικό κλάδο που αφορά και τις τρεις χώρες, κατέληξαν στην USMCA ότι για να υπάρχουν μικροί δασμοί ή και καθόλου στις εισαγωγές, θα πρέπει το 75% των οχημάτων να κατασκευάζεται στη Βόρεια Αμερική (στην προηγούμενη ΝAFTA το ποσοστό έφτανε το 62,5%) και επίσης οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αμερική θα πρέπει κατά 40% - 45% να αμείβονται με 16 δολάρια την ώρα, που πλησιάζει τους μισθούς των εργαζομένων σε ΗΠΑ και Καναδά, αφού αυτοί στο Μεξικό είναι πολύ πιο κάτω. Προβλέπεται ότι αυτό πρέπει να συμβεί σταδιακά σε διάστημα 5 χρόνων. Η κίνηση αυτή εμφανίζεται ως ...ευνοϊκή για τους εργαζόμενους και κάποιες γνωστές συνδικαλιστικές ηγεσίες τη χαιρέτισαν ήδη. Πάντως, δεν είναι χωρίς αντιφάσεις, καθώς διάφορες αναλύσεις στον αστικό Τύπο κάνουν λόγο για κινδύνους αύξησης των τιμών των αυτοκινήτων (λόγω του μεγαλύτερου λεγόμενου εργατικού κόστους) αλλά και δυσκολιών στον εφοδιασμό τμημάτων των αυτοκινήτων, που έως τώρα γίνονταν σε περιοχές χαμηλότερου κόστους παραγωγής. Είναι φανερό ότι οι κινήσεις αυτές αφορούν σχεδιασμούς του κεφαλαίου και οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να έχουν ουσιαστικό κέρδος. Ακόμα και αν πάρουν κάποια ψίχουλα, το σύστημα, όπως συμβαίνει συνήθως, θα τους πάρει πολύ περισσότερα με διάφορους τρόπους.

Στα αγροτικά προϊόντα, η συμφωνία προβλέπει: Μεγαλύτερη πρόσβαση γαλακτοκομικών προϊόντων και γεωργικών προϊόντων των ΗΠΑ στην αγορά του Καναδά. Αυτό αφορά το 3,6% της γαλακτοκομικής αγοράς του Καναδά, ενώ πριν ήταν στο 3,25%. Ο Καναδάς δεσμεύτηκε επίσης να εξαλείψει το πρόγραμμα γάλακτος της λεγόμενης «κατηγορίας 7» (γάλα σκόνη και άλλα επεξεργασμένα προϊόντα) που δημιουργούσε πρόβλημα στις αμερικανικές εξαγωγές. Επίσης, για να κατευναστούν οι ανησυχίες των Καναδών αγροτών ανακοινώθηκε ότι θα αποζημιώνονται για τις απώλειες που θα έχουν. Αντίστοιχες ρυθμίσεις έγιναν και για το αμερικανικό κρασί και τα σιτηρά.

Το ζήτημα των δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο παραμένει, αλλά το Μεξικό και ο Καναδάς προστατεύονται από τις επιπτώσεις τυχόν επιπλέον δασμών των ΗΠΑ με επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας.

Το σύστημα διαιτησίας, όπου εταιρείες μπορούν να προσφύγουν κατά των κρατών, κάτι που προβλεπόταν και στην NAFTA, παραμένει.

Επίσης, ΗΠΑ και Καναδάς συμφώνησαν να υπάρχει πρόβλεψη για την «προστασία του περιβάλλοντος» και ότι θα προστατευτεί η καναδική πολιτισμική παράδοση.

Σημαντικό, επίσης, στοιχείο που στήριξαν ιδιαίτερα οι ΗΠΑ είναι η πρόβλεψη ότι αν μια χώρα θελήσει να συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με μια χώρα που δεν έχει «οικονομία της αγοράς», οφείλει να ενημερώσει τα άλλα μέρη τουλάχιστον 3 μήνες πριν αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, και αυτά διατηρούν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από την USMCA. H διάταξη αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 32.10 θεωρείται ότι είναι «φωτογραφική» για την Κίνα, που συχνά αναφέρεται ότι δεν υπάρχει «ελεύθερη οικονομία», τη στιγμή που οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής κυριαρχούν παντού.

