Απάντηση στην κυβερνητική κοροϊδία δίνει η κλιμάκωση της πάλης για τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες |
Και σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό - πεδία στα οποία εστίασε και εστιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα - επιβεβαιώθηκε ότι πίσω από τις βαρύγδουπες εξαγγελίες βρίσκονται μόνο κάποια ψίχουλα για τους εργαζόμενους, που κι αυτά θα εξανεμιστούν και με το παραπάνω από ήδη ψηφισμένα αντιλαϊκά μέτρα, ενώ την ίδια ώρα τα ψίχουλα αυτά αξιοποιούνται για να πλασαριστούν ως... «αναγκαία αντισταθμίσματα» τα νέα «δώρα» προς το κεφάλαιο για τα οποία δεσμεύτηκε η κυβέρνηση.
Πίσω από τον επικοινωνιακό κουρνιαχτό, η προσήλωση της κυβέρνησης στη στρατηγική και τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που υπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων διαπέρασε σαν κόκκινη κλωστή και την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Χαρακτηριστικά, ακόμα και στη θολούρα που επιχειρεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση για την εφαρμογή ή μη της νέας περικοπής των συντάξεων που η ίδια έχει ψηφίσει, η επιχειρηματολογία του Αλ. Τσίπρα είχε ως βασικό στοιχείο τη διαφήμιση της «αποτελεσματικότητας» των αντιασφαλιστικών μέτρων που έχει ήδη εφαρμόσει, όπως και το κριτήριο ποιο μέτρο είναι «διαρθρωτικό - αναπτυξιακό» και ποιο όχι, με βάση την αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου.
Είναι χαρακτηριστικό το σκεπτικό που ανέπτυξε ο πρωθυπουργός για το ζήτημα της περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις. Οπως είπε, «με το νέο ασφαλιστικό σύστημα, παρά τις ατέλειες και τις επιμέρους αδικίες (...) το έλλειμμα του 1 δισ. ευρώ του 2014 έγινε πλεόνασμα 770 εκατ. το 2017», ενώ ανέφερε πως «διαφαίνεται ότι οι εταίροι μας αποδέχονται και είναι ευτυχείς για τη νέα δημοσιονομική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, αλλά εμείς ταυτόχρονα θα τους εξηγήσουμε ότι το μέτρο αυτό, πέρα από αχρείαστο δημοσιονομικά, είναι και μη διαρθρωτικό αλλά και αντιαναπτυξιακό...».
Από τα παραπάνω γίνονται φανερά τα εξής:
-- Η κυβέρνηση όχι μόνο υπερασπίζεται τον νόμο Κατρούγκαλου, το νόμο - λαιμητόμο, αλλά και διαφημίζει τα πλεονάσματα που καταγράφει ο ΕΦΚΑ από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του! Αυτό που δεν λέει ο πρωθυπουργός είναι πως αυτά τα πλεονάσματα αντανακλούν τις μεγάλες επώδυνες μειώσεις στις συντάξεις που επέβαλε και η δική του κυβέρνηση, σε συνέχεια των προηγούμενων, και τη δραματική μείωση των νέων συντάξεων που θεσμοθέτησε ο νόμος Κατρούγκαλου. Είναι πλεονάσματα από το αίμα συνταξιούχων και ασφαλισμένων!
-- Με την τοποθέτησή του, επιβεβαίωσε την προσήλωση της κυβέρνησης στα «διαρθρωτικά» αντιασφαλιστικά μέτρα, σε αυτά δηλαδή που επιφέρουν μόνιμα χτυπήματα συνολικά στην Κοινωνική Ασφάλιση, σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς ασφαλισμένους και όχι μόνο σε όσους λαμβάνουν σήμερα σύνταξη. Και πραγματικά, από αυτήν την άποψη, ο νόμος Κατρούγκαλου αποτελεί τον μέχρι τώρα κολοφώνα των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στο Ασφαλιστικό: Τόσο η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, το «σπάσιμο» της κύριας σύνταξης στα ψίχουλα της «εθνικής» και στην «ανταποδοτική», η μείωση των συντάξεων, η περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης και ο περιορισμός της μόνο στο κονδύλι για την «εθνική» σύνταξη, μαζί με τόσες άλλες ανατροπές και την ενσωμάτωση όλων των προηγούμενων μειώσεων, υλοποιούν όλους τους αντιδραστικούς στόχους του κεφαλαίου σε βάθος δεκαετιών. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, με τη μετατροπή των νέων συντάξεων σε επιδόματα πτωχοκομείου, δημιουργεί σταδιακά τις προϋποθέσεις και το έδαφος για την παραπέρα ανάπτυξη των ιδιωτικών σχημάτων ασφάλισης, για τα επόμενα χτυπήματα και το περιβόητο σύστημα των «3 πυλώνων», για το οποίο κατά τ' άλλα ο ΣΥΡΙΖΑ σκίζει τάχα τα ιμάτιά του...
Με σημαία τα ματωμένα πλεονάσματα και την παραπέρα μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης που ήδη διασφαλίζουν ο νόμος Κατρούγκαλου και οι προηγούμενες περικοπές, η κυβέρνηση εννοείται ότι θα ήθελε να αποφύγει τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές τον σκόπελο της περικοπής της «προσωπικής διαφοράς».
