Τετάρτη 9 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Ιφιγένεια η εν Ταύροις», με το ΚΘΒΕ

«Ιφιγένεια η εν Ταύροις»
«Ιφιγένεια η εν Ταύροις»
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι ένας, αναμφίβολα, σημαντικός σκηνοθέτης. Ενας πολύ καλλιεργημένος, στοχαζόμενος θεωρητικά, αλλά και ανήσυχος, τολμηρός, νεοτερικός ιδεολογο-αισθητικά δημιουργός του θεάτρου μας. Από έναν τέτοιο δημιουργό θα περίμενε κανείς, αν όχι μια ουσιαστικά νέα σκηνοθετική «ανάγνωση» και υποκριτική καθοδήγηση στο ανέβασμα της ευριπιδικής «Ιφιγένειας εν Ταύροις». Πώς γίνεται, τι έφταιξε και - ενώ διέθετε ως ερμηνευτικό «οδηγό», μαζί με τη θαυμαστής ποιητικής γλώσσας μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη και την πραγματικά εμβριθή θεωρητική ανάλυσή του (περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της παράστασης) περί της «κριτικής και ειρωνικής ματιάς» του Ευριπίδη, που «αποδεικνύεται δεινός διαλεκτικός» και «θέτει εν αμφιβόλω το θείον, το απόλυτο των ανθρωπίνων σχέσεων και την ουσία του πολιτισμού» και τα πρόσωπα του έργου αυτού «ως ήθος και ως διάνοια είναι αντιφατικές προσωπικότητες και βιώνουν τις αντινομίες της φύσης, της κοινωνίας και της υπάρξεως» - η σκηνοθεσία του να καταλήξει σε μια «νοικοκυρεμένη», ακαδημαΐζουσας αντίληψης, «σκοτεινά» τραγωδιακής, χωρίς κανένα ίχνος της ευριπίδειας «κριτικής ειρωνείας» παράσταση, με μεγαλόστομο, ρητορικό, παλιομοδίτικα ορθοφωνημένο λόγο και φιλότιμες μεν αλλά μελοδραματικές, σχηματικές, μονοσήμαντες, τηλεοπτικής ευκολίας ερμηνείες, κύρια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους; Τη σκηνοθετική αντίληψη υπηρέτησαν η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη, οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου, η μουσική διδασκαλία του Νίκου Βουδούρη, τα καλαίσθητα και ευρηματικά κοστούμια της Αγνής Ντούτση, της οποίας το σκηνικό ήταν το πιο ενδιαφέρον αισθητικά στοιχείο της παράστασης.


ΘΥΜΕΛΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης

«Αντιγόνη» με τη «νέα Σκηνή»

«Αντιγόνη», από τη «Νέα Σκηνή»
«Αντιγόνη», από τη «Νέα Σκηνή»
Γεμάτη «Αντιγόνες» (όπως τιτλοδότησε τη μελέτη του ο Τζορτζ Στάινερ) θα παραμένει η ανθρωπότητα, όσο θα υπάρχουν κατακτητικοί πόλεμοι και απάνθρωπες εξουσίες. Γεμάτος «Αντιγόνες» και ο 20ός αιώνας. Πολλές υπήρξαν και στον τόπο μας, στα κατοχικά, εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια. Πολλές «Αντιγόνες» προοιωνίζεται ο 21ός αιώνας και, ήδη, πληθαίνουν οι άταφοι νεκροί στα σημερινά πεδία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Γι' αυτό ο ποιητικά μεταπλασμένος από τον Σοφοκλή προϊστορικός μύθος της Αντιγόνης, η οποία τιμωρείται θανάσιμα, επειδή, παρακούοντας τη διαταγή της εξουσίας, έθαψε το νεκρό αδελφό της, ενέπνευσε πλήθος δημιουργών. Γι' αυτό θα ισχύει και στο μέλλον η επισήμανση του Στάινερ ότι «κανένας θεατής, κανένας αναγνώστης του εικοστού αιώνα δε συναντά την "Αντιγόνη" του Σοφοκλή εντελώς απροετοίμαστος» και αναφορικά με την ερμηνεία της «Μόνο με ένα είδος προμελετημένου (...) καθαρμού (...) μπορεί να επιχειρήσει κανείς να απομονώσει το έργο του Σοφοκλή από τις ερμηνείες και τις χρήσεις στις οποίες έχει υποβληθεί».

