Το θέμα που ανέδειξε ο χτεσινός «Ριζοσπάστης», με την απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με το συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, δεν είναι καθόλου αθώο και θέλει μεγάλη προσοχή. Θυμίζουμε ότι το δικαστήριο έκανε δεκτά ασφαλιστικά μέτρα που κατέθεσε ένα σωματείο από το χώρο των τραπεζών, το οποίο «κόπηκε» από το τελευταίο συνέδριο με ομόφωνη απόφαση του Σώματος, επειδή δεν τήρησε τους προβλεπόμενους από το καταστατικό του ΕΚΑ κανόνες στη διαδικασία νομιμοποίησης των αντιπροσώπων του στο συνέδριο. Στην πραγματικότητα, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είναι τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και τα καταστατικά τους υπεύθυνα για τις συνεδριακές τους διαδικασίες (κατ' επέκταση και για τη λειτουργία τους) και ότι η υπογραφή του εκάστοτε δικαστικού αντιπροσώπου στις εκλογές ενός πρωτοβάθμιου σωματείου είναι το αδιάβλητο «διαβατήριο» για τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε διαδικασία από εκεί και πέρα, στις επόμενες βαθμίδες του κινήματος. Η ακύρωση επί της ουσίας του συνεδρίου και των αποφάσεων, που πήραν συλλογικά οι αντιπρόσωποι χιλιάδων εργαζομένων, συνιστά ωμή παρέμβαση της αστικής Δικαιοσύνης στο συνδικαλιστικό κίνημα, χωρίς βέβαια να είναι η πρώτη ούτε η μόνη. Ωστόσο, έχει ξεχωριστή σημασία και πρέπει να σημειωθεί από τους εργαζόμενους η συγκεκριμένη απόφαση, τόσο για το περιεχόμενό της, όσο και για τη συγκυρία, καθώς βρισκόμαστε σε περίοδο που φουντώνει η προσπάθεια της κυβέρνησης και της εργοδοσίας να αλλάξουν προς το χειρότερο τον συνδικαλιστικό νόμο, αξιοποιώντας, όπως φαίνεται, όλα τα μέσα.