Τα επόμενα βήματα

Μετά τη συμφωνία ΗΠΑ, Μεξικού, Καναδά πυκνώνουν οι αναλύσεις ότι αυτή θα χρησιμοποιηθεί σαν πιλότος και για την επαναδιαπραγμάτευση άλλων συμφωνιών, όπως η Διειρηνική Συνεργασία μέσω διμερών επιμέρους συμφωνιών. Ηδη η Ιαπωνία τείνει να αποδεχτεί το διμερές πλαίσιο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας που προτείνουν οι ΗΠΑ, ενώ ενδεχομένως έπονται νέα παζάρια με την ΕΕ για τη Διατλαντική Συμφωνία.

Το Κέντρο Στρατηγικών Αναλύσεων και Σπουδών, μια αμερικανική δεξαμενή σκέψης, σημειώνει σε πρόσφατη αρθρογραφία του με έμφαση ότι «η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τον Καναδά και το Μεξικό, μαζί με μια φαινομενική εκεχειρία με την Ευρώπη, θα επιτρέψει στη διοίκηση του Τραμπ να επικεντρωθεί περισσότερο στην αυξανόμενη εμπορική διαμάχη της με την Κίνα». Εκεί προσδιορίζεται ο βασικός αντίπαλος, κάτι που συνδυάζεται με τους φόβους του αμερικανικού κεφαλαίου ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις κάνουν πολύ πιο γρήγορα βήματα στη λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση, τη ρομποτική, την αυτοματοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό εκφράστηκε και σε πρόσφατο «Φόρουμ Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας» (SVIEF) στη Σίλικον Βάλεϊ στο Σαν Φρανσίσκο.

Ταυτόχρονα, οι ανησυχίες που υπάρχουν παγκοσμίως στα αστικά επιτελεία, που εδράζονται στην ασθενική καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά και τους φόβους για ενδεχόμενη νέα συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση, οδηγούν σε όλο και περισσότερες επικρίσεις σε πολιτικές προστατευτισμού στο εμπόριο. Προφανώς και τα περί «απομονωτισμού» των ΗΠΑ λόγω της τακτικής Τραμπ δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η τακτική θωράκισης των συμφερόντων τους είναι κοινή για κάθε αστική τάξη και το «ελεύθερο» εμπόριο και τα μέτρα προστασίας, οι συμφωνίες και οι σκληροί ανταγωνισμοί πάνε χέρι - χέρι ανάλογα με τις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου, με δεδομένη τη συντονισμένη επίθεση στον μόνο παραγωγό του πλούτου, την εργατική τάξη.


Δ. Κ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ
Οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα ανατροφοδοτούν το εξελισσόμενο παζάρι

«Ενίσχυση της συνεργασίας», θέτοντας τους δικούς του όρους, ζητά το γερμανικό κεφάλαιο

Από την πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στο Βερολίνο

Copyright 2018 The Associated

Από την πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στο Βερολίνο
«Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας από πολλές απόψεις είναι τόσο ισχυρές, που είναι απολύτως απαραίτητο να διατηρηθεί και να ενταθεί ο διάλογος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε πολιτικά δύσκολους καιρούς». Με αυτό το κάλεσμα προς τη γερμανική και την τουρκική κυβέρνηση «υποδέχτηκαν» οι Γερμανοί βιομήχανοι, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες την τριήμερη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου, Ρ. Τ. Ερντογάν, στο Βερολίνο, την περασμένη βδομάδα (27 - 29 Σεπτέμβρη).

Με «μια φωνή» το γερμανικό κεφάλαιο, ο γερμανικός Τύπος και η γερμανική κυβέρνηση αναδεικνύουν το τελευταίο διάστημα την «καλή συγκυρία που δεν πρέπει να χαθεί» για εμβάθυνση των οικονομικών και πολιτικών δεσμών με την Τουρκία, επιβάλλοντας όρους ευνοϊκούς για το γερμανικό κεφάλαιο: Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας και τη «σύγκρουση» με τις ΗΠΑ. Στο μεταξύ, και οι σχέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε φάση «αναθεώρησης», ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ «παραδοσιακών εταίρων» έχουν οξυνθεί.