Την ποίηση αυτής της αριστουργηματικής τραγωδίας - συμβόλου της αντίστασης του ανθρωπισμού ενάντια στον απανθρωπισμό της εξουσίας - ατόφια και καθαρμένη και από το παραμικρό ίχνος τετριμμένης, εντυπωσιοθηρικής, ψευτοεκσυγχρονιστικής σκηνοθετικής «ανάγνωσης», ή μεγαλεπήβολης όψης (σκηνογραφικής και ενδυματολογικής), ή καλλωπιστικής όρχησης του Χορού, ή μελοδραματίζουσας υποκριτικής, ανέδειξε η παράσταση της «νέας Σκηνής» στα Επιδαύρια. Διατηρώντας έναν απόηχο της αλησμόνητης παράστασης της «Αντιγόνης» στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων» (1992), χρησιμοποιώντας πάλι την έξοχη - γλωσσικά σύγχρονη αλλά και βαθύτατα ποιητική - μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο Λευτέρης Βογιατζής έκανε μια νέα, πραγματικά σπουδαία ερμηνευτική πρόταση - που κατά τη γνώμη της στήλης, αποτελεί σημαντικό «σταθμό» στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Μια πρόταση, που επέλεξε το δυσκολότερο ερμηνευτικό δρόμο, της τέλειας αφαίρεσης, της οπτικής λιτότητας, της ανεπιτήδευτης ρεαλιστικής αλήθειας, του καθάριου από συγκινησιοθηρικά υποκριτικά τερτίπια, ακέραιου, φυσικά, ανθρώπινα εκφερόμενου λόγου, «κοινωνώντας» με την ποιητική ομορφιά, την ανθρωπιστική σοφία και διδαχή του σοφόκλειου δράματος. Μια στοχαστική «μαθητεία» στις μεγάλες ανθρωπιστικές αξίες και στην εσώτατη αλήθεια των συναισθημάτων, σκέψεων, πράξεων, παθών, χαρακτήρων των ανθρώπων, με έξοχους, νοηματικά λεπτουργημένους συμβολισμούς (λ.χ. για το πόσο μηδαμινό, σαν τενεκές ξεγάνωτος, είναι οποιοδήποτε βασιλικό στέμμα μπροστά στην ανθρώπινη ζωή. Για τη μάταιη προσπάθεια του εξουσιαστή Κρέοντα να έχει ο γιος του Αίμονας τη δική του «περπατησιά», αλλά και του Αίμονα να αντιστρέψει την αφροσύνη του πατέρα του. Για τη γήινη φύση και δύναμη του έρωτα, με την ομαδική, χαμηλόφωνη, σαν προσευχή, απόδοση του αριστουργηματικού χορικού ύμνου στον έρωτα -«έρως ανίκατεν μάχαν», με ξαπλωμένους, ενωμένους με τη γη, όλους τους ηθοποιούς). Θαύμα αισθητικής ήταν ο σκηνικός χώρος που θέλησαν ο σκηνοθέτης και η σκηνογράφος Χλόη Ομπολένσκι, με ορατά τα αυθεντικά λείψανα του αρχαίου θεάτρου, εμπλουτισμένα με λίγα σκηνογραφημένα «σπαράγματα» πλακών και ξεραμένων αγριόχορτων στην ορχήστρα και πίσω απ' αυτή, χώρος που φωτίστηκε «μαγικά» από τον Λευτέρη Παυλόπουλο. Μέσα στον ερειπιώνα, διδαγμένη κινησιολογικά από τον Ερμή Μαλκότση, με απλά, καθημερινά ρούχα της δεκαετίας του '50, κινείται μια ομάδα απλών ανθρώπων - ανδρών και γυναικών - που νιώθοντας το τρομερό κακό που συντελέστηκε σ' αυτό τον τόπο, θέλουν να το πουν. Ετσι, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, ατομικά και ομαδικά, η ομάδα (ο λαός - Χορός) εκφέρει, συνεκφέρει και μελωδεί, α καπέλα, με την υπέροχη φωνητική μουσική που επέλεξε και δίδαξε ο Σπύρος Σακκάς, τη σοφόκλεια ποίηση στα Χορικά και τα επεισόδια, καθώς γυναίκες και άνδρες βγαίνουν από το Χορό για να «ενσαρκώσουν», προσδίδοντάς τους αληθινά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τα κύρια πρόσωπα της τραγωδίας. Η καθοδήγηση του Λ. Βογιατζή απέδωσε και τις συνολικά πολύ καλές και αρμόζουσες στην ερμηνευτική πρότασή του, ερμηνείες. Κυρίαρχη, εξαιρετικής χαρακτηρολογικής και ψυχογραφικής σύνθεσης, σπαρακτικά, ερημικά θρηνητική στο τέλος της, ήταν η δική του ερμηνεία στο ρόλο του Κρέοντα. Ενας Κρέων πείσμων, άφρων, δικτατορίσκος, που συντρίβει, αλλά και συντρίβεται από τα έργα του. Πάσχουσα ανθρώπινη αλήθεια, φυσικότητα, νεανική ορμή είχαν οι ερμηνείες των Αμαλίας Μουτούση (Αντιγόνη), Νίκου Κουρή (Αίμονας), και της Εύης Σαουλίδου (Ισμήνη). Ο Δημήτρης Ημελλος έπλασε έναν πηγαία λαϊκό Φύλακα. Συγκίνηση μετέδωσε η Αλεξία Καλτσίκη (Α' Αγγελος). Αξιοσημείωτες ήταν οι ερμηνείες της Στεφανίας Γουλιώτη (Τειρεσίας), Ρηνιώς Κυριαζή (Β' Αγγελος). Μόνο ο ρόλος της Ευρυδίκης ατύχησε ερμηνευτικά, όχι από υποκριτική ανεπάρκεια του Νίκου Παπαγιάννη, αλλά από λάθος επιλογή του σκηνοθέτη.


