Σάββατο 6 Μάη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Ματωμένα πλεονάσματα με απελευθέρωση «δημοσιονομικού χώρου» για το κεφάλαιο

Η διαμόρφωση του αναγκαίου «δημοσιονομικού χώρου» για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της προσπάθειας κυβέρνησης - κεφαλαίου

Eurokinissi

Η διαμόρφωση του αναγκαίου «δημοσιονομικού χώρου» για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της προσπάθειας κυβέρνησης - κεφαλαίου
Η διαμόρφωση του αναγκαίου «δημοσιονομικού χώρου» για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί, σε αυτήν τη φάση, ζήτημα στρατηγικής σημασίας για το εγχώριο κεφάλαιο και τα αστικά επιτελεία. Την ίδια ώρα, ένα πλέγμα από αβεβαιότητες γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με το βαθμό επίτευξης των στόχων τους για τα πρωτογενή πλεονάσματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς μέχρι το 2022, έρχεται να οξύνει τα αντιλαϊκά ανακλαστικά, με κατεύθυνση την έναρξη και του νέου κύκλου κλιμάκωσης της επίθεσης, σε συνέχεια, βέβαια, των μέτρων που κλειδώνουν τις μέρες αυτές στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης».

Να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ, στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο» της αναφορικά με τον λεγόμενο «διαθέσιμο οικονομικό χώρο», επισημαίνει ότι αυτός προσδιορίζεται από τρεις παραμέτρους, συγκεκριμένα από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, από τους «κινδύνους για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους», καθώς και από την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ, πέρα από την οποία «καθίσταται αμφίβολη η ικανότητα των κυβερνήσεων να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους». Oπως χαρακτηριστικά τονίζει η ΕΚΤ, «λίγες μόνο χώρες (της Ευρωζώνης) είναι πιθανόν να έχουν κάποιον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο σε σχέση με την απαιτούμενη προσαρμογή το 2017».

Ανάκαμψη για το κεφάλαιο στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής

Τα παραπάνω φαίνεται να βρίσκονται στον πυρήνα των απόψεων που διατύπωσε ο ΣΕΒ αυτή τη βδομάδα, καθώς έχει κάθε λόγο να αγωνιά για τη διασφάλιση του «αναγκαίου δημοσιονομικού χώρου», είτε με την υπεραπόδοση των ματωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων, είτε και από το ενδεχόμενο της μελλοντικής μείωσής της, που με τη σειρά τους, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, θα δώσει χώρο για νέες φοροελαφρύνσεις, κίνητρα και για διοχέτευση περισσότερου κρατικού χρήματος, στην προοπτική προσέλκυσης νέων κερδοφόρων επενδύσεων.

Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται στο «εβδομαδιαίο δελτίο», «βαδίζοντας ήδη στον 8ο μνημονιακό χρόνο, η νέα συμφωνία κυβέρνησης - δανειστών διατυπώνει ένα δημοσιονομικό στόχο που θα διατηρεί στον 13ο μνημονιακό χρόνο (2022) πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Πληρώνουμε πολύ ακριβά τόσο την εσωτερική διαχρονική έλλειψη αξιοπιστίας, διοικητικής αποτελεσματικότητας και πολιτικής αστάθειας όσο και την ευρωπαϊκή διστακτικότητα να επιλύσει έγκαιρα και με αποφασιστικό τρόπο μια περιφερειακή κρίση χρέους εντός της νομισματικής ένωσης». Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «για άλλη μια φορά, βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο, καθώς τα δημοσιονομικά μεγέθη διαμορφώνουν τους πρωταρχικούς στόχους χάραξης πολιτικής για την πραγματική οικονομία».

Σε αυτό το πλαίσιο και με κεντρικό ζητούμενο τη μείωση των «πλεονασμάτων», προκειμένου να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος για νέες παρεμβάσεις ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, ο ΣΕΒ τονίζει: «Η αβεβαιότητα του μεγέθους, αλλά ακόμη και αυτής της ίδιας της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, είναι μη φιλική προς την ανάπτυξη, και, ως εκ τούτου, καθηλώνει την οικονομική δραστηριότητα αντί να παρακινεί την ιδιωτική οικονομία να κάνει επενδύσεις».

Την ίδια ώρα, οι εγχώριοι βιομήχανοι επισημαίνουν: «Φυσικά η αμφισβήτηση των δημοσιονομικών στόχων αυτή τη στιγμή δεν θα ωφελήσει τη χώρα, καθώς η όποια αναπτυξιακή επίπτωση χαλάρωσής τους θα υπερκεραστεί από την επίπτωση ενός ανεπιθύμητου νέου κύκλου αβεβαιότητας».

