Ο Α.Γ. από τη Θεσ/νίκη, και στους δύο τόμους ποιημάτων του διατηρεί την ίδια φόρμα και θεματική. Με λόγο προσεγμένο, κάποτε ειρωνικό, συχνά τραγικό, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Η καθημερινότητα είναι βαριά, ασήκωτη στις μεγάλες αλλά και στις μικρές στιγμές του ποιητή. Στηλιτεύει τις λεπτομέρειες ενός συστήματος αλλοτρίωσης, όπου το ανθρώπινο πνεύμα ωθείται σε καταποντισμό. Η αντίδραση του Α.Γ. εκφράζεται με ήρεμους τόνους, με ειρωνικό χιούμορ για την άρχουσα τάξη, τους εξουσιαστές αλλά και τους εξουσιαζόμενους.
Ο Α.Γ. θέλει να ξυπνήσει τα αποκοιμισμένα πνεύματα, να ευαισθητοποιήσει όσους ανυποψίαστοι μπαίνουν στο πονηρό παιχνίδι της «νέας τάξης πραγμάτων».
Με την ποιητική του φωνή διαμαρτύρεται για τα «κακώς κείμενα» και ονειρεύεται κάτι καλύτερο για όλους μας. Δεν είναι, βέβαια, ιδιαίτερα αισιόδοξος, ωστόσο δίνει το μήνυμα για συνέχιση του αγώνα μέσα από την τέχνη και τις ευαίσθητες λειτουργίες της.
«Τι τα θέλουν τα υπουργεία / για παιδεία, γεωργία; / Και π' αστόχησε ο Μπραΐμης / και ηττήθηκε ο Γερμανός, / μαύρος τώρα Δούρειος Ιππος / εφορμά Βρυξελλικός(...). Εισαγόμενα θα τρώμε / ξενικά θα διδασκόμαστε. / Τι λοιπόν τα υπουργεία / χρειαζόμαστε;/
Κι αλλού: / Την πατρίδα ουκ ελάττω / παραδώσω / στους Νατοϊκούς δέον πλήρη / αποδώσω». (Εκδόσεις «Κώδικας», Θεσσαλονίκη).