«Η Γερμανία θα έκανε καλά να δεσμεύσει την Τουρκία προς τη Δύση», δήλωσε ο Γερμανός ΥΠΕΞ Χάικο Μάας, υπονοώντας και ανησυχίες για την προσέγγιση Τουρκίας - Ρωσίας.

Ο Τούρκος Πρόεδρος, παρά την κριτική που άσκησε για «ανοχή τρομοκρατών» - του κουρδικού PKK και των οπαδών του Γκιουλέν - στη Γερμανία, εμφανίστηκε να ρίχνει τους τόνους της αντιπαράθεσης, ισχυριζόμενος ότι η επίσκεψή του «εμβάθυνε τις τουρκογερμανικές σχέσεις», καθώς οι συνομιλίες «ήταν αποδοτικές, παρά τις δυσκολίες (...) συζητήσαμε με ειλικρίνεια για σημαντικά θέματα, όπως οι επενδύσεις». Μίλησε εκτενώς για τις επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η χώρα του για τους Γερμανούς επιχειρηματίες και τόνισε κατ' επανάληψη ότι οι διαφορές των δύο χωρών μπορούν να ξεπεραστούν «με αμοιβαίο σεβασμό και διάλογο».

«Μας ενώνουν πολλά», αλλά υπάρχουν και «βαθιές διαφορές»...

«Είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και έχουμε πολλά και σημαντικά κοινά συμφέροντα, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η κατάσταση στη Συρία, η μετανάστευση», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, μετά τη συνάντησή της με τον Ρ.Τ. Ερντογάν.

Η ίδια ανακοίνωσε την πραγματοποίηση της τετραμερούς διάσκεψης Γερμανίας - Γαλλίας - Τουρκίας - Ρωσίας για τη Συρία (κάτι που έχει ειπωθεί και από τον Ερντογάν) μέσα στον Οκτώβρη. Η Γερμανία παρακολουθεί με ανησυχία τις «φιλοδοξίες» της Τουρκίας στη Συρία και μελετά τις δυνατότητες αξιοποίησης αυτής της «τουρκικής επιθετικότητας», που ίσως ανοίξει δρόμους για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών είναι σημαντικές: Με βάση τα επίσημα στοιχεία του 2016, πάνω από 6.500 επιχειρήσεις με γερμανική συμμετοχή δραστηριοποιούνται στην τουρκική αγορά, απασχολώντας περισσότερους από 120.000 εργαζόμενους. Η Γερμανία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Ο όγκος των διμερών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3% το 2016, σημειώνοντας νέο ρεκόρ ύψους 37,3 δισ. ευρώ. Η Γερμανία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Τουρκία μετά την Ολλανδία, με επιχειρηματικές δραστηριότητες από τη βιομηχανική παραγωγή και πώληση προϊόντων μέχρι τις υπηρεσίες κάθε είδους και τη διαχείριση επιχειρήσεων λιανικής και χονδρικής. Επίσης, στη Γερμανία, με βάση το υπουργείο Εξωτερικών, 96.000 τουρκικής καταγωγής επιχειρηματίες έχουν ετήσιο τζίρο γύρω στα 50 δισ. ευρώ καιαπασχολούν 500.000 εργαζόμενους.

«Η Γερμανία ενδιαφέρεται για μια οικονομικά σταθερή Τουρκία, που μπορεί να επιδείξει οικονομική ανάπτυξη», είπε η καγκελάριος, προσθέτοντας ότι κατέληξαν σε συγκεκριμένα άμεσα βήματα: Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Πέτερ Αλτμάιερ, θα επισκεφτεί την Τουρκία. Επίσης, η γερμανοτουρκική Οικονομική Επιτροπή θα συνεδριάσει για πρώτη φορά και το γερμανοτουρκικό Φόρουμ Ενέργειας για δεύτερη φορά. Επιπλέον, θα ενταθεί η συνεργασία στον τεχνολογικό τομέα, κάτι που επιδιώκει η γερμανική πλευρά.