Την ίδια ώρα, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών - ΙΟΒΕ, σχετικά με το υπερ-πλεόνασμα για το 2016, επισημαίνει πως «δεν μπορεί να παρερμηνεύεται ως επιτυχία του προγράμματος, αλλά ως ενδιάμεσος στόχος που είναι χρήσιμος υπό προϋποθέσεις».

Οι «αβεβαιότητες» των αστικών επιτελείων

Στο ίδιο μήκος κύμματος βρίσκεται και το Γραφείο του Κρατικού Προϋπολογισμού στη Βουλή, τονίζοντας: «Η συμφωνία με τους εταίρους για τη δεύτερη αξιολόγηση δεν θα ωφελήσει αν καθυστερήσει περαιτέρω η εφαρμογή της και αν την επόμενη μέρα συνεχισθεί η πρακτική των επιφυλάξεων π.χ. καθ' οδόν προς την τρίτη αξιολόγηση που ακολουθεί».

Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το υπερ-πλεόνασμα για το 2016 «δεν φαίνεται να μπορεί να άρει την αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία», καθώς οι αβεβαιότητες δεν σχετίζονται τόσο με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, «όσο με την κατάσταση της "πραγματικής οικονομίας" και τους πιθανούς κινδύνους σε τράπεζες, ΔΕΗ, ΕΦΚΑ κ.τ.λ.».

Σε αυτό το φόντο, το Γραφείο Προϋπολογισμού, στην τριμηνιαία έκθεση, μεταξύ άλλων, εστιάζει σε «εκκρεμότητες της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης» και επαναφέρει στο προσκήνιο πρόσφατες επισημάνσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, οι οποίες, σύμφωνα με τους ίδιους, «αναδεικνύουν υπαρκτά προβλήματα του Ασφαλιστικού, που επιβεβαιώνονται από έγκυρες αναλύσεις». Μεταξύ αυτών ότι «το σύστημα δεν είναι βιώσιμο μακροχρόνια, τα μέτρα που ελήφθησαν πριν από το 2015 και μετά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, άλλες μειώσεις συντάξεων κρίθηκαν αντισυνταγματικές, οι αυξήσεις στα όρια ηλικίας δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, το σύστημα χαρακτηρίζεται από ανισότητες» κ.ο.κ.

Θολώνει η ανάκαμψη

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, ανακοινώνει την ερχόμενη βδομάδα τις «Εαρινές Προβλέψεις» σχετικά με τις εξελίξεις στις οικονομίες στα κράτη - μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόβλεψη σχετικά με το ρυθμό ανάκαμψης στο ελληνικό ΑΕΠ για το 12μηνο του 2017 υποχωρεί στο 2% έναντι 2,7% στις αμέσως προηγούμενες «Χειμερινές Προβλέψεις».

Σε κάθε περίπτωση, η όποια ανάκαμψη έχει για εφαλτήριο την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας την ιδιαίτερα χαμηλή βάση υπολογισμού του παραγόμενου ΑΕΠ, που μετά από μια περίοδο 8ετούς κατρακύλας έχει βυθιστεί πάνω από 26%.

Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, σε πρόσφατη έκθεση επίσης χαμήλωσε την πρόβλεψη για το ρυθμό ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο 2,2% έναντι 2,8%, στην προηγούμενη έκθεση. Μάλιστα, διαβλέπουν φαινόμενα «κόπωσης» για τη συνέχεια, προβλέποντας ρυθμό μεγέθυνσης μόλις 1% για το 2022, με ό,τι αυτό βέβαια μπορεί να συνεπάγεται στην πορεία διαμόρφωσης της μάζας των κρατικών φορολογικών εσόδων και των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Την ίδια ώρα, τα ποσοστά της επίσημης ανεργίας, με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ, προβλέπεται ότι θα παραμένουν ουσιαστικά στο ύψος τους. Σύμφωνα με τις δηλώσεις από τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Π. Τόμσεν, θα χρειαστούν 21 χρόνια, προκειμένου η επίσημη ανεργία στην Ελλάδα να υποχωρήσει από 23% σήμερα στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή στο εύρος του 9%. Αυτό σημαίνει μείωση λίγο πάνω από μισή εκατοστιαία μονάδα το χρόνο.


Α. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