Κυριακή 26 Νοέμβρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Οι προτεραιότητες του κεφαλαίου οδηγούν τις εξελίξεις

Ο Πρόεδρος της Γερμανίας σοσιαλδημοκράτης Φρ. Β. Σταϊνμάγερ έχει αναλάβει να βρει συμβιβαστική λύση. Εδώ, με τον επίσης σοσιαλδημοκράτη Μ. Σουλτς

Bundesregierung / Denzel

Ο Πρόεδρος της Γερμανίας σοσιαλδημοκράτης Φρ. Β. Σταϊνμάγερ έχει αναλάβει να βρει συμβιβαστική λύση. Εδώ, με τον επίσης σοσιαλδημοκράτη Μ. Σουλτς
Την περασμένη Κυριακή το βράδυ διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης με την αποχώρηση των Φιλελευθέρων (FDP) από τις διερευνητικές συνομιλίες με τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) και τους Πράσινους. Οι δυσκολίες να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση φανερώνουν τις όλο και εντονότερες διαφορετικές «γραμμές» για το πώς η γερμανική οικονομία θα διατηρήσει τη θέση της στην ΕΕ και παγκόσμια, ενισχύοντας παραπέρα την ανταγωνιστικότητά της.

Απ' αυτή τη σκοπιά, μεγάλη επίδραση ασκούν και οι ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική σκακιέρα (σχέσεις με ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Τουρκία κ.λπ.), ενώ γεμάτη «αποχρώσεις» και προβληματισμούς είναι και η συζήτηση για τους όρους με τους οποίους θα συντελεστούν η εμβάθυνση της Ενωσης και οι μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη, ώστε οι γερμανικοί όμιλοι να αποκομίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.

Μετά την αποτυχία των συνομιλιών, τα δυνατά σενάρια είναι: Συνέχιση του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, κυβέρνηση μειοψηφίας ή νέες εκλογές. Τη βδομάδα που πέρασε, ο ομοσπονδιακός Πρόεδρος, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, συναντήθηκε με τους επικεφαλής των Φιλελευθέρων, των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών, καλώντας τους να «αναλάβουν ευθύνη» ώστε να μην οδηγηθεί η χώρα σε νέες εκλογές και να αποφευχθεί μια μειοψηφική κυβέρνηση που δεν θα ήταν σταθερή.

Ο πρόεδρος των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, απέκλεισε ρητά επιστροφή του κόμματός του στις διαπραγματεύσεις και εκτίμησε πως «χωρίς τους Πράσινους θα είχε σχηματιστεί χωρίς αμφιβολία κυβέρνηση μεταξύ του FDP και της CDU/CSU».

Ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Μάρτιν Σουλτς, στη συνάντηση φάνηκε πιο διαλλακτικός - είτε για μεγάλο συνασπισμό, είτε να στηρίξουν οι Σοσιαλδημοκράτες κυβέρνηση μειοψηφίας - λέγοντας πως το καλό της χώρας είναι πάνω από τα κομματικά συμφέροντα και εξέφρασε βεβαιότητα «ότι θα βρούμε μια καλή λύση για τη χώρα μας τις επόμενες μέρες και βδομάδες». Εξάλλου, όλο και πύκνωναν οι δηλώσεις στελεχών και βουλευτών του SPD, που ζητούσαν αναθεώρηση της άρνησης για μεγάλο συνασπισμό.

Αλλά και από πλευράς των επιχειρηματικών ομίλων ασκούνταν πιέσεις για σχηματισμό «σταθερής κυβέρνησης» και αποφυγή εκλογών: «Η οικονομική σταθερότητα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων μετά από βδομάδες συνομιλιών είναι απολύτως απογοητευτική», ανακοίνωνε ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών και καλούσε «την CDU/CSU, το FDP, το SPD και τους Πράσινους να ανταποκριθούν στις πολιτικές τους ευθύνες».

Ενέργεια και Ευρώπη

Από τα κεντρικά σημεία διαφωνίας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από γερμανικά δημοσιεύματα και δηλώσεις όσων συμμετείχαν στις διαπραγματευτικές συνομιλίες, ήταν η ευρωπαϊκή και η ενεργειακή πολιτική. Για τα δύο αυτά θέματα, ξεχωρίζουν οι παρεμβάσεις του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) κατά τη διάρκεια των διερευνητικών συνομιλιών, όπως και για την ανάγκη για επείγουσες, μεγάλης κλίμακας κρατικές επενδύσεις προς όφελος της βιομηχανίας.