Μία ακόμη ιδιαιτερότητα, που επηρεάζει και τις διμερείς σχέσεις, είναι ότι στη Γερμανία ζουν περίπου 3,5 εκατ. άνθρωποι τουρκικής καταγωγής ή υπηκοότητας.

«Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα κοινό στρατηγικό συμφέρον για καλές σχέσεις, και από τη γερμανική πλευρά ενδιαφέρον να αναπτυχθούν αυτές οι σχέσεις. Από την άλλη, υπάρχουν βαθιές διαφορές στο τι σημαίνει δημοκρατική, ελεύθερη, ανοιχτή κοινωνία», είπε η Μέρκελ. Ουσιαστικά, η γερμανική πλευρά ζητά από την τουρκική κυβέρνηση αστικές μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα πιο σταθερό και αξιόπιστο περιβάλλον για τους επιχειρηματικούς ομίλους και όχι επειδή «τους έπιασε ο πόνος» για τα εργατικά - λαϊκά και «ανθρώπινα» δικαιώματα, τα οποία κάθε καπιταλιστικό κράτος τα πολεμά για τη μείωση του εργατικού «κόστους», την ανταγωνιστικότητα, την κερδοφορία, την επιβολή της εκμετάλλευσης.

Τι ζητά το γερμανικό κεφάλαιο από την Τουρκία

Η τουρκική κυβέρνηση στρέφεται το τελευταίο διάστημα προς τη Γερμανία και την ΕΕ, ζητώντας πολιτική και οικονομική στήριξη, εν μέσω και της κρίσης στην τουρκική οικονομία. Προσδοκά αύξηση των επενδύσεων από γερμανικές επιχειρήσεις στην Τουρκία και στήριξη αυτών των επενδύσεων από τη γερμανική κυβέρνηση.

«Παρόλο που οι γερμανικές εταιρείες αντιμετωπίζουν σήμερα αβεβαιότητα στην Τουρκία, η μεγάλη πλειοψηφία των εταιρειών μας είναι πεπεισμένες για τη μεγάλη δυναμική της τουρκικής αγοράς», αναφέρουν σε κοινή τους ανακοίνωση ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), η Ενωση γερμανικών Τραπεζών (BdB) και το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο, με αφορμή συνάντηση του Ρ. Τ. Ερντογάν με εκπροσώπους γερμανικών εταιρειών στο Βερολίνο.

Από την άλλη, «προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην αγορά αυτή και να ενθαρρυνθούν οι γερμανικές εταιρείες να επενδύσουν περισσότερο, πρέπει να οριστούν οι συνθήκες πλαισίου», συνεχίζει το γερμανικό κεφάλαιο, θέτοντας τους δικούς του όρους: «Υψηλό βαθμό ασφάλειας δικαίου και ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Συμμόρφωση με τους κανόνες της τελωνειακής ένωσης μεταξύ ΕΕ - Τουρκίας από το 1996. Δυστυχώς, μέτρα όπως τα πρόσφατα διατάγματα για τη μετατροπή των εσόδων από εξαγωγές σε τουρκικές λίρες είναι ένα επιπλέον χτύπημα στην εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών (...) Οι ιδιωτικές τράπεζες στη Γερμανία περιμένουν αξιόπιστα μηνύματα από την τουρκική κυβέρνηση, για μια πολιτικά ανεξάρτητη και προσανατολισμένη στη νομισματική σταθερότητα κεντρική τράπεζα», δηλαδή μια αξιόπιστη για τα συμφέροντά τους κυβερνητική οικονομική πολιτική.

«Η επιστροφή στο κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου είναι απαραίτητη. Οι δημοκρατικές δομές είναι καθοριστικές για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών», υπογραμμίζεται στην ίδια ανακοίνωση. Το γερμανικό κεφάλαιο ενδιαφέρεται για ένα στοιχειώδες αστικό πλαίσιο κανόνων, για εξασφάλιση του αναγκαίου εργατικού δυναμικού με μια πιο «σύγχρονη» και «ευρωπαϊκή» καταστολή του λαϊκού παράγοντα, αλλά και για άσκηση πολιτικής και οικονομικής επιρροής μέσω αστικών ΜΜΕ, που είτε θα κατέχει, είτε θα ελέγχει. Πίσω από το «κράτος δικαίου» και την «ελευθερία του Τύπου» βρίσκεται η επιδίωξη μηχανισμών παρέμβασης στην πολιτική και οικονομική ζωή της Τουρκίας, ενίσχυσης κομμάτων (της αντιπολίτευσης), προώθησης των ιδιαίτερων συμφερόντων σε κάθε διεθνή συγκυρία.

