Κυριακή 12 Γενάρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ψεύτικα διλήμματα, εκφοβισμοί και αυταπάτες

Eurokinissi

Μετά βαΐων και κλάδων η παραλαβή της Προεδρίας από την ελληνική κυβέρνηση.

Τόσο οι παραλαμβάνοντες την Προεδρία της ΕΕ όσο και οι παραδίδοντες έκαναν καθαρό ότι υπάρχει συνέχεια στο κράτος: Θα συνεχιστεί, δηλαδή, η υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής της ΕΕ, η οποία δεν αφορά μόνο τον ελληνικό λαό, αλλά τους λαούς όλων των χωρών, με ή χωρίς μνημόνιο, γιατί αυτό επιβάλλουν οι στόχοι της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου που υπηρετεί η ΕΕ από την ίδρυσή της.

Το σημείωσε χαρακτηριστικά το ΚΚΕ: «Οπως και οι προηγούμενες Προεδρίες έτσι και αυτή θα συμβάλει στην κλιμάκωση της επίθεσης στο εισόδημα, στις εργασιακές σχέσεις, στην Κοινωνική Ασφάλιση των εργαζομένων, στις περικοπές στην Υγεία, την Πρόνοια και σε άλλες κοινωνικές παροχές. Αυτούς τους στόχους υπηρετούν το Σύμφωνο για το Ευρώ, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, η ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση, ο έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών που, από τις αρχές του 2014, θα επιβάλλονται με αυξημένη οικονομική επιτήρηση των χωρών και με μνημόνια διαρκείας σε βάρος των λαών».

Η θέση που διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι μια Ελληνική Προεδρία στην ΕΕ με δική του κυβέρνηση θα λειτουργούσε υπέρ των λαών, αποτελεί ωμή και απροκάλυπτη κοροϊδία απέναντι σε όσους υποφέρουν από τις πολιτικές της ΕΕ και των κυβερνήσεων των χωρών - μελών. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στο οποίο ανήκει, πρωτοστατούν στον εξωραϊσμό της ΕΕ και των θεσμών της, σε μία περίοδο μάλιστα που όλο και μεγαλύτερα τμήματα του λαού αντιδρούν στις πολιτικές της ΕΕ και το ευρωενωσιακό οικοδόμημα.

Η φιέστα της Προεδρίας συνοδεύτηκε και με το ανάλογο κρούσμα αυταρχισμού. Η απόφαση της κυβέρνησης για την απαγόρευση των διαδηλώσεων προκάλεσε σοβαρά ερωτήματα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι απαγορεύτηκαν κινητοποιήσεις με σκοπό αντίθετο με τις εκδηλώσεις ανάληψης της Προεδρίας. Αυτό το αιτιολογικό ανοίγει τον επικίνδυνο δρόμο για παρεμπόδιση λαϊκών κινητοποιήσεων όταν το περιεχόμενό τους έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ.

Καθαρά χέρια, βαρύς πέλεκυς

Δεν προλάβαμε να χωνέψουμε τις αποκαλύψεις για τα εξοπλιστικά, προέκυψαν αποκαλύψεις για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Εμφανίζεται, δηλαδή, ένα σάπιο σύστημα να ρίχνει οινόπνευμα στις πυορροούσες πληγές του ως απόδειξη αυτοκάθαρσης. Κατά το ιταλικό πρότυπο άρχισαν και οι αγιογραφίες δικαστών, ώσπου να φανεί ότι ο νόμος και η τάξη πάνε μαζί και ότι ο πέλεκυς δεν αφορά τις μίζες αλλά το λαϊκό κίνημα όταν σηκώνει κεφάλι.

Ως προς τα εξοπλιστικά, την ώρα που η προσοχή εστιάζεται στο εύκολο, στις μίζες, ο «Ρ» με σχόλιό του εντόπισε ορισμένα παράπλευρα στοιχεία: «Υπάρχει - σημείωνε - ένα επιπλέον στοιχείο που αξίζει της προσοχής. Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής, από τις αποκαλύψεις εμπλέκονται αντιπρόσωποι εταιρειών, κυρίως από Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία, καθόλου από ΗΠΑ, που πλήρωσαν μίζες για να προωθήσουν το εμπόρευμα των εταιρειών τους. Σημαίνει κάτι αυτό; Δηλαδή, μήπως πίσω απ' αυτή τη διαδικασία υπάρχουν και οι μονοπωλιακοί ανταγωνισμοί για την πώληση όπλων, πολεμικού υλικού; Μήπως αυτή η υπόθεση εμπλέκεται με τους γενικότερους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς; Σχετίζεται και με ανακατατάξεις στους μεσάζοντες στην Ελλάδα; Απλώς θέτουμε ορισμένα ερωτήματα».

Συστατικό τους η διαφθορά

Για δε τα ζητήματα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου το ΚΚΕ τόνισε ότι σε μια περίοδο που οι λαϊκές οικογένειες είναι αντιμέτωπες με τον εκβιασμό των πλειστηριασμών και των κατασχέσεων για δάνεια που πήραν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν βασικές ανάγκες, οι αποκαλύψεις στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναδεικνύουν τη σαπίλα του καπιταλιστικού συστήματος. Ερωτήματα δημιουργεί ο χρόνος που γίνονται αυτές οι αποκαλύψεις, όπου οξύνονται οι αστικές αντιθέσεις για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης και την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.

Το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά δόθηκαν πριν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ιδιωτικοποίηση του ΤΤ, εκθέτει όσους μιλούν σήμερα για έναν τραπεζικό πυλώνα υπό κρατικό έλεγχο, ο οποίος δήθεν θα λειτουργεί στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και της ΕΕ υπέρ του λαού. Αναδεικνύει ότι η διαφθορά είναι άρρηκτα δεμένη με το κυνήγι του κέρδους των μονοπωλίων.

Ενα χαράτσι φεύγει, δύο έρχονται

Θαύμα, θαύμα: Η κυβέρνηση απέσυρε τη ρύθμιση για τα 25 ευρώ στα νοσοκομεία δηλώνοντας ότι θα εισπραχθεί το ποσό ως φόρος στα τσιγάρα. Μ' ένα σμπάρο δυο και τρία τρυγόνια. Οι αντιδράσεις κατακάθισαν, το χαράτσωμα καλά κρατεί. Το ΚΚΕ κατέθεσε τροπολογία με την οποία ζήτησε εκτός από την κατάργηση του «εικοσιπεντάευρω», την κατάργηση και της καταβολής του ενός (1) ευρώ ανά εκτελούμενη συνταγή καθώς και των πέντε (5) ευρώ για εξετάσεις στα Εξωτερικά Ιατρεία που ισχύει από το 2011. Σημείωσε ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να διεκδικήσουν την κατάργηση όλων των χαρατσιών και κάθε πληρωμής στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συνολικά της πολιτικής που στηρίζει την επιχειρηματική λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων. Εχουν χρυσοπληρώσει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και γι' αυτό η αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν παροχή της πρέπει να είναι καθολικό λαϊκό δικαίωμα.