Ο πρόεδρος του FDP, Κρ. Λίντνερ, σε συνεντεύξεις του, εξηγώντας τους λόγους που αποχώρησε από τις συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης, είπε σχετικά με τις διαφωνίες στην ευρωπαϊκή πολιτική: «Παραιτηθήκαμε από την αρχική μας θέση για κατάρρευση των μέτρων διάσωσης του ευρώ. Ωστόσο, ήταν σημαντικό να ενισχύσουμε τη δημοσιονομική αυτονομία των κρατών - μελών και να αποκλείσουμε τον καταμερισμό των κινδύνων και των αστικών ευθυνών για το χρέος της κάθε χώρας. Από την άλλη, οι Πράσινοι ήθελαν νέους μηχανισμούς διάσωσης για την άμβλυνση πιθανών οικονομικών κρίσεων, νέες δεξαμενές χρημάτων για το ευρώ. Δυστυχώς, το τελευταίο βράδυ, η κ. Μέρκελ εγκατέλειψε έναν συμβιβασμό μεταξύ CDU/CSU και FDP, για να προσεγγίσει τους Πράσινους».

Ουσιαστικά, εκφράζεται η ενδοαστική διαπάλη και «αγωνία» να μη φορτωθεί το γερμανικό κεφάλαιο τις αδυναμίες (ελλείμματα, κρατικά χρέη κ.λπ.) λιγότερο ανταγωνιστικών καπιταλιστικών οικονομιών και να μην πληρώσει το ενδεχόμενο ξέσπασμα νέας κρίσης σε κάποιο κράτος - μέλος, με δεδομένη την αναιμική καπιταλιστική ανάπτυξη που έχει προκύψει.

Στις δηλώσεις του, ο Κρ. Λίντνερ αναφερόταν και στην αντιπαράθεση για την ενεργειακή πολιτική, δηλαδή στο ζήτημα σε ποιο βαθμό η γερμανική οικονομία είναι έτοιμη για περαιτέρω προώθηση της «πράσινης» επιχειρηματικής οικονομίας με κρατικά κίνητρα, επιδοτήσεις κ.λπ. ή αν θα πρέπει να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται τα αποθέματα λιγνίτη που έχει, να χρησιμοποιεί την καύση του άνθρακα για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, που εξασφαλίζει φθηνό ρεύμα για τις βιομηχανίες και εν μέρει τον ενεργειακό εφοδιασμό της.

Οπως είπε, οι Πράσινοι θέλουν να προωθήσουν την «πράσινη οικονομία» με «κρατική παρέμβαση και πολιτική καθοδήγηση», ενώ οι φιλελεύθεροι θέλουν να στηριχτεί η «πράσινη ανάπτυξη» στη «δυνατότητα καινοτομίας της αγοράς». Οι Πράσινοι «θέλουν να θέσουν ποσοστά, επιχορηγήσεις και απαγορεύσεις».

Και πρόσθεσε: «Θέλουν μια ταχύτερη κατάργηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα», κάτι που δεν είναι «ούτε φυσικά, ούτε οικονομικά δυνατό». Και πρόσθεσε όλο νόημα πως η συμβιβαστική πρόταση της Μέρκελ (να αφαιρεθούν από το δίκτυο 7 GW ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται με καύση άνθρακα) «προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες στους φίλους του κόμματός της στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία (σ.σ. η μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή της χώρας) και στο Λάουζιτς (σ.σ. περιοχές εξόρυξης λιγνίτη)».

Οι βιομήχανοι απορρίπτουν μια πρόωρη έξοδο από τον άνθρακα

Ενώ οι διερευνητικές συνομιλίες ήταν σε εξέλιξη, οι βιομήχανοι έκαναν νέα παρέμβαση (26/10/2017) προς τα κόμματα: Πρόσφατη μελέτη, που επικαλείται ο BDI, «κατέδειξε σαφώς ότι η άμεση έξοδος άνθρακα θα αυξήσει την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία κατά 15 ευρώ ανά μεγαβατώρα» και γι' αυτό «είναι λάθος». «Η πολιτική για την Ενέργεια και το κλίμα είναι κεντρικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητά μας», τονίζουν και γι' αυτό «στις διερευνητικές συνομιλίες δεν υπάρχει περιθώριο για συναισθήματα και ιδεολογία».

