Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν αποτέλεσμα συλλογικής, οργανωμένης και καθοδηγούμενης δράσης των ταγμάτων εφόδου. Συγκροτημένα και πειθαρχώντας στην εντολή του πυρηνάρχη Γ. Πατέλη, μετά την αναγνώριση του θύματος, οι χρυσαυγίτες είχαν πάει στην τοπική της Νίκαιας και είχαν εξοπλιστεί με ρόπαλα, σιδερογροθιές, στιλέτα, ενώ τους δόθηκαν και οδηγίες σχετικά με την αποστολή τους.
Στην κινητοποίηση του τάγματος εφόδου ακολουθήθηκε η ιεραρχική δομή για να εκτελεστεί η αποστολή, με την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών να επιβεβαιώνει την επικοινωνία στελεχών και με τον αρχηγό της ναζιστικής οργάνωσης, Ν. Μιχαλολιάκο.
Οταν η παρέα του Παύλου Φύσσα κατευθύνθηκε προς την οδό Τσαλδάρη στο Κερατσίνι, έπεσε πάνω στην ενέδρα 30 - 40 ναζιστών. Οι νεαροί έτρεξαν να ξεφύγουν, όταν από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Π. Τσαλδάρη εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο δολοφόνος Γ. Ρουπακιάς. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και επιτέθηκε στον Π. Φύσσα χτυπώντας τον «επαγγελματικά» με το μαχαίρι.
Η εντολή, η συγκρότηση, ο εξοπλισμός, ο ρυθμικός και οργανωμένος τρόπος επίθεσης επιβεβαιώνουν τη στρατιωτική εκπαίδευσή τους. Σε ό,τι αφορά τη στάση της Αστυνομίας, από την αρχή έως το τέλος, όπως προκύπτει από μαρτυρίες, δεν έλεγξε κανέναν, δεν σταμάτησε έστω και έναν... Οπως προέκυψε ξεκάθαρα και στη δίκη, την ώρα που ο Ρουπακιάς μαχαίρωνε τον Π. Φύσσα, οι αστυνομικοί ήταν στο διάζωμα, πέντε μέτρα μακριά.