Ερωτήματα

Εκεί που το πράγμα πήγαινε να στρώσει, με την αντιπαράθεση για την Προεδρία να είναι μια καθαρή ενδοοικογενειακή υπόθεση, όπου οι ΝΔ - ΠΑΣΟΚ μιλούσαν για τα οφέλη της ανάκαμψης των καπιταλιστικών κερδών και ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε για μια ακόμα φορά διαφορετικό μείγμα για να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος, εμφανίστηκε ο δικηγόρος του Χρ. Ξηρού να ανακοινώνει πως «επαναστατική πράξη» είναι δράσεις τύπου «17Ν» και ότι γι' αυτό ο πελάτης του αποφάσισε να μην επιστρέψει στη φυλακή. Η δήλωσή του πέρασε από τα αστικά μέσα ενημέρωσης περίπου αμάσητη. Καταλαβαίνουμε ότι η αστική τάξη πριν πεινάσει μαγειρεύει, διατηρούμε ορισμένα ερωτήματα για το ποιον ωφελεί η ανακίνηση του θέματος «τρομοκρατία", τι εξυπηρετούν όλα όσα γράφτηκαν, ακούστηκαν αυτές τις μέρες, τι βρίσκεται πίσω από τις μακροσκελείς αναλύσεις για ενδεχόμενα τρομοκρατικά κύματα στη χώρα, την επανεμφάνιση τέτοιων ομάδων και τα ...ρεβεγιόν κρατουμένων που οδηγούν σε «συμμαχίες» διαφόρων «γενιών τρομοκρατών», αλλά για κάθε ενδεχόμενο καλό είναι να ξαναθυμηθούμε τα ερωτήματα που είχε θέσει το ΚΚΕ την περίοδο «απόσυρσης» της «17 Νοέμβρη» για το ποιος ωφελείται από αυτή τη διαδικασία.

Δάσκαλοι εξωραϊσμού

Κοντά στο κλείσιμο της βδομάδας ο «Ρ» αποκάλυψε ότι η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Γραφείο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, θα υλοποιήσουν το Φλεβάρη πρόγραμμα και καλούν δασκάλους σε επιμορφωτικό σεμινάριο για να τους διδάξουν πώς να εμφυσήσουν τα οράματα της ΕΕ σε παιδιά Δημοτικού! Η συγκεκριμένη δράση, που ονομάζεται «ΤeachersforΕurope» (δάσκαλοι για την Ευρώπη), έρχεται να προστεθεί σε αντίστοιχες που κατά καιρούς αναπτύσσονται σε σχολεία. Δηλαδή, την ίδια στιγμή που η Ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα διαχειριστεί τη συνέχιση της αντιλαϊκής επίθεσης, με μνημόνια διαρκείας για όλους τους λαούς, με σκοπό να εξασφαλιστεί η έξοδος από την κρίση για το κεφάλαιο, στήνονται μηχανισμοί εξωραϊσμού της ΕΕ, στοχεύοντας στη συνείδηση παιδιών με εργαλείο τους εκπαιδευτικούς.

Το μήνυμα

Τη βδομάδα που έφυγε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να δώσουν ο καθένας μια διαφορετική εκδοχή για το μήνυμα των ευρωεκλογών. Ο καβγάς προεκλογικού χαρακτήρα δεν μπορεί να κρύψει ότι υπάρχει στρατηγική σύμπλευση στους στόχους της εξόδου από την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου και της εγγύησης της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Η αντιπαράθεσή τους είναι κάλπικη για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, είναι όμως πραγματική όσον αφορά το ποιο μείγμα διαχείρισης, στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ελλάδας, θα διευκολύνει την καπιταλιστική ανάκαμψη. Και οι δύο, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, «νοιάζονται» το πολιτικό σύστημα, «κόπτονται» για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης, «καίγονται» για να εγγυηθούν την καπιταλιστική κερδοφορία. Διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί να εγγυηθεί καλύτερα τα παραπάνω. Και οι δύο τους εξαπατούν τον ελληνικό λαό ότι εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα στην υλοποίηση της πολιτικής υπέρ του κεφαλαίου, βαδίζοντας στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και εντός της ΕΕ, θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη λαϊκή ευημερία.

Το πραγματικό δίλημμα

Το πραγματικό δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ναι ή όχι στην ΕΕ και τα κόμματα του ευρωμονόδρομου». Δίλημμα που ο λαός πρέπει να το απαντήσει με βάση την πολύχρονη πείρα του, η οποία αποδεικνύει ότι αυτή η λυκοσυμμαχία θα φέρει ακόμα περισσότερα δεινά, γιατί αυτό επιβάλλουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου που η ΕΕ προστατεύει. Ο λαός πρέπει να καταδικάσει τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν την ΕΕ ως μονόδρομο, που προβάλλουν τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης ως διέξοδο για τη λαϊκή ευημερία.

Η λαϊκή αντίθεση στις πολιτικές της ΕΕ μπορεί να πιάσει τόπο με την ισχυροποίηση του ΚΚΕ, που εδώ και χρόνια αποκαλύπτει το χαρακτήρα της ΕΕ και προβάλλει την πάλη ενάντια στις αντιλαϊκές ευρωενωσιακές επιλογές, το στόχο της αποδέσμευσης από αυτήν με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και εργατική - λαϊκή εξουσία, ως βασική προϋπόθεση για ανάπτυξη προς όφελος του λαού.

ΣΥΡΙΖΑ: Διαφωνίες στην ίδια όχθη

«Με κυρίαρχο σλόγκαν "Λιγότερη εθνική κυριαρχία για πιο αποτελεσματική Ευρώπη" οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ επιδιώκουν, υπό τη γερμανική καθοδήγηση, να προωθήσουν, αρχής γενομένης από αυτό το εξάμηνο, ρυθμίσεις όπως η τραπεζική ένωση, που θα θέτουν υπό τη σιδηρά νεοφιλελεύθερη εποπτεία τις κυβερνήσεις και τους λαούς. Πρόκειται για μια "διαφορά με θεμελιώδεις επιπτώσεις", όπως παραδέχεται ο Ευρωπαίος αρχιτραπεζίτης Μάριο Ντράγκι. Εξηγεί ότι είναι αναγκαία η επιβολή "υγιών δημοσιονομικών πολιτικών", δηλαδή η επέκταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε όλα τα κράτη - μέλη, που ισοδυναμεί με τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών από υπερεθνικά μη νομιμοποιημένα δημοκρατικά όργανα. Οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ δεν διανοούνται ότι μπορεί να υπάρξει λύση στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο πέρα από τη λιτότητα».

