«Πλούτος» από το «Θέατρο Τέχνης» |
Στη φετινή «αναπαλαιωμένη» παράσταση του «Πλούτου», με τους ίδιους καλλιτεχνικούς συντελεστές και με τους ίδιους, σχεδόν, ηθοποιούς, ο Μ. Κουγιουμτζής παράλλαξε μερικά σκηνοθετικά του ευρήματα και προσέθεσε στη σκηνική «ανάγνωσή» του ένα νέο. Το ζωντανό «μνημείο» μιας άλλης-συγγενικής σατιρικά με τον Αριστοφάνη- λαϊκής θεατρικής παράδοσης, της παράδοσης του Καραγκιόζη, τον Ευγένιο Σπαθάρη. Η ένταξη του Ευγένιου Σπαθάρη, στο ρόλο του θεόστραβου Πλούτου, ευεργέτησε απολύτως την παράσταση, καθώς με την εύγλωττη παρουσία του, τη χαρακτηριστική φωνή και το καραγκιόζικο μότο του «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε», συνειρμικά υπογράμμισε το αριστοφανικό μήνυμα, ότι η δίκαιη και ίση κατανομή του πλούτου αποτελεί ουτοπία.
«Μήδεια» από το «Αμφι-Θέατρο» |
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη, μετονομάζει ανά την οικουμένη και ανά τους αιώνες όποια γυναίκα κυριεύεται από τον έρωτα και την ηδονή της σάρκας, εγκαταλείπει το σπίτι της, προδίδει και σκοτώνει δικούς και φίλους και έπειτα προδομένη και εγκαταλειμμένη από τον έρωτά της φθάνει, στην απελπισία της, να εκδικηθεί το ερωτικό αντικείμενο του πόθου της, ακόμα και με την πιο αποτρόπαια πράξη. Την παιδοκτονία. Η Μήδεια προσωποποιεί τον μη εκλογικευμένο, μη κοινωνικοποιημένο, τον αρχετυπικό, πρωτογονικό «κόσμο» του παράφορου ερωτικού πάθους, που όταν προδοθεί πονά ασυγκράτητα και μεταβάλλεται σε απύθμενο, φονικό μίσος, σε παραλογισμό και σε αυτοδικία. Ενα τέτοιο πάθος δεν μπορεί να κατανοήσει, να αποδεχτεί τη «λογική» του άπιστου Ιάσονα, που εγκαταλείπει τη Μήδεια για τα οφέλη που θα του αποφέρει ο γάμος του με την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου. Σ' αυτή την ευριπιδική τραγωδία, μια «αρένα» συνταρακτικού ποιητικού λόγου, συγκρούονται η ερωτική αφοσίωση και η απιστία. Το πάθος και η «ηθική» του έρωτα με τον κυνισμό και τη «λογική» της εξουσίας και του συμφέροντος.
Η σεμνή, εύγλωττη μετάφραση και η λιτότατη, χωρίς ανούσια ευρήματα, σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, η οποία θέλησε μια Μήδεια γήινη μέχρι τέλους, αφού η Μήδεια δεν εξαφανίζεται στους ουρανούς με το άρμα του ήλιου, αλλά μένοντας επί γης, κλείνεται μέσα σ' αυτόν σα να είναι ο τάφος της. Η σκηνοθεσία επέλεξε να αναδείξει την ποιητική του λόγου, προβάλλοντας τις συγκρούσεις των προσώπων μέσω του λόγου, χωρίς δραματοποιητικές υπογραμμίσεις των χαρακτήρων και συναισθημάτων των προσώπων. Εξάλλου, την κατεύθυνση προβολής του λόγου, καθόρισε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ζοφερά «σκοτεινή» στην εισαγωγή της και μελωδικότατη στα Χορικά. Την παράσταση στήριξαν το ευφάνταστο, παρά τη λιτότητά του, σκηνικό της Λαλούλας Χρυσικοπούλου, τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, η μουσική διδασκαλία του Νίκου Βασιλείου. Υπέρμετρα συγκρατημένη και διεκπεραιωτική έμοιαζε η χορογραφία της Αποστολίας Παπαδαμάκη. Στη σκηνοθετική κατεύθυνση για ανάδειξη του λόγου «βάδισαν», ανάλογα με την υποκριτική και τεχνική του ικανότητα ο καθένας, όλοι οι ηθοποιοί. Η Λήδα Τασοπούλου με την υποκριτική μανιέρα και τον ασκημένο λόγο της. Οι Χρήστος Πάρλας και Αλέξης Σταυράκης με το στέρεο λόγο και το σκηνικό κύρος τους. Η Ουρανία Μπασλή με την ευαισθησία της. Οι Φώτης Αρμένης και Νίκος Γιαχαλής με τη διακριτική παρουσία τους. Η υπογράφουσα δηλώνει αδυναμία να εξηγήσει το «γιατί» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός- του οποίου οι καλλιτεχνικές ανησυχίες και απόπειρες έχουν ενδιαφέρον- έπαιξε όπως έπαιξε τον Ιάσονα. Ποιος ευθύνεται, ο σκηνοθέτης ή ίδιος για το τόσο μεγάλο παράδοξο, αντιθεατρικό έως και αφύσικο στο λόγο, στην έκφραση, στη στάση, στην κίνηση, στη χειρονομία, στο κλυδωνιζόμενο περπάτημα του Μ. Μαρμαρινού; Τι συνιστούσαν όλα αυτά που είδαμε; Υποκριτική αδυναμία, άποψη σκηνοθέτη, ή του ίδιου του Μ. Μαρμαρινού;