Ενδεικτικά, η γερμανική πλευρά ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της «ανομίας» είναι δύσκολο να βρεθούν εξειδικευμένοι Γερμανοί που να θέλουν να εργαστούν στην Τουρκία, και ότι η ενίσχυση του «κράτους δικαίου» και οι «δομικές μεταρρυθμίσεις» θα αποκαταστήσουν το κλίμα εμπιστοσύνης των επενδυτών.

«Από κοντά» και ο γερμανικός Τύπος

Στην ίδια γραμμή, ο γερμανικός Τύπος ζητά από τη μία να μη χαθεί τελείως το νήμα διαλόγου με την Αγκυρα, από την άλλη να πιεστεί η τουρκική κυβέρνηση για να κάνει παραχωρήσεις προς τη Γερμανία και την ΕΕ. Σε κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Die Zeit» σημειώνεται: «Πώς θα πρέπει να διεξάγονται οι συνομιλίες με τον Ερντογάν; (...) Ο Ερντογάν χρειάζεται οικονομική βοήθεια... Ο εκβιασμός του θα ήταν λάθος. Πρέπει όμως να ακούσει ότι η ανομία είναι γενικά το μεγαλύτερο εμπόδιο για επενδύσεις. Ολο και περισσότεροι Τούρκοι και ξένοι επιχειρηματίες παραπονιούνται ότι οι υπάλληλοί τους δεν προστατεύονται από αυθαίρετες διώξεις. Στην Κωνσταντινούπολη, μια μεγάλη γερμανική εταιρεία διαπραγματεύεται την ασφάλεια δικαίου για τους εργαζομένους της, ως αντάλλαγμα για επενδύσεις».

«Αν ο Ερντογάν επιθυμεί να εκσυγχρονίσει την τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, πρέπει επίσης να συμμορφωθεί με τις νομικές αρχές της Κοπεγχάγης. Αν θέλει περισσότερες ευρωπαϊκές επενδύσεις, πρέπει να μεταρρυθμίσει τα δικαστήρια και να "χαλιναγωγήσει" την αστυνομική βία, στα πρότυπα της ΕΕ. Δεν μπορεί να έχει το ένα χωρίς το άλλο», συνεχίζει το άρθρο.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Sueddeutsche Zeitung» (που επικαλείται Γερμανό αξιωματούχο, σύμβουλο της Μέρκελ και του Προέδρου Φρανκ - Βάλτερ Σταϊνμάγερ), θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί η Γερμανία βλέπει τόσο «κριτικά την κυβέρνηση Ερντογάν και τι πρέπει να γίνει για να αλλάξει αυτό». Για παράδειγμα, αναφέρει το ρεπορτάζ, έχουν περιοριστεί τα γερμανικά ιδρύματα και τα επιστημονικά προγράμματα στην Τουρκία. Η οποία, επίσης, παρότι «εταίρος» στο ΝΑΤΟ, «αγόρασε από τη Ρωσία σύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους».

«Υπάρχει μια πόρτα, που είναι πιο ανοιχτή από ποτέ», καταλήγει η γερμανική εφημερίδα. «Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσουμε αυτήν την ευκαιρία να περάσει. Δηλαδή δύο περιστάσεις που έχουν αλλάξει δραματικά τη ζωή του Ερντογάν: Η επικίνδυνη κάθοδος της τουρκικής οικονομίας και η ανοιχτή σύγκρουση με τις ΗΠΑ... Λαμβάνοντας υπόψη και την αμφιλεγόμενη σχέση του Ερντογάν με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν του απομένει παρά μια προσέγγιση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες».


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