Αυτά έγραφε στο κύριο άρθρο της η «Αυγή», 8/1/2014.

Διαβάζοντας κανείς το κύριο άρθρο της «Αυγής» μπορεί να δημιουργούνται ερωτήματα στην προσπάθεια ερμηνείας της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως έχει δίκιο η ΝΔ που τον κατηγορεί ως «αντιευρωπαϊκή δύναμη»; Μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει τη θέση ότι η «ΕΕ είναι νομοτελειακή διαδικασία», «πεδίο της ταξικής πάλης», ότι η αντίθεση στην ΕΕ είναι «εθνική αναδίπλωση»; Οτι το ζήτημα είναι η αλλαγή της ΕΕ από τα μέσα;


Τίθεται το ερώτημα: Με δεδομένη όχι μόνο τη συμφωνία του για συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, αλλά και στην Ευρωζώνη και στο ευρώ πώς είναι δυνατόν να διαφωνεί με το σλόγκαν περί «λιγότερης εθνικής κυριαρχίας για πιο αποτελεσματική Ευρώπη»;

Σε τι, λοιπόν, διαφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν λέει ότι όχι μόνο δεν αμφισβητεί την ΕΕ και την Ευρωζώνη, αλλά κόπτεται να εγγυηθεί τη διατήρησή της όπως άλλωστε το διατυμπανίζει συνεχώς; Το είπε σε όλους τους τόνους ο Αλ. Τσίπρας στο Τέξας, στο συνέδριο του ΣΕΒ, στο Μπρούγκινκς, στο ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο κ.λπ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί με την προπαγάνδα του να συσκοτίσει το γεγονός ότι η συμμετοχή ενός καπιταλιστικού κράτους σε μια διακρατική καπιταλιστική ένωση, όπως είναι η ΕΕ, σημαίνει αντικειμενικά εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οχι, βεβαίως, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής όπως διατείνονται αποπροσανατολιστικά διάφορες εθνικιστικές δυνάμεις του αστικού «αντιμνημονιακού ρεύματος», συνθηματολογία που έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει και δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ως επιλογή συνειδητή, στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου κάθε κράτους, και της Ελλάδας, με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής του θέσης. Διακρατικές ενώσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της ολοένα εντεινόμενης καπιταλιστικής διεθνοποίησης, που σημαίνει ολοένα και πιο μεγάλη διαπλοκή τμημάτων του κεφαλαίου διαφορετικών κρατών, ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους, αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών, και ως συνέπεια, των καπιταλιστικών κρατών. Σχέσεις που βεβαίως στη βάση της ανισόμετρης ανάπτυξης είναι ανισότιμες, σχέσεις που διαμορφώνονται με κριτήριο την οικονομική και πολιτική δύναμη. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη σε περιφερειακό επίπεδο αυτό αντανακλούν. Αλλωστε, υπάρχουν και σε άλλα σημεία του πλανήτη ανάλογες προσπάθειες όπως π.χ. στη Λατινική Αμερική με την ΑΛΜΠΑ και την Μερκοσούρ, στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες παλιότερα με την ΚΑΚ, τώρα με τη Ρωσία και τη συγκρότηση τελωνειακής ένωσης κ.ά.

Διαβάζοντας όμως καλύτερα το απόσπασμα από το κύριο άρθρο της «Αυγής» προσεκτικά, θα διαπιστώσει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί μόνο με τη «γερμανική καθοδήγηση της ΕΕ και της Ευρωζώνης», διαφωνεί όχι με τους ελέγχους των προϋπολογισμών αλλά ότι γίνονται από μη «νομιμοποιημένα όργανα». Αν π.χ. γίνονταν από το Ευρωκοινοβούλιο ούτε γάτα ούτε ζημιά, επειδή λέει ότι είναι το μόνο όργανο της ΕΕ δημοκρατικά εκλεγμένο. Διαφωνεί επίσης με την «πολιτική λιτότητας». Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων όπως η ΕΕ. Ούτε, βεβαίως, διαφωνεί με την ύπαρξη των διακρατικών οργάνων της ΕΕ, αλλιώς ο Αλ. Τσίπρας δε θα ήταν υποψήφιος για τη θέση του Μπαρόζο. Η αντίθεσή του αφορά στο μείγμα διαχείρισης της κρίσης που ασκείται στην ΕΕ που ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζει ως νεοφιλελεύθερο και στο οποίο πρωτοστατεί η Γερμανία με τους συμμάχους της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η «αριστερή κυβέρνηση» για την ΕΕ και την Ευρωζώνη

Το πώς ακριβώς θέλει την ΕΕ και την Ευρωζώνη ο ΣΥΡΙΖΑ, το αναφέρει παραστατικά σε άρθρο του στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο Γ. Σταθάκης. Να τι έγραφε: «Η έμφαση δόθηκε στις πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Η ιδέα ήταν απλή. Η Ευρώπη είναι ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών με διαφοροποιημένες επιδόσεις (...) Η ιδέα αυτή αποτελεί πλήρη αντιστροφή της ίδιας της ιδέας της συγκρότησης της Ευρώπης ως ενιαίας οικονομίας, όπου οι εθνικές οικονομίες αποτελούν τμήματά της αλλά η δυναμική υπερβαίνει το άθροισμά τους. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εδράζεται στα οφέλη που θα προέκυπταν από την ενιαία αγορά και τη σύγκλιση τιμών και μισθών μέσα από την κινητικότητα των επενδύσεων και των εργαζομένων (...) εδώ θα ήταν οι μηχανισμοί των Βρυξελλών, για να διασφαλίζουν την αναδιανομή πόρων σε υποδομές και ανθρώπους με εξισορρόπηση ευκαιριών και διόρθωση ανισοτήτων».

