Σάββατο 20 Αυγούστου 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Τα κακά μαντάτα για την οικονομία και η διέξοδος για το λαό

(c) Stockbyte

«Ισως φαίνεται παρωχημένη η ιδέα ενός μεγάλου όγκου χρημάτων κλεισμένων σε θησαυροφυλάκια, όμως πολλές τράπεζες αρχίζουν να εξετάζουν σοβαρά την επιστροφή στις παλιές συνήθειες για να αποφύγουν την επιβάρυνση από τα αρνητικά επιτόκια.

Μετά την πιο πρόσφατη μείωση επιτοκίου της ΕΚΤ το Μάρτιο, οι ιδιωτικές τράπεζες πληρώνουν ετήσια εισφορά 0,4% για τα περισσότερα από τα κεφάλαια που κρατούν σε μια από τις 19 κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Η πολιτική αυτή, η οποία κόστισε στις τράπεζες περίπου 2,64 δισ. ευρώ απ' όταν το 2014 τα επιτόκια γύρισαν αρνητικά, έχει στόχο να πυροδοτήσει οικονομική ανάπτυξη, δίνοντας κίνητρο στις τράπεζες να δανείζουν χρήματα στις επιχειρήσεις αντί να τα διακρατούν.

Οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες λένε ότι μπορεί να κόψουν ξανά τα επιτόκια αν οι οικονομικές συνθήκες επιβαρυνθούν, αλλά ιδιώτες τραπεζίτες και ασφαλιστές σκέφτονται ήδη "δημιουργικούς τρόπους" να αποφύγουν όλες αυτές τις χρεώσεις.

Ενας τρόπος είναι μετατρέποντας το ηλεκτρονικό χρήμα που κρατούν στις κεντρικές τράπεζες σε σκληρό μετρητό.

Η Munich Re έχει επιτυχώς πειραματιστεί διακρατώντας διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητό σε κάτι που η ασφαλιστική περιγράφει ως διαχειρίσιμο κόστος.

Λίγες άλλες γερμανικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της Commerzbank, της δεύτερης μεγαλύτερης, έχουν επίσης εξετάσει το να κάνουν αυτό το βήμα» (Πηγή: «Financial Times», αναδημοσίευση, ιστοσελίδα «euro2day).

«Στελέχη γερμανικών τραπεζών που μίλησαν στους F.T. υπολογίζουν πως το κόστος της ασφάλισης των χρημάτων θα κυμανθεί από 0,5% έως 1% της αξίας του εκάστοτε ποσού. Αυτό, όμως, συνεπάγεται κόστος μεγαλύτερο από αυτό των αρνητικών επιτοκίων. Εξάλλου, αν οι τράπεζες θελήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεσή τους» («Καθημερινή», για το ίδιο θέμα).

Παλιό ζήτημα που ανέδειξε η κόντρα Σόιμπλε - Ντράγκι

Αυτά τα ρεπορτάζ, που είδαν το φως της δημοσιότητας στα μέσα Αυγούστου, αναδεικνύουν ουσιαστικά δύο ζητήματα, που έχουν άμεση σχέση με την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Το πρώτο που γίνεται προφανές, είναι ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), των αρνητικών επιτοκίων, πολιτική που θα εξανάγκαζε τις ιδιωτικές τράπεζες να δανείζουν φτηνά τους επιχειρηματικούς ομίλους ώστε να γίνονται επενδύσεις, έχει ζημιά για τις ιδιωτικές τράπεζες που ουσιαστικά πληρώνουν φύλακτρα για τις καταθέσεις τους στις κεντρικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό σημαίνει μείωση των κερδών των τραπεζών. Θυμίζει την έντονη αντιπαράθεση Β. Σόιμπλε - Μ. Ντράγκι για το ίδιο θέμα.

Τον Απρίλη του 2016, τα αστικά ΜΜΕ είχαν αναφορές στην οξύτατη επίθεση του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι, για το πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αιτιολογία της επίθεσης του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι ήταν ότι τα χαμηλά επιτόκια πλήττουν τις συνταξιοδοτικές παροχές και τις αποταμιεύσεις των απλών Γερμανών. Δηλαδή, δεν αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων λόγω χαμηλών επιτοκίων και κινδυνεύουν με φτωχοποίηση. Ταυτόχρονα, του «χρέωνε» ευθύνη για τη μεγάλη ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).