Επίσης, απορρίπτουν «εθνικές μονομερείς προσπάθειες στην πολιτική για την Ενέργεια και το κλίμα», ως «αντιπαραγωγικές», «συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής εθνικής τιμής CO2». Δηλαδή, αν η Γερμανία αύξανε την τιμή του άνθρακα στο εμπόριο ρύπων χωρίς να ακολουθήσουν άλλα κράτη (οι Πράσινοι υπερασπίζονται τέτοια αντικίνητρα), η γερμανική παραγωγή θα ήταν πιο ακριβή, «η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος θα συνεχίσει να αυξάνεται», «η παραγωγή θα μεταφερθεί στο εξωτερικό», τονίζει ο BDI. «Αυτό ωφελεί στην καλύτερη περίπτωση τους γαλλικούς πυρηνικούς σταθμούς. Οι εταιρείες μας πρέπει να παραμείνουν ανταγωνιστικές», προσθέτει.

Σε αυτό το πλαίσιο, υπερασπίζονται τη Συμφωνία του Παρισιού, που θέτει ενιαίους, παγκόσμιους κανόνες και ζητά να γίνει πιο συγκεκριμένο το περιεχόμενό της.

Πιέσεις για συμβιβασμούς και συμφωνία

«Οι παγκόσμιοι κίνδυνοι θα έπλητταν αμέσως και άμεσα την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας. Η μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει γρήγορα τη δική της θέση για την ενίσχυση της ΕΕ, για να γίνει πιο ανταγωνιστική, π.χ. μέσω μαζικών επενδύσεων στην ψηφιοποίηση και την έρευνα ή μέσω μιας εντονότερης ενιαίας αγοράς». Ομως, «η χρηματοδότηση δεν πρέπει να συνεπάγεται πρόσθετο κόστος», τόνιζαν οι βιομήχανοι (BDI) προς τα διαπραγματευόμενα κόμματα με ανακοίνωσή τους (24/10/2017).

Να σημειωθεί ότι ο Μ. Σουλτς διαβεβαίωσε τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, ότι μπορεί να βασίζεται στη στήριξή του όσον αφορά τα σχέδια για τις αλλαγές στην Ευρώπη, σε τηλεφωνική τους επικοινωνία την Τρίτη.

Τις προσδοκίες και τις ταλαντεύσεις των επιχειρηματιών για τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα καταγράφει το «Spiegel», φιλοξενώντας δηλώσεις Γερμανών οικονομολόγων: «Ενας μεγάλος συνασπισμός θα είχε τις καλύτερες πιθανότητες να προωθήσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με τον Μακρόν να έχει κάνει αντίστοιχες προτάσεις», λέει ο καθηγητής και μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (επιτροπή «σοφών») Πέτερ Μπόφινγκερ.

«Κρίμα που απέτυχαν οι συνομιλίες, όμως ένας ξεκάθαρος "χωρισμός" είναι καλύτερος από έναν ετοιμόρροπο συνασπισμό», λέει ο Λαρς Φελντ, επίσης μέλος της επιτροπής των «σοφών». «Αυτό επιτρέπει πλέον να εξετάσουμε κι άλλες επιλογές. Εκτός από τον Μεγάλο Συνασπισμό, επιλογή είναι και μια κυβέρνηση μειοψηφίας CDU/CSU - FDP - κατά τη γνώμη μου η καλύτερη λύση. Χρειαζόμαστε μια ικανή για διαπραγμάτευση κυβέρνηση - ειδικά όσον αφορά την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΕ».

«Θα πρέπει να σχηματιστεί μια μειοψηφική κυβέρνηση και να επιδιωχθούν πλειοψηφίες στη Βουλή για σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Νέες εκλογές δεν θα άλλαζαν το τοπίο, ενώ ένας μεγάλος συνασπισμός θα ενίσχυε τα ακραία κόμματα δεξιά κι αριστερά», σημειώνει ο πρόεδρος του ινστιτούτου ifo του Μονάχου, Κλέμενς Φούεστ.

«Η νέα κυβέρνηση θα έχει μια τεράστια ανάγκη για δράση για την ανταγωνιστικότητα, το κλίμα, την ψηφιοποίηση, την Ευρώπη και την εκπαίδευση. Γι' αυτό, ένας μεγάλος συνασπισμός ή μια καλύτερη προσπάθεια σκέψης για έναν συνασπισμό "Τζαμάικα" θα ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή για τη Γερμανία - μια μειοψηφική κυβέρνηση θα ήταν η χειρότερη δυνατή», εκτιμά ο Μαρσέλ Φράτζχερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW).

Τέλος, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW Koln), Μίχαελ Χιούτερ, δεν αποκλείει τη μειοψηφική κυβέρνηση, όμως απορρίπτει κι αυτός νέες εκλογές: «Η δημογραφική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και η περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρώπης απαιτούν αποφάσεις που δεν μπορούμε να αναβάλουμε άλλο».


Ε. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