Τι εννοεί ο Γ. Σταθάκης; Οτι η ΕΕ, ή πιο σωστά η Ευρωζώνη, δεν πρέπει να νοείται ως άθροισμα ξεχωριστών καπιταλιστικών οικονομιών, αλλά ως ενιαία καπιταλιστική οικονομία. Στο πλαίσιο μιας ενιαίας οικονομίας βλέπει και τις συγκλίσεις. Η αντίληψη αυτή δε διαφέρει από αυτήν των οπαδών της «εμβάθυνσης της ΕΕ», διαφωνώντας βεβαίως στον τρόπο με τον οποίο αυτή προωθείται σήμερα κατηγορώντας την ελληνική κυβέρνηση και τη Γερμανία ότι ενισχύουν την ύφεση, υπονομεύοντας την ανάπτυξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το ζήτημα συντάσσεται με θέσεις που εκφράζονται κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και με ανάλογες θέσεις που υποστηρίζει ο ΣΕΒ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτές απαιτείται δημοσιονομική χαλάρωση, εξασφάλιση χρηματοδότησης της βιομηχανίας, της μεταποίησης, του εμπορίου (αυτό που η αστική οικονομική ορολογία ονομάζει «πραγματική οικονομία»), διαμόρφωση ισχυρών τραπεζών με χρηματοδότησή τους αφού λυθεί η υπόθεση «κόκκινα δάνεια» και καθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Ταυτόχρονα, θέτουν ζήτημα διάσκεψης για το χρέος με στόχο το «κούρεμά» του και την αποπληρωμή του με «ρήτρα ανάπτυξης».

Στον προβληματισμό και άλλων αστών πολιτικών και οικονομολόγων είναι πώς θα αντιμετωπιστεί ο αποπληθωρισμός, η έλλειψη ρευστότητας για επενδύσεις στο πλαίσιο της Ευρωζώνης εξασφαλίζοντας όμως τη δημοσιονομική σταθερότητα. Ενώ έχουν εκφραστεί απόψεις ακόμα και για την ανάγκη να βρεθεί τρόπος να «κοπεί χρήμα» στο πλαίσιο της Ευρωζώνης χωρίς όμως, από την άλλη πλευρά, να διαμορφωθεί ανεξέλεγκτος πληθωρισμός.

Η ομιλία του Αλ. Τσίπρα σε εκδήλωση προς τιμήν του Αυστριακού Σοσιαλδημοκράτη Μπρούνο Κράιτσκι είναι αποκαλυπτική. Ο Αλ. Τσίπρας διευκρίνισε ότι η «αριστερή κυβέρνηση θα απλώσει το χέρι στους σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης, στους ελεύθερα σκεπτόμενους φιλελεύθερους», με σχέδιο τη «σταθεροποίηση της Ευρωζώνης, ένα πρώτο βήμα για μια ανοιχτή, δημοκρατική και συνεκτική Ευρώπη». Μια τέτοια κυβέρνηση θα επιδιώξει ένα «ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ», που θα περιλαμβάνει: «μια σωστή τραπεζική ένωση, ένα δημόσιο χρέος που θα διαχειρίζεται κεντρικά από την ΕΚΤ και ένα τεράστιο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων». Αυτοί οι στόχοι, διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ο Αλ. Τσίπρας, μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς «αλλαγές στις συνθήκες» της ΕΕ !! Ούτε καν αλλαγές των συνθηκών της ΕΕ δε διεκδικεί, τόσος ριζοσπαστισμός!

Επομένως, η μη συμμετοχή του Αλ. Τσίπρα στην κυβερνητική φιέστα για την ανάληψη της Προεδρίας της ΕΕ από την Ελλάδα, που τόσος ντόρος έγινε στα αστικά ΜΜΕ και στην «Αυγή», δε σημαίνει αντίθεση στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Δεν ήταν παρά μια κίνηση εντυπωσιασμού, προσπαθώντας να συνδεθεί με ένα κλίμα δυσαρέσκειας που υπάρχει σε εργαζόμενους απέναντι στους θεσμούς της ΕΕ.

Ιδια η στόχευση

Χρειάζεται, βεβαίως, να σημειώσουμε ότι καμιά αστική πολιτική δύναμη δε μένει «δογματικά προσκολλημένη» σε ένα μείγμα αστικής διαχείρισης, όταν διαμορφώνεται η αναγκαιότητα για την αλλαγή του. Εξάλλου οι διαφορές στις πολιτικές διαχείρισης δεν είναι και αβυσσαλέες, γι' αυτό μιλάμε για μείγματα. Θυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι τόσο νεοφιλελεύθεροι όσο και σοσιαλδημοκράτες πρωτοστάτησαν, αντίστοιχα, σε κρατικοποιήσεις ή σε ιδιωτικοποιήσεις όταν αυτό ήταν χρήσιμο για το κεφάλαιο. Η αντίθεση στο μείγμα διαχείρισης, βεβαίως, εκφράζει αντιθέσεις στο πλαίσιο του κεφαλαίου. Σε αυτές τις αντιθέσεις διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστήσει ως δύναμη αστικής διαχείρισης.

Το ερώτημα είναι αν αυτά τα διαφορετικά μείγματα σημαίνουν κάτι διαφορετικό για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τα δύο μείγματα αντιπαρατίθενται στο έδαφος του ίδιου καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, εκφράζοντας υπαρκτές άλυτες αντιφάσεις του.

Το πέρασμα από την καπιταλιστική κρίση στη φάση της ανάκαμψης δεν πρόκειται να φέρει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στην κατάσταση που ήταν προ κρίσης. Ακόμα και αν μειωθεί η ανεργία, αν αυξηθούν τα εισοδήματα ενός τμήματος των εργαζομένων το σίγουρο είναι ότι η όποια ανάκαμψη θα πατήσει πάνω σε περιορισμένα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, σε μειωμένες απαιτήσεις των εργαζομένων. Είναι όρος για την αναπαραγωγή της κερδοφορίας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Πολύ περισσότερο που ενδέχεται η ανάκαμψη να είναι αναιμική και να γίνει γρήγορα το πέρασμα στη νέα φάση της κρίσης. Ταυτόχρονα η ανάκαμψη θα συνοδευτεί με πολιτικές διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και ανασφάλειας, εργασιακή περιπλάνηση, με μορφές «κοινωνικής οικονομίας», τα διάφορα δίκτυα «κοινωνικών ιατρείων, φαρμακείων, παντοπωλείων», που ωθούν τους ανθρώπους του μόχθου σε αποδοχή της ζωής με μειωμένες απαιτήσεις. Στοιχεία που αποτελούν συστατικό μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια η πραγματική αντίθεση από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων;

Γι' αυτό, για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, αυτή η ενδοαστική πολιτική αντιπαράθεση για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ξένη με τα συμφέροντά τους. Γιατί, ούτε η πολιτική καπιταλιστικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει τα οξύτατα λαϊκά προβλήματα και τη βελτίωση της θέσης τους.

Ο ελληνικός λαός πρέπει να δυναμώσει την αντίθεσή του στις πολιτικές των ΕΕ, κυβέρνησης και κεφαλαίου. Να αξιοποιήσει την πολύχρονη πείρα του, που δείχνει ότι η ΕΕ χειρότερη μπορεί να γίνει, καλύτερη όχι. Να δυναμώσει τη Λαϊκή Συμμαχία, με στόχο να απελευθερωθεί ο ελληνικός λαός από τα δεσμά της ΕΕ, να γίνει ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει. Να συμπορευτεί με το ΚΚΕ, που εδώ και χρόνια έχει προειδοποιήσει για τις σημερινές εξελίξεις, για το χαρακτήρα της ΕΕ, και σήμερα προβάλλει τη μοναδική ρεαλιστική πρόταση για την απόκρουση της αντιλαϊκής επίθεσης και για μια πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.


Χ.

Τι σήμαινε να είσαι σπουδαστής στην ΕΣΣΔ

Φοιτητές σε δωμάτιο μέτρησης ραδιενέργειας κάνουν υπολογισμούς μετρήσεων (Οκτώβρης 1974)
Φοιτητές σε δωμάτιο μέτρησης ραδιενέργειας κάνουν υπολογισμούς μετρήσεων (Οκτώβρης 1974)
Ενα διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού που συνέταξε ο Λένιν και εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου του 1918, διακήρυξε την αναδιοργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε σοσιαλιστική βάση. Το διάταγμα αυτό ήταν μια επανάσταση για την Παιδεία. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, οι πόρτες των πανεπιστημίων άνοιγαν για τον εργαζόμενο λαό. Καταργήθηκαν τα δίδακτρα, όπως και όλα τα προνόμια για τις πρώην εύπορες τάξεις, καθώς και όλοι οι εθνικοί περιορισμοί. Οι γυναίκες απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες για ανώτατη μόρφωση.

Ο σοσιαλισμός, δίνοντας μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, δημιούργησε μαζική ζήτηση για εκπαίδευση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ ήταν αλματώδεις, κάτι που συνεισέφερε αποφασιστικά στο να ξεπεραστεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης η σημαντική επιστημονική και οικονομική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ σε σχέση με τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Ηδη το 1938 φοιτούσαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΕΣΣΔ περισσότεροι φοιτητές απ' ό,τι σε Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία μαζί! Αυτά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα ήταν απόρροια της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος σε μια ενιαία κλίμακα, από τον παιδικό σταθμό μέχρι το πανεπιστήμιο. Τι ήταν, όμως, αυτό που απελευθέρωσε όλες αυτές τις δυνάμεις; Στην ΕΣΣΔ, τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνική ιδιοκτησία, δεν ανήκαν σε μια χούφτα κηφήνες, όπως συμβαίνει στις καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτή τη βάση έγινε δυνατό να τεθεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και συνολικά της οικονομίας υπό κεντρικό, πανεθνικό σχεδιασμό. Η εργατική τάξη, μέσα από τα όργανα της εξουσίας της, είχε τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας.

Αίθουσα - γήπεδο χάντμπολ στο εσωτερικό του κεντρικού κτιρίου του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας
Αίθουσα - γήπεδο χάντμπολ στο εσωτερικό του κεντρικού κτιρίου του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας
Από το 1928 επιχειρήθηκε ο σχεδιασμός της ανάπτυξης της επιστήμης στη βάση των αναγκών της κοινωνίας, μέσα από τα πενταετή πλάνα του κεντρικού σχεδιασμού. Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που τέθηκε το ζήτημα της προγραμματισμένης, κατευθυνόμενης ανάπτυξης της επιστημονικής έρευνας, με στόχο την κάλυψη των διευρυνόμενων αναγκών ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Οι σπουδές στα σοβιετικά πανεπιστήμια

Με δεδομένα όσα ήδη είπαμε για το χαρακτήρα και την αποστολή της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει κανενός είδους κατηγοριοποίηση μεταξύ των ιδρυμάτων και συνακόλουθα κανένας διαχωρισμός μεταξύ των αποφοίτων.

Η διάρκεια σπουδών κυμαινόταν από 4 έως 6 χρόνια, ανάλογα με το αντικείμενο. Σε κάθε εξάμηνο ο σπουδαστής διδασκόταν 5 - 6 μαθήματα. Η παρακολούθηση των μαθημάτων και η εκτέλεση των εργασιών στο σπίτι ήταν υποχρεωτικές. Τα προγράμματα σπουδών στόχευαν στο συνδυασμό μιας ευρύτερης, γενικής, πολυτεχνικής παιδείας και επιστημονικής μόρφωσης και της σε βάθος γνώσης ενός συγκεκριμένου πεδίου της εκάστοτε επιστήμης. Στόχος ήταν να παρέχουν υψηλού επιπέδου ειδίκευση, ενώ δινόταν έμφαση στην εκπαίδευση των σπουδαστών στην ερευνητική δραστηριότητα.

Ενα από τα βασικά γνωρίσματα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης απέρρεε άμεσα από το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της. Για να μπορεί να θέτει αποτελεσματικά τις γνώσεις του στην υπηρεσία της κοινωνίας μέσα από τη δουλειά του και να συμβάλλει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ο Σοβιετικός επιστήμονας δε θα μπορούσε παρά να προσεγγίζει από κοινωνική σκοπιά όλα τα φαινόμενα της επιστήμης και της ζωής. Οφειλε, λοιπόν, να γνωρίζει σε βάθος την ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης και τους νόμους που τη διέπουν. Για το σκοπό αυτό, όλοι οι σπουδαστές, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών, μελετούσαν Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία και Ιστορία.

Πέραν αυτών, στα πρώτα έτη, η σωματική αγωγή και τα αθλήματα αποτελούσαν μέρος του υποχρεωτικού προγράμματος.

Το βασικότερο γνώρισμα της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελούσε ο συνδυασμός της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία. Χωρίς αυτό δεν νοείται σοσιαλιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης.

Ο Λένιν έγραφε ότι «δεν μπορεί να φανταστεί κανείς το ιδανικό της μελλοντικής κοινωνίας χωρίς το συνδυασμό της εκπαίδευσης με την παραγωγική εργασία της νέας γενιάς: Ούτε η εκπαίδευση και η μόρφωση χωρίς παραγωγική εργασία, ούτε η παραγωγική εργασία χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και μόρφωση θα μπορούσαν ν' ανέβουν στο ύψος που απαιτεί το σύγχρονο επίπεδο της τεχνικής και η κατάσταση της επιστημονικής γνώσης».

Καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών, θεωρία και πράξη αλληλοσυνδέονταν. Κεντρικός άξονας ήταν η αναγνώριση του ρόλου της εργασίας και της παραγωγής ως αφετηρίας της επιστήμης και της ανθρώπινης κουλτούρας, ως βάσης της κοινωνικής ζωής.

Πώς, όμως, γινόταν αυτή η σύνδεση θεωρίας και πράξης; Ας δούμε πώς ήταν οργανωμένες οι σπουδές ήδη στα 1939. Πέρα από τις διαλέξεις και τα σεμινάρια, βασικό συστατικό των σπουδών ήταν η εργαστηριακή άσκηση, η πρακτική εξάσκηση σε χώρους δουλειάς και υπηρεσίες. Τα δύο πρώτα χρόνια αφιερώνονταν κατά κύριο λόγο σε γενική εκπαίδευση, με διαλέξεις, σεμινάρια και πρακτικές εργασίες. Τα τελευταία χρόνια, δινόταν έμφαση στην εξειδίκευση των σπουδών του κάθε φοιτητή. Από το τρίτο έτος και μετά, μεγάλο μέρος του χρόνου του προγράμματος, περίπου 30 - 40%, κατανεμόταν στην παραγωγική πρακτική άσκηση, η οποία γινόταν σε εργαστήρια, νοσοκομεία, εργοστάσια, επιστημονικά ινστιτούτα και κρατικές υπηρεσίες, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών. Υπήρχε εκπαιδευτική επίβλεψη κατά τη διάρκεια της άσκησης και συζητιούνταν τα θεωρητικά ζητήματα που ανέκυπταν από την πρακτική εργασία.

Πέραν αυτών, οι τελειόφοιτοι έκαναν πρακτική άσκηση σε κάποιο χώρο δουλειάς συναφή με το αντικείμενο των σπουδών τους. Η άσκηση αυτή διαρκούσε έως και ένα χρόνο, ανάλογα με την ειδικότητα. Για όλο αυτό το διάστημα, οι σπουδαστές αμείβονταν κανονικά, ακριβώς όπως και οι μη σπουδαστές εργαζόμενοι σε αντίστοιχο πόστο.

Το κοινωνικό υπόβαθρο της νέας σχέσης θεωρίας και πράξης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η συλλογική διεύθυνση της παραγωγής.

Στο τέλος των σπουδών τους, οι Σοβιετικοί σπουδαστές όφειλαν να εκπονήσουν μια διπλωματική εργασία. Κι εδώ, γινόταν προσπάθεια ώστε το θέμα της εργασίας να αφορά κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, η επίλυση του οποίου συνέβαλλε στην εκπλήρωση των στόχων της σοβιετικής οικονομίας και πολιτικής. Οι σπουδαστές συνέβαλλαν έτσι έμπρακτα στην αντιμετώπιση και επίλυση υπαρκτών ζητημάτων, προετοιμαζόμενοι για το ρόλο και τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν μετά την αποφοίτησή τους. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί σχεδίαζαν κτίρια και εγκαταστάσεις που χρειάζονταν να ανεγερθούν. Οι μηχανολόγοι σχεδίαζαν εργαλεία και μηχανήματα για να παραχθούν. Στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι διπλωματικές συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της επιστήμης, καθώς οι σπουδαστές επεξεργάζονταν πτυχές ζητημάτων που βρίσκονταν στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας.

Κατά τη διαμόρφωση του ωρολογίου προγράμματος υπήρχε πρόβλεψη ώστε να περισσεύει επαρκής χρόνος τόσο για τις εργασίες και τις άλλες υποχρεώσεις, όσο και για μια σειρά άλλες δραστηριότητες με τις οποίες οι σπουδαστές μπορούσαν να ασχοληθούν στον ελεύθερο χρόνο τους. Αλλωστε, την Κυριακή δεν υπήρχαν εκπαιδευτικές υποχρεώσεις, ενώ από κάποια φάση και μετά οι σπουδαστές είχαν ακόμα μια μέρα ελεύθερη.

Στο τέλος του κάθε εξαμήνου υπήρχε περίοδος διακοπών. Το καλοκαίρι για δύο μήνες και τη χειμερινή περίοδο για δύο βδομάδες.

Η φοιτητική μέριμνα στη Σοβιετική Ενωση

Αν τα όσα είδαμε μέχρι τώρα σηματοδοτούν την ανωτερότητα των σοβιετικών πανεπιστημίων σε ό,τι αφορά το επίπεδο, την οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών, εκεί που πραγματικά είναι να μένει κανείς με το στόμα ανοιχτό, είναι με τα ζητήματα φοιτητικής μέριμνας και των παροχών στους Σοβιετικούς σπουδαστές.

Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. 'Η, για την ακρίβεια, από όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα κι όμως τόσο απέχουν από την πραγματικότητα των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Στη Σοβιετική Ενωση, όμως, δε θα μπορούσε να είναι έτσι τα πράγματα. Και δεν ήταν έτσι. Η φοίτηση ήταν απολύτως δωρεάν. Ο Σοβιετικός σπουδαστής δεν πλήρωνε τίποτε για τα μαθήματα, τα εργαστήρια, τα βιβλία, τα αναλώσιμα, τα εξέταστρα κ.λπ.

Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών (ποσοστό πάνω από 80%) έπαιρναν από το σοβιετικό κράτος επίδομα, τέτοιο ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους χωρίς να επιβαρύνουν τις οικογένειές τους ούτε με ένα ρούβλι. Το επίδομα αυτό ήταν υψηλότερο κατά 25% για τους αριστούχους και κατά 15% για τους σπουδαστές που στάλθηκαν από τις επιχειρήσεις και τα κολχόζ. Δηλαδή, ο Σοβιετικός σπουδαστής όχι απλά δεν πλήρωνε για να σπουδάσει, αλλά πληρωνόταν! Ολα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα διέθεταν εστίες και λέσχες, για να καλύπτουν τις ανάγκες των σπουδαστών τους. Οσοι πήγαιναν να σπουδάσουν σε άλλη πόλη από αυτή που διέμεναν οι οικογένειές τους, στεγάζονταν σε εστίες, καταβάλλοντας ως αντίτιμο ένα ποσό που έφτανε έως το 7% του επιδόματος που λάμβαναν. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε νομοθετική ρύθμιση με βάση την οποία το ενοίκιο δεν μπορεί να ξεπερνά το 10% του μηνιαίου εργασιακού εισοδήματος. Αν και ο αριθμός των σπουδαστών αυξανόταν συνεχώς, τα πλάνα της σχεδιοποιημένης κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μπορούσαν πάντα να καλύπτουν τις ανάγκες για τη στέγαση των φοιτητών.