Ηταν μια βολική εκτίμηση, που αποπροσανατόλιζε από τη βασική αιτία, τη μείωση των κερδών των τραπεζών.

Στις επιθέσεις απάντησε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γ. Βάιντμαν, στηρίζοντας τον Ντράγκι. Ο δε σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, είπε ότι «πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο παιχνίδι κατηγοριών εις βάρος της ΕΚΤ (...) Το πρόβλημα δεν είναι η ΕΚΤ και ο κ. Ντράγκι αλλά η άρνηση να παραιτηθεί κανείς από τη μονόπλευρη πολιτική της λιτότητας».

Ανάλογο ζήτημα ανέδειξε και η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (οι «πέντε σοφοί», μια ανεξάρτητη ομάδα συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης), σε συνέντευξη στη «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung» (ΑΠΕ, 16/5/2016): «"Τα χαμηλά επιτόκια είναι πάνω απ' όλα συνέπεια της οικονομικής κρίσης", είπε. Εξέφρασε διαφορετική άποψη από εκείνη πολλών Γερμανών πολιτικών, για τους οποίους τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ τιμωρούν τους Γερμανούς αποταμιευτές και μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών».

Τα χαμηλά επιτόκια όντως αφαιρούν καταθέσεις από τις τράπεζες, αφού δεν δίνουν μεγάλα κέρδη στους καταθέτες, ενώ μειώνουν και τα κέρδη των τραπεζών. Αυτό, όμως, σε ένα τραπεζικό σύστημα προκαλεί δυσκολίες και κινδύνους όχι μόνο ζημιών αλλά και κατάρρευσης τραπεζών με δεδομένα και τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια.

Η αντιπαράθεση της γερμανικής κυβέρνησης με την ΕΚΤ έχει ακόμη πιο σφοδρή συνέχεια. Μια ομάδα καθηγητών και επιχειρηματιών στη Γερμανία προσέφυγε κατά της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας την καταγγελία των επιχειρηματιών, αποφάσισε υπέρ της ΕΚΤ.

Τραπεζικό χρήμα και επενδύσεις που δε γίνονται

Αυτό λοιπόν είναι το ένα ζήτημα. Το δεύτερο προκύπτει και ως ερώτημα. Γιατί οι ιδιωτικές τράπεζες δεν δανειοδοτούν επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά καταθέτουν αποθεματικά στις κεντρικές τράπεζες έχοντας ζημιές, τις οποίες πασχίζουν να ελαχιστοποιήσουν, με τρόπους όπως η πιθανή φύλαξή τους σε δικά τους χρηματοκιβώτια; Αυτό είναι ακόμη πιο ουσιαστικό. Δεν δανείζουν γιατί οι επιχειρηματικοί όμιλοι δε ζητούν δανεικά. Δεν κάνουν επενδύσεις τέτοιες που να ωθήσουν σε δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Επομένως, οι τράπεζες κάτι πρέπει να κάνουν τα ρευστά κεφάλαιά τους.

Μόνο που η οικονομία της Ευρωζώνης και της ΕΕ δείχνει ότι δεν μπορούν να έχουν κέρδη απ' αυτά.

Στις 12 Αυγούστου 2016 είδαν το φως της δημοσιότητας ρεπορτάζ που μιλούσαν για επιβράδυνση. Εγραφαν τα εξής: «Η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επιβραδύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο, ύστερα από τις ισχυρές επιδόσεις τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat.

Η Eurostat ανακοίνωσε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,6% σε ετήσια βάση, επιβεβαιώνοντας τις αρχικές εκτιμήσεις που ανακοινώθηκαν στα τέλη Ιουλίου.

Τα στοιχεία συμβάδισαν με το μέσο όρο των προβλέψεων των οικονομολόγων σε έρευνα του Reuters.

