Η πρόβλεψη για ανάκαμψη 2,7% το 2017 πατάει στο διπλασιασμό των μόνιμων μέτρων, που φορτώνονται στις πλάτες των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων
Το περιεχόμενό του, οι προβλέψεις του και τα αντιλαϊκά μέτρα που περιλαμβάνει, αποδεικνύουν ανάγλυφα τον απόλυτα ψευδεπίγραφο χαρακτήρα της «επιχειρηματολογίας» της συγκυβέρνησης περί... «δίκαιης ανάπτυξης», όπως και τον κάλπικο χαρακτήρα της προπαγάνδας της κυβέρνησης, αλλά και συνολικά των αστικών επιτελείων, ότι η επάνοδος σε ρυθμούς καπιταλιστικής ανάκαμψης θα φέρει τάχα ανακούφιση στο λαό.
Πρόκειται για μια ακόμη απάτη ολκής, με στόχο την παραπλάνηση των λαϊκών στρωμάτων και τον εγκλωβισμό τους στα αδιέξοδα της πολιτικής που στοχεύει στη σωτηρία και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
«Αδιάψευστος μάρτυρας» για τα παραπάνω είναι τα μεγέθη στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα οποία:
Ειδικότερα:
-- Οι νέες «δημοσιονομικές παρεμβάσεις» για τα έτη 2016 - 2017 υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ και αποτελούνται από μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα με αντίστοιχη απόδοση σε ετήσια βάση από το 2017 και βέβαια για τα επόμενα χρόνια.
-- Από αυτά, ποσά ύψους περίπου 3,1 δισ. ευρώ προέρχονται από τις αυξήσεις των αντιλαϊκών φόρων και περίπου 900 εκατ. ευρώ από τις περικοπές δαπανών, ενώ επιμερίζονται για το 2016 σε 1,39 δισ. ευρώ και για το 2017 σε 2,59 δισ. ευρώ.
Οπως προκύπτει, από το 2017, ακόμα και αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για τους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάκαμψης (παρά τις εντεινόμενες «αβεβαιότητες» στην Ευρωζώνη και την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, οι οποίες δεν αφήνουν ανεπηρέαστες την Ελλάδα), η αντιλαϊκή επίθεση θα πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, με σχεδόν διπλασιασμό του ύψους των μέτρων που θα επιβαρύνουν τη λαϊκή οικογένεια σε σχέση με φέτος, κόντρα στην κυβερνητική προπαγάνδα που ισχυρίζεται προκλητικά ότι «τα δύσκολα πέρασαν»...
Σε συνέχεια των αντιλαϊκών φόρων που έχουν ήδη επιβληθεί, οι νέοι ειδικοί φόροι και τα τέλη που θα εφαρμοστούν από 1/1/2017, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν:
-- Ανατιμήσεις ειδικών φόρων σε καύσιμα κίνησης (439 εκατ. ευρώ).
-- Επιβολή τέλους στη σταθερή τηλεφωνία (54,2 εκατ. ευρώ).
-- Αύξηση φόρων σε τσιγάρα, προϊόντα καπνού και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο (142 εκατ. ευρώ).
-- Νέος φόρος στον καφέ (62 εκατ. ευρώ) κ.ά.
Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, ο νέος κύκλος της αντιλαϊκής φοροληστείας ξεκίνησε από την 1η Οκτώβρη, με την κατάργηση των επιστροφών φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο, ενώ από τις 15/10, με την έναρξη της χειμερινής περιόδου, θα εφαρμοστούν οι νέες τρανταχτές ανατιμήσεις στο πετρέλαιο θέρμανσης της λαϊκής οικογένειας.
Ταυτόχρονα, η φοροληστεία σε βάρος των εργαζομένων και του λαού μέσα στο 12μηνο του 2017 θα πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από μέτρα που άρχισαν να κλιμακώνονται από το β' εξάμηνο του 2016. Η συνολική πρόσθετη επιβάρυνση από τον ΦΠΑ (24% από 23%) στη διετία (2016 - 2017) φτάνει στα 736 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, από την «αναμόρφωση του κώδικα φορολογίας εισοδήματος» (νέες μειώσεις του αφορολόγητου ορίου για μισθωτούς και συνταξιούχους κ.ά.) προβλέπονται ακόμη 988 εκατ. ευρώ, από τα οποία 772 εκατ. αφορούν στο 2017...
Ως... «αντιστάθμισμα» στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, η συγκυβέρνηση επιχειρεί να διαφημίσει την επέκταση του λεγόμενου «κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης» σε όλη τη χώρα εντός του 2017. Οπως αναφέρεται, έχουν προβλεφθεί πιστώσεις ύψους 760 εκατ. ευρώ, ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, «παράλληλα αναμένεται να υπάρξουν σημαντικές εξοικονομήσεις πόρων μόνιμου χαρακτήρα, που θα προέλθουν από την αναμόρφωση του προνοιακού χάρτη».
Αν και για την ώρα η συγκυβέρνηση κρατά κλειστά τα χαρτιά της σχετικά με το νέο «σφαγείο» που ετοιμάζεται σε συγκεκριμένους κωδικούς, στο προσχέδιο αναφέρεται: «Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και η σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (...) όπου γίνεται εκτενής αναφορά στο υφιστάμενο σύστημα σε επίπεδο παροχών και κοινωνικών δομών». Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεικτικά αναφέρονται «ο εξορθολογισμός των παροχών, η ένταξή τους σε σχήμα εγγυημένου εισοδήματος, η καλύτερη στόχευση σε ομάδες του πληθυσμού κ.λπ.».