Σε ό,τι αφορά τη σίτιση, οι σπουδαστές απολάμβαναν ειδικές, μειωμένες τιμές στα εστιατόρια καθώς και στους χώρους εστίασης στις πανεπιστημιουπόλεις.

Ενα άλλο ζήτημα ήταν η ιατρική μέριμνα, η οποία ήταν πολύ υψηλού επιπέδου και, φυσικά, παρεχόταν εντελώς δωρεάν. Με την εισαγωγή στις σχολές, γίνονταν πλήρης ιατρικός έλεγχος και εξετάσεις, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών παρεχόταν ολοκληρωμένη ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη.

Ακόμα, οι σπουδαστές είχαν δωρεάν πρόσβαση σε γυμναστήρια, γήπεδα κ.ά., καθώς και σε πολιτιστικές δραστηριότητες, με εξασφαλισμένο τον απαιτούμενο εξοπλισμό (μουσικά όργανα κ.λπ.).

Ας τα δούμε όλα αυτά μέσα από το παράδειγμα του Ινστιτούτου Μηχανικών Ενέργειας στη Μόσχα. Ας έχουμε υπόψη ότι σε μέγεθος αντιστοιχούσε περίπου σε μια σχολή, με τα δικά μας δεδομένα. Το Ινστιτούτο αυτό, λοιπόν, στα 1959 είχε στις εγκαταστάσεις του 16 ξενώνες συνολικής δυναμικότητας 6.000 ατόμων, καταστήματα, χώρους εστίασης, κλειστή πισίνα, γυμναστήρια, γήπεδα και χώρους για διάφορες αθλητικές δραστηριότητες, ένα κέντρο προληπτικής ιατρικής, μια πολυκλινική και ένα κέντρο υγείας δυναμικότητας 250 κλινών. Σήμερα, 55 ολόκληρα χρόνια μετά, για τους περίπου 50.000 σπουδαστές των ΤΕΙ στο Λεκανοπέδιο δεν υπάρχει ούτε μια εστία...

Κάθε πανεπιστήμιο διατηρούσε και παρείχε στους σπουδαστές και τους εργαζομένους του πρόσβαση σε σανατόρια και εξοχικά θέρετρα. Εκατό χιλιάδες περίπου φοιτητές το χρόνο έκαναν τις διακοπές τους στα διαφόρων ειδών θέρετρα. Αν, για παράδειγμα, ήμασταν σπουδαστές στη Σοβιετική Ενωση στα τέλη της δεκαετίας του '70, θα μπορούσαμε να κάνουμε διακοπές σε ένα τέτοιο θέρετρο για 12 μέρες, με πλήρη διατροφή, πληρώνοντας μόλις 7 ρούβλια. Πέραν αυτών, υπήρχαν ακόμα καταλύματα και χώροι αναψυχής, όπου οι σπουδαστές μπορούσαν να περάσουν τη μέρα που είχαν ελεύθερη μέσα στη βδομάδα.

Με το που τελείωνε τις σπουδές του, κάθε απόφοιτος έκανε ένα μήνα διακοπές, πληρωμένες από το βιομηχανικό συγκρότημα ή τον οργανισμό που τον είχε προσλάβει. Σε περίπτωση, δε, που είχε κάνει οικογένεια, είχαν τα μέλη της δικαίωμα δωρεάν μεταφοράς από τον τόπο σπουδών στον τόπο όπου θα απασχολούνταν ο απόφοιτος, καθώς και μια επιδότηση σε μετρητά για τα έξοδα διατροφής.

Πολλοί δυτικοί που είχαν επισκεφτεί τα σοβιετικά πανεπιστήμια, είχαν εκπλαγεί από το γεγονός ότι αρκετοί σπουδαστές παντρεύονταν κι έκαναν οικογένεια από νωρίς, κατά τη διάρκεια ακόμα των σπουδών τους. Αν, όμως, λάβουμε υπόψη αφενός την ασφάλεια που ένιωθε ο Σοβιετικός σπουδαστής για το παρόν και το μέλλον του, και αφετέρου τους όρους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμόρφωνε τη συνείδηση και την προσωπικότητά του και ωρίμαζε, το γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση.

Υπήρχαν ειδική μέριμνα και επιπλέον διευκολύνσεις για τα νέα ζευγάρια. Πέραν του επιδόματος που λάμβαναν ως σπουδαστές, τους χορηγούνταν ένα επιπλέον βοήθημα, ενώ οι μητέρες είχαν τη δυνατότητα να παρατείνουν τις σπουδές τους κατά ένα επιπλέον έτος. Ακόμα, υπήρχαν δωρεάν παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία για τα παιδιά των σπουδαστών και του προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Σύστημα νυχτερινών και δι' αλληλογραφίας σπουδών

Στη χώρα μας, ο αριθμός των εργαζόμενων σπουδαστών αυξάνεται κάθε χρόνο, όπως κι ο αριθμός όσων αναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους για να δουλέψουν. Ενα πιθανό ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπήρχαν και στη Σοβιετική Ενωση εργαζόμενοι σπουδαστές.

Οπως είδαμε, στην ΕΣΣΔ ο σπουδαστής δε χρειαζόταν να δουλεύει κατά τη διάρκεια των σπουδών του για να βγάλει τα προς το ζην και να μπορέσει να σπουδάζει. Ολα όσα του ήταν αναγκαία του τα παρείχε και με το παραπάνω το σοβιετικό κράτος, κι έτσι μπορούσε αμέριμνος να αφοσιωθεί στις σπουδές του.

Ομως, από την άλλη, ήταν χιλιάδες οι εργάτες οι οποίοι και ήθελαν και μπορούσαν να παρακολουθούν πανεπιστημιακές σπουδές. Κι αυτό γινόταν δυνατό μέσα και από την εκτεταμένη ανάπτυξη του συστήματος νυχτερινών και δι' αλληλογραφίας σπουδών.

Η δίψα και η ανάγκη για άνοδο της μόρφωσης από μεριάς των εργαζομένων από τη μια, και η επικρότηση και καλλιέργεια αυτής της διάθεσης από μεριάς του εργατικού κράτους από την άλλη, οδήγησαν ώστε στα 1959 το 45% του συνόλου των σπουδαστών στα σοβιετικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν εργαζόμενοι που σπούδαζαν μέσα από αυτό το σύστημα.