Το πρώτο τρίμηνο, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 0,6% σε μηνιαία βάση και κατά 1,7% σε ετήσια βάση.

Το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,4% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,8% σε ετήσια βάση».

Να, λοιπόν, η απάντηση στις αναζητήσεις των τραπεζών. Που δείχνουν επίσης την ύπαρξη κεφαλαίων που πλεονάζουν και που δεν μπορούν να επενδυθούν.

Οι ανησυχίες βεβαίως έχουν σχέση συνολικά με την καπιταλιστική οικονομία των ΕΕ - Ευρωζώνης αφού:

Επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη στο 1,4% το 2017, εκτιμά σε πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ, από το 1,6% που εκτιμά ότι θα φτάσει το 2016. Το ΔΝΤ εκτιμά επίσης επιβράδυνση στις επενδύσεις. Κάνει εκτιμήσεις και για άλλους παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν κινδύνους στην οικονομία της Ευρωζώνης, και μάλιστα είναι εντοπισμένοι σε οικονομίες ισχυρών καπιταλιστών κρατών, όπως Ιταλία, Γαλλία, αλλά και Γερμανία. Εκτιμά κινδύνους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την αστάθεια της χρηματοπιστωτικής αγοράς, την αύξηση των μεταναστών, την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.

Ο λαός να βγει στο προσκήνιο

Από την εικόνα που δίνουν τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύεται μια πραγματικότητα για την καπιταλιστική οικονομία των ΕΕ - Ευρωζώνης που επιβεβαιώνει τη Eurostat και το ΔΝΤ στις εκτιμήσεις τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη που προσδοκούν αφενός δεν έχει δυναμική, αφετέρου δεν έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι πιθανού πισωγυρίσματος σε ύφεση.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της αδύναμης ανάκαμψης, των κινδύνων ακόμη και για ύφεση στην ΕΕ, πρέπει να βλέπουμε και την εξέλιξη της οικονομίας της Ελλάδας. Κυβέρνηση, καπιταλιστές, όλο το αστικό πολιτικό σύστημα πασχίζουν για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά δυσκολεύονται. Η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει αισιοδοξία ως προς αυτό, αλλά δεν μπορεί να τη στηρίξει. Ο ΣΕΒ εστιάζει στις δυσκολίες προσέλκυσης κερδοφόρων επενδύσεων, επισημαίνοντας πως η «επενδυτική άπνοια δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί, καθώς το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα αρνητικό», μιλώντας για «διεργασίες που επηρεάζουν όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου». Δηλαδή, φαύλος κύκλος διεθνώς.

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα θα συνεχίζουν να ζουν αέναη την επίθεση του κεφαλαίου. Ετσι κι αλλιώς έρχονται νέα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, αφού η αβεβαιότητα σε σχέση με την καπιταλιστική ανάκαμψη θα συνεχίζεται. Ακόμη και να έρθει ανάκαμψη, αυτή θα είναι αναιμική. Θα την έχει πληρώσει ακριβά ο ελληνικός λαός, με βαριά μέτρα υπέρ του κεφαλαίου και θα συνεχίζει να την πληρώνει στο όνομα να μην πισωγυρίσει η οικονομία σε κρίση. Σ' αυτές τις συνθήκες θα καλλιεργείται με την αστική προπαγάνδα ο φόβος για τα χειρότερα προκειμένου η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα να ανέχονται ή να υποτάσσονται στην αστική πολιτική. Σε αυτό το περιβάλλον θα οξύνονται οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην περιοχή, στις οποίες η Ελλάδα είναι μπλεγμένη μέχρι τα μπούνια.

Παρ' όλ' αυτά, η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα θα δυσκολεύει συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, σ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να αντιτάξουν τη μέγιστη δυνατή οργανωμένη παρέμβαση και κοινή δράση, κόντρα στο κεφάλαιο και την εξουσία του, στους έξωθεν συμμάχους τους, να μεγαλώσουν στο έπακρο τις δυσκολίες του αστικού πολιτικού συστήματος, να αξιοποιούν κάθε ρωγμή και δυνατότητα, για να βάζουν εμπόδια, συμπορευόμενοι με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.


Ι.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