ΘΥΜΕΛΗ

«Εκκλησιάζουσες» από τον ΘΟΚ

«Εκκλησιάζουσες» με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου
«Εκκλησιάζουσες» με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου
Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου «κόσμησε» φέτος το Ηρώδειο με την ευφρόσυνης θεατρικής «φρεσκάδας» παράστασή του, με τις αριστοφανικές «Εκκλησιάζουσες». Πάντα, κάθε καλό θεατρικό αποτέλεσμα οφείλεται στην ευτυχή συνεργασία όλων των συντελεστών του. Και στην παράσταση του ΘΟΚ υπήρξε ευτυχής, συλλογικά επεξεργασμένη συνεργασία όλων των δημιουργικών συνισταμένων και ερμηνευτών της. Της σύγχρονης, χυμώδους, χωρίς λεκτικές ακρότητες μετάφρασης του Κωστή Κολώτα. Της λαϊκής απλότητας, φυσικότητας και χιούμορ σκηνοθεσίας του Γιώργου Μουαΐμη. Του λιτού σκηνικού και των όμορφων, ευφάνταστων κοστουμιών του Αγγελου Αγγελή. Των μασκών και περουκών (Κίκα Χάρις - Αντώνης Κατσαρής). Της εύφορης ακουστικά και ρυθμικά μουσικής του Κώστα Κακαγιάννη. Μα περισσότερο απ' όλα την ευφροσύνη εκτίναξε η παιγνιώδης, κεφάτη, πολύρυθμη και καλοδιδαγμένη χορογραφία του Ισίδωρου Σιδέρη, μεταβάλλοντας σε γλέντι τον ουτοπικό (;) αριστοφανικό μύθο. Μύθος που εμφανίζει τις γυναίκες, ντυμένες αντρικά, κρυφά από τους άντρες τους, να συνάζονται στην Εκκλησία του Δήμου και να αναλαμβάνουν αυτές τα ηνία της εξουσίας, για να νοικοκυρέψουν τα δημόσια πράγματα και να επιβάλουν την ισότητα και κοινοκτημοσύνη σε όλα τα αγαθά, ακόμα και στον έρωτα. Καθοριστικότατος παράγοντας, ευεργετικός για τη σκηνοθεσία, ήταν συνολικά οι δημιουργικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Η Αννίτα Σαντοριναίου, ηθοποιός με «νεύρο», μεγάλη εκφραστικότητα και χιούμορ έπλασε μια δυναμική Πραξαγόρα. Ο Σπύρος Σταυρινίδης και ο Αντώνης Κατσαρής ήταν απολαυστικοί, στον «μπούφο» Βλέπυρο και στον καλοκάγαθο Χρέμη, αντίστοιχα. Ευφρόσυνο γέλιο πρόσφεραν και οι ερμηνείες των: Κώστα Δημητρίου, Σταύρου Λούρα, Ζωής Κυπριανού, Μάρας Κωνσταντίνου, Ηλέκτρας Φωτιάδου, Θεόδωρου Μιχαηλίδη, Στέλλας Φυρογένη, Νιόβης Χαραλάμπους, Αντρης Κυριαζή, Χριστιάνας Λάρκου, όπως και όλων των ηθοποιών στο Χορό και στα βωβά πρόσωπα.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