Στην πραγματικότητα, πίσω από τις γνωστές φράσεις περί... «εξορθολογισμού» και «καλύτερης στόχευσης», οι οποίες και πρέπει να χτυπάνε «καμπανάκια», η αλήθεια είναι ότι τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας αναζητούν το μείγμα των νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων, προκειμένου να επιτευχθούν πρόσθετες «εξοικονομήσεις», που φτάνουν στο 0,5% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση και αντιστοιχούν σε αντιλαϊκά μέτρα ύψους πάνω από 900 εκατ. ευρώ το χρόνο. Τα εν λόγω νέα αντιλαϊκά μέτρα, με πρόσχημα τα ψίχουλα για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, αναμένεται να εξειδικευθούν το επόμενο διάστημα.
Είναι φανερό το γεγονός ότι η προβλεπόμενη καπιταλιστική ανάκαμψη πηγαίνει χέρι χέρι με την κατακρεούργηση των συντάξεων, την εξάπλωση της κατάργησης του ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους, την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για αγρότες και αυτοαπασχολούμενους.
Την ίδια ώρα, σχετικά και απόλυτα, ο ταξικός προσανατολισμός και η αναδιανομή πλούτου σε όφελος του εγχώριου κεφαλαίου διαπερνούν έναν προς έναν και όλους μαζί τους κωδικούς του νέου κρατικού προϋπολογισμού.
Μεταξύ άλλων:
Η κρατική δαπάνη για τη στήριξη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) μέσω του εθνικού σκέλους διογκώνεται κατά 250 εκατ. ευρώ, στο 1 δισ. ευρώ (από 750 εκατ. το 2016). Και, βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η νομοθετική ρύθμιση για το δημοσιονομικό «κόφτη» εξαιρεί ρητά και κατηγορηματικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων των κρατικών προϋπολογισμών, το οποίο αποτελεί ένα ακόμη αποφασιστικό εργαλείο στήριξης των καπιταλιστών, την ίδια στιγμή που στο στόχαστρο μπαίνουν δαπάνες που αφορούν λαϊκές ανάγκες.
Την ίδια ώρα, το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού προβλέπει νέες φορολογικές απαλλαγές, ύψους 20,4 εκατ. ευρώ, για τις ισχυρές επιχειρήσεις που θα ενταχθούν στο νέο λεγόμενο «αναπτυξιακό νόμο».
Μάλιστα, την περασμένη βδομάδα το υπουργείο Οικονομίας ανακοίνωσε την άμεση ενεργοποίηση των πρώτων παρεμβάσεων μέσω του «αναπτυξιακού νόμου», που έρχεται να «κουμπώσει» με τις ειδικές προβλέψεις για το 2017. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται οι απλόχερες φοροελαφρύνσεις, απαλλαγές και κάθε είδους «διευκολύνσεις», ταυτόχρονα, βέβαια, με τις κρατικές επιδοτήσεις στο ύψος της επένδυσης, επιδοτήσεις για την κάλυψη του λεγόμενου «μισθολογικού κόστους» των επιχειρηματικών ομίλων και την επιδότηση των επιτοκίων για τα τραπεζικά δάνεια με τα οποία θα συμπληρωθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια. Παράλληλα, ειδική μέριμνα επιφυλάσσεται για τις «στρατηγικού χαρακτήρα» επενδύσεις, καθώς και για τις κρατικές ενισχύσεις σε «δίκτυα» επιχειρηματικών ομίλων και ισχυρών επιχειρήσεων που θα ενταχθούν σε ενιαίο επιχειρηματικό σχήμα.
Τα παραπάνω μέτρα υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων, βέβαια, έρχονται να «κουμπώσουν» με τις δεκάδες νέες αντιλαϊκές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στη δεύτερη «αξιολόγηση» του μνημονίου, οι οποίες είναι βγαλμένες από τα «κιτάπια» του κεφαλαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, πέρα από το ζήτημα των νέων χτυπημάτων στα Εργασιακά, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της δεύτερης «αξιολόγησης», η «επόμενη μέρα» του κεφαλαίου, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το νέο νόμο για την «εφοδιαστική αλυσίδα» (logistics), τις «απελευθερώσεις» στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, τις διαδικασίες για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, τον νέο κανονισμό για παροχή υπηρεσιών ύδρευσης (συνδέεται με τις ιδιωτικοποιήσεις στον κλάδο), τον «οδικό χάρτη» για την πλήρη «απελευθέρωση» επαγγελμάτων (μηχανικοί), νέα νομοθεσία για την «κινητικότητα» στο δημόσιο τομέα κ.ά.
Ως προς αυτό, χαρακτηριστικά είναι τα όσα δρομολογούνται για το επόμενο διάστημα από την πλευρά του υπουργείου Οικονομίας. Μεταξύ αυτών:
Η νέα νομοθετική ρύθμιση αναμένεται να βασίζεται στο πάγωμα τμήματος των οφειλών, στη μεταφορά τους στο μέλλον (10 - 20 χρόνια και ανάλογα με τις δυνατότητες της επιχείρησης) και στη μελλοντική, αλλά με αυστηρές προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, διαγραφή χρεών. Ουσιαστικά, με το εν λόγω σχέδιο, επιδιώκεται, σε πρώτη φάση, το γρήγορο «ξεσκαρτάρισμα» του τεράστιου όγκου των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, δίνοντας ελπίδες επιβίωσης μόνο σε εκείνες τις «προβληματικές» επιχειρήσεις που κρίνεται ότι μπορεί να αντεπεξέλθουν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας.