Παρασκευή 22 Δεκέμβρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η «μεταρρυθμιστική κόπωση» θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα

Μέτρα που μειώνουν το «κόστος» και αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας θεωρούνται επιβεβλημένα, για να διατηρηθεί η πρωτοκαθεδρία του γερμανικού κεφαλαίου

Γερμανοί εργαζόμενοι σε τηλεφωνικό κέντρο

Copyright 2017 The Associated

Γερμανοί εργαζόμενοι σε τηλεφωνικό κέντρο
Πυκνώνουν, τους τελευταίους μήνες, οι οικονομικές μελέτες, που ενώ σημειώνουν την «έκρηξη» των επιδόσεων της Γερμανίας, την ίδια στιγμή παρατηρούν «μεταρρυθμιστική κόπωση» της ισχυρής καπιταλιστικής οικονομίας. «Δίπλα στους εξαιρετικούς αριθμούς, όμως, παρουσιάζεται και εφησυχασμός», με τον κίνδυνο η «υπόλοιπη Ευρώπη να προσπεράσει τη Γερμανία όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα», αναφέρει πρόσφατη έρευνα της τράπεζας «Berenberg». Κάθε χρόνο, οι οικονομολόγοι της, μαζί με τη «δεξαμενή σκέψης» των Βρυξελλών «Συμβούλιο Λισαβόνας», αξιολογούν τις οικονομίες της Ευρώπης για τη μεταρρυθμιστική τους πορεία και την ανταγωνιστικότητά τους και δημοσιεύουν μια έκθεση υπό τον τίτλο «Euro Plus Monitor».

Η σειρά των εν λόγω μελετών άρχισε με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη το 2008/09, προκειμένου να μετρηθεί η πρόοδος των χωρών που επλήγησαν περισσότερο στην αντιμετώπισή της. Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν «μαζεμένες» και με μεγαλύτερη ένταση, στοχεύοντας στην καπιταλιστική ανάκαμψη, αποτελούσαν μέτρα απαξίωσης της εργατικής δύναμης, περικοπής κρατικών κοινωνικών δαπανών, ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων με ελαφρύνσεις, κίνητρα κ.λπ. Υπό αυτό το πρίσμα, η ετήσια έκθεση «Euro Plus Monitor» περιέχει ευρήματα για όλες τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ και συγκεκριμένα: Αν οι κυβερνήσεις έχουν κάνει επείγουσες, αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αν θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών και κυρίως, πόσο ανταγωνιστικές είναι οι οικονομίες των χωρών τους.

Ενας από τους βασικούς παράγοντες αξιολόγησης των καπιταλιστικών οικονομιών είναι το «κόστος» της εργασίας, αλλά και η παραγωγικότητά της, δηλαδή η εξέλιξη της αυτοματοποίησης της παραγωγής με χρήση καινοτόμων τεχνολογιών. Αυτό, πάντως, που αναδεικνύεται σε κάθε περίπτωση είναι πως οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις και τα προνόμια προς το κεφάλαιο (πρέπει να) και είναι μια διαρκής, ασταμάτητη διαδικασία, με στόχο και συνέπεια να συμπιέζεται η αξία της εργατικής δύναμης, να μεγαλώνει ολοένα το χάσμα ανάμεσα στον παραγόμενο πλούτο και το «μερίδιο» που θα απολαμβάνουν τα λαϊκά στρώματα από αυτόν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, της ισχυρότερης καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρώπης, όπου οι καλές «επιδόσεις» των επιχειρηματικών ομίλων - συνοδεύονται βέβαια από εκατομμύρια ανέργων, ημιαπασχολούμενων, χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων, ανασφάλιστων και φτωχών - όχι μόνο δεν αρκούν, αλλά επιβάλλουν νέα επίθεση στο λαό, προκειμένου να διατηρήσουν τα ηνία στην κούρσα του ευρωπαϊκού και διεθνούς ανταγωνισμού.