Η σοβιετική εξουσία επιδείκνυε ιδιαίτερη μέριμνα για τους σπουδαστές αυτούς, παραχωρώντας τους πολλά προνόμια, λαμβάνοντας υπόψη και ότι αυτές οι σπουδές είναι πιο δύσκολες από τις κανονικές. Ετσι, ο χρόνος εργασίας τους ήταν μειωμένος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και μείωση των αποδοχών τους. Για τα πρώτα χρόνια των σπουδών τους, έπαιρναν ένα μήνα παραπάνω άδεια το χρόνο, και στα τελευταία έτη ακόμα 10 μέρες (40 συνολικά). Ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών, έπαιρναν ετήσιες άδειες, για να κάνουν τα εργαστήρια και να δώσουν εξετάσεις. Για να ολοκληρώσουν τη διπλωματική τους εργασία στο τέλος των σπουδών τους, έπαιρναν 4 μήνες άδεια. Σε όλες αυτές τις επιπλέον περιόδους άδειας, πληρώνονταν κανονικά. Ακόμα, τους 10 τελευταίους μήνες πριν τη διπλωματική, έπαιρναν από τη δουλειά ρεπό μια μέρα τη βδομάδα, την οποία πληρώνονταν μισή.

Η αντιδιαστολή με την πραγματικότητα που βιώνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές στην Ελλάδα, που αναγκάζονται να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα, είναι συντριπτική...

Η εργασιακή τοποθέτηση των αποφοίτων

Ο μεγαλύτερος ίσως εφιάλτης για τη νεολαία σήμερα είναι η ανεργία, με τα ποσοστά της να φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Κι αν ακόμα δεν υπήρχε κρίση, που σήμερα έχει γιγαντώσει το πρόβλημα, ανεργία πάλι θα υπήρχε, καθώς είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μόνο αν φύγουν από τη μέση οι καπιταλιστές και το κέρδος τους λύνεται το πρόβλημα.

Η εμπειρία από τις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό αποδεικνύει έμπρακτα ποιος είναι ο μόνος τρόπος για την εξάλειψη της ανεργίας. Στην ΕΣΣΔ, ο εφιάλτης της ανεργίας ήταν άγνωστος. Οι αιτίες της ανεργίας είχαν ξεριζωθεί από το 1ο κιόλας πεντάχρονο πλάνο, που άρχισε το 1928.

Οι απόφοιτοι της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης δε χρειαζόταν να ψάξουν για δουλειά. Η επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης των αποφοίτων ήταν αποτέλεσμα της προγραμματισμένης οργάνωσης της εκπαίδευσης του ανώτερα εξειδικευμένου προσωπικού. Το σοβιετικό κράτος εξασφάλιζε στον κάθε απόφοιτο δουλειά στον τομέα της ειδικότητάς του.

Προηγουμένως είδαμε πώς μπορούσε να γίνει ο σχεδιασμός. Ας δούμε τώρα πώς έβρισκαν οι απόφοιτοι δουλειά. Σε κάθε ίδρυμα είχαν συγκροτηθεί ειδικές επιτροπές, που χειρίζονταν αυτό το ζήτημα. Οι επιτροπές αυτές αποτελούνταν από εκπροσώπους του υπουργείου για τους τομείς ευθύνης του οποίου το συγκεκριμένο ίδρυμα εκπαίδευε ειδικούς, και εκπροσώπους του ίδιου του ιδρύματος, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και αντιπρόσωποι των σπουδαστών.

Πώς λειτουργούσε αυτό το σύστημα στην πράξη; Τα υπουργεία και τα διαμερίσματα της χώρας κατέγραφαν τις απαιτήσεις που υπήρχαν για εξειδικευμένο προσωπικό στις βιομηχανίες, στις υπηρεσίες κ.λπ. της χώρας και διοχέτευαν τις αντίστοιχες αιτήσεις σε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κατά κανόνα, ο αριθμός των θέσεων ξεπερνούσε εκείνο των αποφοίτων. Οι διαθέσιμες θέσεις εξετάζονταν από τις επιτροπές που αναφέραμε πιο πάνω, οι οποίες καλούσαν τους τελειόφοιτους για να συζητήσουν για την τοποθέτησή τους στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Πριν γίνει αυτό, είχαν μελετηθεί τόσο οι ανάγκες της μονάδας που προσέφερε την εκάστοτε θέση εργασίας όσο και τα ενδιαφέροντα και οι δυνατότητες του σπουδαστή. Κανένας πτυχιούχος δεν διοριζόταν κάπου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Αλλωστε, συνήθως καλούνταν να επιλέξει μεταξύ διαφόρων θέσεων, έχοντας ενημερωθεί για το χαρακτήρα της δουλειάς, την αμοιβή, τις συνθήκες ζωής που τον περιμένουν κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, 6 μήνες πριν αποφοιτήσει, κάθε σπουδαστής γνώριζε τη θέση στην οποία θα εργαστεί κι είχε έτσι τη δυνατότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα που θα αναλάμβανε.

Ο πτυχιούχος δεσμευόταν να εργαστεί τουλάχιστον για τρία χρόνια εκεί που πρωτοδιορίστηκε μετά την αποφοίτησή του. Αυτό ήταν το καθήκον του απέναντι στο κράτος που του προσέφερε δωρεάν σπουδές. Το διάστημα αυτό, δεν μπορούσε να απολυθεί.

Πανεπιστήμια στην υπηρεσία του λαού και της εξουσίας του

Το κυριότερο που πρέπει να μας μείνει από όσα είδαμε είναι ότι οι θαυμαστές κατακτήσεις και τα επιτεύγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ενωση δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που μπορεί να απελευθερώσει προς όφελος του λαού η εργατική τάξη, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της. Δείχνουν ταυτόχρονα και το δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε.

Δυο δεκαετίες μετά την αντεπανάσταση, το επίπεδο της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης φαντάζει δυσθεώρητο μπροστά στην κατάσταση των ελληνικών ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Είναι πράγματι συγκλονιστικό να αντιπαραβάλλει κανείς τη σημερινή πραγματικότητα με τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού 30, 40 ή και 80 χρόνια πριν. Πολύ δε περισσότερο, αν αναλογιστούμε την κατάσταση από την οποία ξεκίνησε η σοβιετική εξουσία το 1917 και σε τόσο λίγο διάστημα μπόρεσε να πετύχει τόσα πολλά, σε σύγκριση με τις δυνατότητες που υπάρχουν αν ξεκινήσουμε από το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης!

Είναι κάτι παραπάνω από αναμφισβήτητο ότι σήμερα υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε η επιστήμη και η έρευνα να τεθούν στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών και όχι των μονοπωλίων. Ο δρόμος που ανοίγει αυτή την προοπτική είναι ένας: Ο δρόμος της αντεπίθεσης, της ρήξης και της ανατροπής, της χειραφέτησης από τη γραμμή της ενσωμάτωσης. Είναι ο δρόμος της ενίσχυσης της Λαϊκής Συμμαχίας. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εργατική εξουσία!


Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