MotionTeam |
Αποκαλυπτικές από αυτήν την άποψη - και για το μέγεθος της κυβερνητικής απάτης - είναι οι νέες παρεμβάσεις που δρομολογούν κυβέρνηση και κουαρτέτο για τη θωράκιση των τραπεζών, σε συνέχεια βέβαια αυτών που έχουν προηγηθεί.
Οπως προβλέπεται στο προς υπογραφή «συμπληρωματικό μνημόνιο» της κυβέρνησης με την Ευρωζώνη:
-- Προωθείται η κατάργηση της όποιας παρεχόμενης νομικής προστασίας για την πρώτη κατοικία της λαϊκής οικογένειας. Ειδικότερα, το «συμπληρωματικό μνημόνιο» προβλέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου περί «αφερεγγυότητας των νοικοκυριών», ενώ με ορόσημο το Φλεβάρη του 2018 ο αρχικός νόμος 3869/2010 (λεγόμενος «νόμος Κατσέλη») θα έχει «τροποποιηθεί». Τα παχιά λόγια της κυβέρνησης για την τάχα προστασία των σπιτιών των λαϊκών οικογενειών είναι δηλαδή κυριολεκτικά χωρίς αντίκρισμα.
Ετσι κι αλλιώς, ακόμη και σήμερα, το όποιο καθεστώς της παρεχόμενης προστασίας αποκλειστικά και μόνο για την πρώτη κατοικία - και βέβαια με σειρά προϋποθέσεων και περιορισμών - αποτελεί ένα τελείως προσωρινό μέτρο, που παρέχεται μόνο μετά την υποβολή της αίτησης στα δικαστήρια, καθώς ο λεγόμενος «νόμος Κατσέλη», και μάλιστα μετά και τις τελευταίες «τροποποιήσεις» από τη σημερινή κυβέρνηση, ήρθε να ενισχύσει την προστασία των τραπεζών σε βάρος των λαϊκών νοικοκυριών.
Επιπλέον, καμία προστασία δεν υπάρχει για τα λαϊκά σπίτια που έχουν χρέη στο κράτος, όπως και για τα σπίτια αυτοαπασχολούμενων και επαγγελματιών που σε προηγούμενη φάση είχαν βάλει υποθήκη το σπίτι τους για επαγγελματικό δάνειο και σήμερα βρίσκονται χρεωμένοι, προς χρέη σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.
-- Ταυτόχρονα, θα «τροποποιηθεί» ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και «άλλοι συναφείς νόμοι», αναφορικά με τις νέες διατάξεις στήριξης των τραπεζών κατά τη διαδικασία των πλειστηριασμών, αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τη θέση τους έναντι άλλων, όπως οι εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οφειλές προς εργαζόμενους κ.ά.
Επίσης, με βάση το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο που πέρασε η σημερινή κυβέρνηση από την 1η Γενάρη 2018, το σύνολο των δανείων πρώτης κατοικίας «απελευθερώνεται» πλήρως και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα πώλησης στα διάφορα «επενδυτικά funds», που ήδη έχουν αρχίσει να πιάνουν «πόστα» στην ελληνική αγορά, διαβλέποντας στην περίπτωση των «κόκκινων» δανείων νέα πεδία κερδοφορίας.
Το ζήτημα της διαχείρισης των κάθε είδους «κόκκινων» δανείων βρέθηκε στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων που είχε αυτήν τη βδομάδα στην Αθήνα το κλιμάκιο του εποπτικού βραχίονα (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις διοικήσεις των εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, η μάζα με τα προβληματικά δάνεια θα έχει ειδική βαρύτητα και κεντρικό ρόλο θα παίξει στο ζήτημα των διαγνωστικών ελέγχων που θα διενεργήσει η ΕΚΤ στις αρχές του 2018, αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό αξιοποιείται και ως εκβιασμός απέναντι στο λαό, ότι δηλαδή αν αντισταθεί στους πλειστηριασμούς θα χρειαστεί να πληρώσει αλλιώς - με κάποια ανακεφαλαιοποίηση - τη στήριξη των τραπεζικών ομίλων.