Πολλοί στάθηκαν στον μακάβριο χαρακτήρα της αναφοράς του πρωθυπουργού στη συνέντευξη Τύπου, ότι η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στους ηλικιωμένους συνταξιούχους «δεν θα έχει καμία επίπτωση στη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού», καθώς οι περισσότεροι είναι πάνω από 70 χρόνων, ωστόσο η πραγματικότητα είναι πως η τοποθέτηση αυτή αποτυπώνει την «τετράγωνη λογική» των οικονομικών στοιχείων της αντιασφαλιστικής επίθεσης: Το νέο Ασφαλιστικό που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το 2016 διασφαλίζει τη «βιωσιμότητα» του Ασφαλιστικού, δηλαδή την ολοένα μεγαλύτερη απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους του από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσα από τη χωρίς προηγούμενο απογείωση του τσεκουρώματος των νέων συντάξεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, η συνολική δαπάνη για τις συντάξεις μειώνεται από τα 28,9 δισ. ευρώ το 2017, στα 25,48 δισ. ευρώ το 2019. Αντίστοιχα, οι εισφορές των ασφαλισμένων αυξάνονται από τα 12,835 δισ. ευρώ το 2017, στα 13,585 δισ. το 2019, με παραπέρα αύξηση στα 14,736 δισ. ευρώ το 2022, ως αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που επιβλήθηκαν με τον νόμο Κατρούγκαλου σε μια σειρά ομάδων ασφαλισμένων. Οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό στο σύστημα μειώνονται από τα 14,939 δισ. ευρώ το 2017, στα 12,948 δισ. ευρώ το 2019.
Ολους αυτούς τους δημοσιονομικούς στόχους δεσμεύεται ότι θα υλοποιήσει στο ακέραιο η κυβέρνηση, όπως βέβαια δεσμεύεται και για τη μείωση της συνολικής δαπάνης για τις συντάξεις από το 17,3% του ΑΕΠ το 2016, χρονιά που ψηφίστηκε ο νόμος - λαιμητόμος, στο 13,4% του ΑΕΠ το 2020.
Η περικοπή κατά 3,9 ολόκληρες μονάδες του ΑΕΠ, και μάλιστα μόλις σε τρία χρόνια, είναι ο πιο πιστός καθρέφτης της κυβερνητικής πολιτικής στο Ασφαλιστικό, η πιο ακριβής απόδειξη για τον αντιλαϊκό χαρακτήρα του νόμου Κατρούγκαλου και των «διαρθρωτικών μέτρων» που εκθείαζε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
Στην ομιλία του, ο Αλ. Τσίπρας διαφήμισε επίσης ένα ακόμα δώρο προς το κεφάλαιο, με την ανακοίνωση της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους έως 25 ετών. Μάλιστα, ο ίδιος συνέδεσε ευθέως τον νέο μποναμά προς τις επιχειρήσεις με την προοπτική κάποιας αύξησης στον κατώτερο μισθό και την κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού για τους νέους, που παραμένει σε ισχύ από το 2012.
Οπως είπε χαρακτηριστικά, «η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η κατάργηση του υποκατώτατου, πρέπει να γίνει με τρόπο που θα δημιουργεί την κοινωνική συναίνεση και βεβαίως την προοπτική της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας»...
Ετσι, πριν ακόμα οι μισθωτοί με μισθούς πείνας δούνε κάποια αύξηση λίγων ευρώ στο εισόδημά τους, η κυβέρνηση σπεύδει να «μπουκώσει» τις επιχειρήσεις. Που σημαίνει ότι η όποια μικρή αύξηση, αντί να επιβαρύνει τους εργοδότες, που τόσα κέρδισαν και κερδίζουν από την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την καρατόμηση των μισθών, θα φορτωθεί και πάλι στα λαϊκά στρώματα, αφού η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών από τον κρατικό προϋπολογισμό έτσι και αλλιώς προέρχεται από τη σκληρή φορολογία και τα «ματωμένα πλεονάσματα». Είναι χαρακτηριστικό ότι με την αύξηση του αφορολόγητου από την 1/1/2020, οι μισθωτοί θα δούνε την όποια αύξηση να εξανεμίζεται και με το παραπάνω και να ξαναγυρίζει στον κρατικό προϋπολογισμό, από όπου θα επιδοτούνται ακόμα παραπάνω οι μεγαλοεργοδότες!
Η νέα ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις αποδεικνύει ταυτόχρονα πως οι αναφορές του πρωθυπουργού, περί «κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας», που δήθεν αποτελεί παρελθόν με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, είναι ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος. Το αστικό κράτος ήταν και παραμένει εγγυητής της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ο κρατικός προϋπολογισμός ένας αστείρευτος τροφοδότης της.
Γι' αυτό η ρήση του Αλ. Τσίπρα πως «οι επενδυτές ξαναβλέπουν την Ελλάδα με αίσθημα ασφάλειας» αποκρυπτογραφεί με ακρίβεια το περιεχόμενο των εξαγγελιών του, όπως και το αληθινό ταξικό περιεχόμενο της δήθεν «προστασίας της μισθωτής εργασίας» και της «ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων», της δήθεν «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων», την ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ βάζει σε εφαρμογή για πρώτη φορά τον μνημονιακό νόμο Βρούτση - Σαμαρά, με τον οποίο καταργούνται μόνιμα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό και ορίζεται η «ανταγωνιστικότητα» ως βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του με υπουργική απόφαση...
Το «αίσθημα ασφάλειας» των επενδυτών προϋποθέτει το διαρκές χτύπημα των δικαιωμάτων και των μισθών των εργαζομένων και αυτό ακριβώς υπηρετεί η κυβέρνηση, σε συνέχεια των προκατόχων της.