Η «μεταρρυθμιστική κόπωση» της Γερμανίας

Οι συγγραφείς της τρέχουσας έρευνας βεβαιώνουν μια «μεταρρυθμιστική κόπωση της γερμανικής πολιτικής»: «Από όλες τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, η Γερμανία έρχεται τελευταία με τις λιγότερες προσπάθειες να διαμορφώσει την οικονομία της και να προετοιμαστεί για μελλοντικές προκλήσεις, όπως η δημογραφική αλλαγή (σ.σ. ασφαλιστικό σύστημα, εισαγωγή φθηνών εξειδικευμένων εργατικών χεριών μέσω επιλεκτικής μετανάστευσης και ενσωμάτωσης των προσφύγων κ.ά.)». «Η υπόλοιπη Ευρώπη προσπερνά επί του παρόντος τη Γερμανία - με σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες», τονίζεται.

Σύμφωνα με την έρευνα, πρώτη σε «μεταρρυθμιστική προθυμία» (βλέπε μπαράζ αντιλαϊκών μέτρων) είναι η Ελλάδα (με 7,4 στα 10) και ακολουθούν οι: Ιρλανδία (6,9), Λετονία (6,1), Ισπανία (5,9). Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Γαλλία (3), η Αυστρία (2,9), η Φινλανδία (2,9) και η Γερμανία (2,4), πίσω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (3,7). Παρεμπιπτόντως, οι νέες κυβερνήσεις τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Αυστρία έχουν εξαγγείλει ένα «βαρύ» πακέτο αντεργατικών μέτρων και κινήτρων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, με στόχο να επαναφέρουν τις οικονομίες τους στην κορυφή της ΕΕ.

Από τη μία - συνεχίζει η έρευνα - η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να είναι από τις πιο «υγιείς της Ευρωζώνης»: «Η Γερμανία εξακολουθεί να αναδεικνύει την ανταγωνιστικότητά της με τον ισχυρό εξαγωγικό της κλάδο» και είναι «ιδιαίτερα θωρακισμένη έναντι των κραδασμών στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Στη βαθμολογία για την ευρωστία των καπιταλιστικών οικονομιών η Γερμανία έρχεται πρώτη (7,3 στα 10) και ακολουθούν η Ιρλανδία (6,6), η Λετονία (6,4). Κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,8) βρίσκονται οι: Αυστρία (5,6), Φινλανδία (5,1), Γαλλία (4,8), Ισπανία (4,7), Ιταλία (4,4) και Ελλάδα (4).

Ωστόσο, ένα άλλο βασικό συμπέρασμα είναι ότι «η Γερμανία φαίνεται να έχει γίνει λιγότερο ανταγωνιστική τα τελευταία χρόνια της ανάκαμψης».

Να μειωθεί κι άλλο το «κόστος» της εργασίας

Ενας δείκτης που χρησιμοποιείται συχνά - και στη συγκεκριμένη μελέτη - για τη «μέτρηση» της ανταγωνιστικότητας μιας καπιταλιστικής οικονομίας είναι το μέσο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αυτό το «κόστος» στη Γερμανία ήταν πολύ υψηλότερο από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, κάτι που άλλαξε μετά το 2005. Στη μείωσή του επέδρασαν αποφασιστικά τα εκτεταμένα αντεργατικά κι αντιασφαλιστικά μέτρα της λεγόμενης «Ατζέντας 2010» που επιβλήθηκε το 2003, επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη, Γκέρχαρντ Σρέντερ, μέρος της οποίας ήταν και οι διαβόητες «μεταρρυθμίσεις Χαρτζ» (Hartz IV). Εκτοτε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι πολύ χαμηλότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας δεν ήταν μόνο οι μισθοί, που ελάχιστα έχουν αυξηθεί εδώ και πολλά χρόνια και μόνο σε ορισμένους κλάδους και μόνο για εργαζόμενους με σταθερή εργασιακή σχέση, αλλά και το υψηλό επίπεδο αυτοματοποίησης της παραγωγής. Ομως κι αυτή η ισχνή και περιορισμένη αύξηση μισθών θεωρείται πως βλάπτει την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Πολύ περισσότερο που στο ίδιο διάστημα, «κάτω από την πίεση της κρίσης και της ύφεσης, οι επιχειρήσεις σε άλλες χώρες άλλαξαν τις παραγωγικές τους διαδικασίες, απολύοντας τους εργαζομένους και κάνοντας την παραγωγή τους πιο αποτελεσματική».

Ετσι, φέτος το γερμανικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έπεσε στο επίπεδο του μέσου όρου της Ευρωζώνης και η ανταγωνιστικότητα των τιμών εξισώθηκε. «Αν συνεχιστεί αυτή η διαδικασία και η Γερμανία δεν προσαρμόσει την οικονομία της στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, απειλείται να βρεθεί πίσω από άλλες οικονομίες», προειδοποιούν οι συντάκτες της μελέτης.

«Πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά»...

Οι «φόβοι» των οικονομολόγων της μελέτης ενισχύονται και από το γεγονός ότι σήμερα η γαλλική κυβέρνηση προχωρά σε ένα πακέτο αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα, στο ασφαλιστικό και στο κράτος Πρόνοιας, ενώ είναι σημαντικό η κυβέρνηση Μακρόν να καταστείλει την επιρροή του κράτους στην οικονομία, σημειώνεται. Τότε, η Γαλλία «θα μπορούσε να γίνει η πιο δυναμική όλων των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης - παρατηρεί η μελέτη - όχι μόνο επειδή η Γερμανία θα πέσει θύμα του εφησυχασμού της, αλλά κι επειδή η Βρετανία έχει εξασθενήσει με τη διαδικασία του "Brexit"». Πάντως, το μήνυμα της μελέτης και προς τη γαλλική κυβέρνηση είναι πως «πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά».

Στη Γερμανία - κι ενώ τα παζάρια για σχηματισμό κυβέρνησης είναι σε εξέλιξη - θεωρείται δεδομένη η αντεργατική «θύελλα» που έρχεται. Ορισμένες απαιτήσεις των εργοδοτικών ενώσεων, υπό την απειλή των απολύσεων ή του «φρένου» στις προσλήψεις, είναι:

  • «Διευθέτηση του χρόνου εργασίας», με κατάργηση του 8ωρου, ώστε «να κατανέμεται ο χρόνος εργασίας με μεγαλύτερη ευελιξία μέσα στις μέρες της βδομάδας», ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Η ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης μεταξύ δυο βαρδιών να μειωθεί από 11 σε 9 ώρες.
  • Συμβάσεις ορισμένου χρόνου χωρίς περιορισμούς και «αιτιολόγηση».
  • Να διατηρηθεί το δικαίωμα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να απασχολούν αποσπασμένους εργαζόμενους από άλλες χώρες της ΕΕ με μισθούς της χώρας προέλευσης, δηλαδή με μεροκάματα «πείνας» (οδηγία Μπολκεστάιν).
  • Να μην υπάρχει δικαίωμα επιστροφής των εργαζομένων από μερική σε πλήρη εργασία, όπως ζητούσαν ορισμένα κόμματα κατά τις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης.
  • «Οχι» σε νέες «κοινωνικές παροχές» που «θα αυξήσουν το μη μισθολογικό κόστος». Για τη μείωσή του «οι ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να μην ξεπερνούν το 40%» και «να μειωθεί η εισφορά υπέρ ανέργων κατά 0,2% - 0,3%».
  • Να «απορριφθούν προτάσεις για παράταση των παροχών ανεργίας».
  • Ασφαλιστική μεταρρύθμιση με αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης (ίσως και στα 70 χρόνια) και των εισφορών, μείωση των συντάξεων.

Ταυτόχρονα, Γερμανοί οικονομολόγοι, βιομήχανοι και άλλοι μεγαλοεργοδότες καλούν την επόμενη κυβέρνηση να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και στην ψηφιοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας, με αύξηση των κρατικών δαπανών για έρευνα και καινοτομία, για επενδύσεις που χρειάζεται το κεφάλαιο καθώς και στη φοροελάφρυνσή του. Ολα αυτά δεν οδηγούν σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και των συνθηκών εργασίας ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης του προηγμένου καπιταλιστικού κράτους, αντίθετα αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και πολλαπλασιάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης των Γερμανών εργαζομένων.


Ε.Μ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