Σε κάθε περίπτωση, τα «σπασμένα» φορτώνονται στις λαϊκές πλάτες, ενώ εκρηκτικές διαστάσεις έχει προσλάβει η καταστροφή των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που λιμνάζουν, αδυνατώντας να βρουν κερδοφόρες διεξόδους σε κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής.
Θυμίζουμε πως μεταξύ άλλων:
Θυμίζουμε ότι οι εν λόγω κεφαλαιακές ενισχύσεις διοχετεύθηκαν μέσω των προγραμμάτων χρηματοπιστωτικής στήριξης και των τριών μνημονίων και βέβαια φορτώθηκαν στο κρατικό χρέος και τους προϋπολογισμούς των ματωμένων πλεονασμάτων.
Σε αυτό το φόντο, τα «σπασμένα» της καπιταλιστικής κρίσης, και μάλιστα σε ορίζοντα πολλών δεκαετιών, φορτώνονται στις λαϊκές πλάτες μέσω του κρατικού χρέους, των ματωμένων πλεονασμάτων και των κρατικών προϋπολογισμών. Η συνέχεια δίνεται σήμερα, με την άμεση αρπαγή ακίνητης λαϊκής περιουσίας, με στόχο να αποκτήσουν «αξία» τα «επενδυτικά χαρτοφυλάκια» των τραπεζικών ομίλων και των μεγαλομετόχων τους.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της ΤτΕ σχετικά με την «ανακτήσιμη αξία» των ήδη καταγγελμένων «κόκκινων» δανείων, ύψους 48 δισ. ευρώ. Οπως υποστηρίζουν, η επιτάχυνση των «χρονοβόρων» δικαστικών διαδικασιών και της ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων των χρεοκοπημένων εταιρειών κατά 3 χρόνια (στα 2 από περίπου 5 χρόνια κατά μέσο όρο σήμερα) θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισ. ευρώ.
Τις στοχεύσεις αποτυπώνει σε πρόσφατη έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδας: «Η απομείωση των προβληματικών δανείων», σημειώνει, «θα συμβάλλει στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας», αποτελεί δηλαδή αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως και «μοχλό» για την αναδιανομή της «πίτας» ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου.
Βέβαια, η πορεία αυτή δεν είναι ανέφελη, καθώς δεν μπορούν να αποκλειστούν και νέοι κλυδωνισμοί. Οπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΤτΕ, «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές». Επιπρόσθετα, γίνεται λόγος για το διεθνές εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον των τραπεζών, που γίνεται αυστηρότερο, καθώς «οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος», όπως υποστηρίζει η ΤτΕ, «δείχνοντας» προς τις προαναφερόμενες αλλαγές που δρομολογούνται σε επίπεδο ΕΕ σε σχέση με το πλαίσιο για την «τραπεζική ένωση».
Αλλά και από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω πρόσφατης έκθεσης αναφορικά με την αποτίμηση του αντιλαϊκού «προγράμματος» στην Ελλάδα, γίνεται ξεκάθαρο ότι τα «κόκκινα» δάνεια εντάσσονται στην κεντρική στρατηγική για την ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων και μάλιστα πέρα από το τρέχον μνημόνιο.
Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «πολλές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών και των συσσωρευμένων προβλημάτων», και βέβαια με ειδική επισήμανση για «το υψηλό επίπεδο» των «κόκκινων» δανείων, «θα απαιτήσουν περαιτέρω προσπάθειες για να ολοκληρωθούν, τόσο κατά τη διάρκεια του εναπομείναντος προγράμματος, όσο και μετά τη λήξη του».
Επιπλέον, όπως επισημαίνεται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «από την άποψη αυτή, οι πολιτικές του προγράμματος πρέπει να ενταχθούν σε μια εύλογη μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την ανάπτυξη και τη μεταρρύθμιση».