Παρασκευή 3 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
«Ηταν ένα μικρό καράβι... »

Στέκεσαι μετέωρος μπροστά σε μια άδεια κόλλα λευκού χαρτιού, το μολύβι στα χέρια σου τρέμει, κάτι θέλεις να πεις, κάποιος θέλεις να σ' ακούσει, μα δεν ξέρεις, χάνεσαι ακόμα σ' εκείνο το όνειρο. Κοιτάς απέναντι, στη γωνιά, χρόνια τώρα, όρθιο και αγέρωχο, στέκεται το ίδιο πεύκο, λίγα μέτρα πιο πέρα, μια μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, η κουρτίνα που παίζει απ' το απαλό θρόισμα του αυγουστιάτικου αγέρα κι ο χαμηλός φωτισμός του δωματίου μέσα στη νύχτα, σου ξυπνούν μια νοσταλγία. Ούτε γι' αυτήν είσαι σίγουρος, από πού γεννιέται και πού κατευθύνεται δεν ξέρεις, μοιάζει με εκείνο το όνειρο κι αυτό σου το συναίσθημα. Γυρνάς τα χρόνια πίσω, τότε που στα μάτια σου δεν υπήρχαν καθόλου σκιές, μόνο λάμψεις παιδικής αθωότητας και άγνοια για όλα όσα θα επακολουθούσαν, ματωμένα γόνατα υπήρχαν τότε και γρατσουνιές στα χέρια, τώρα σκέφτεσαι οι πληγές είναι αλλού, καλά κρυμμένες για να μη φαίνονται. Και μετά μια μέθη, ούτε αυτή ξέρεις από πού γεννιέται και πού κατευθύνεται, τραβά τις λέξεις από μέσα σου, τις στολίζει μελωδία, τις κάνει παιδικό τραγούδι και ψίθυρο: «Ηταν ένα μικροό καραάβι»...

Χαμένο αυτό το μικρό καράβι του ονείρου σου στη μέση ενός ωκεανού, με τ' άγρια κύματα της βιβλικής καταστροφής να το χτυπούν μανιασμένα. Πάνω στο σκαρί του ό,τι μπόρεσες, λέει, ως άλλος Νώε να περισώσεις. Ο,τι μπόρεσες απ' την ομορφιά αυτού του κόσμου ν' αρπάξεις. Στέκεσαι στην κουπαστή και κοιτάς τις επιλογές σου. Η παρέα των παιδιών απ' το πάρκο της γειτονιάς, με τα κοντά παντελονάκια και τις φουστίτσες τους να μαρτυρούν ανύποπτες πληγές. Το ερωτευμένο ζευγάρι της παραλίας, που μέτραγε αστέρια στον ουρανό και τέντωνε τα δάχτυλα σε κάθε πτώση τους. Ο φοιτητής του ισογείου, που επιμένει στους στίχους του Μαγιακόφσκι, να ανακαλύπτει τις αλήθειες του. Η μάνα, που πήρε τα δυο της παιδιά αγκαλιά και χάθηκε μια νύχτα για να γλιτώσουν απ' το βάναυσο και μέθυσο πατέρα τους. Η χήρα, που ανάθρεψε τα δικά της παιδιά καθαρίζοντας σκάλες και σπίτια πλουσίων. Η οικογένεια των μεταναστών, που μέτραγε μπουκιά - μπουκιά τη ζωή της σε πιάτα του υπογείου. Οι έφηβες, που, ανυποψίαστες ακόμα, φαντάζονταν τον πρίγκιπα των δικών τους ονείρων να 'ρχεται καβάλα σ' άσπρο άλογο, κι όχι με το τόξο τεντωμένο, έτοιμο να πληγώσει. Οι πιο γυρτοί εργάτες της φάμπρικας, με τα λερωμένα παντελόνια τους και τους απλήρωτους λογαριασμούς στην τσέπη. Τα αγόρια, που λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή ακόμα πίστευαν πως αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να αλλάξει...

Κοιτάς ακόμα απέναντι, στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα και ξέρεις πως εκεί μέσα έχει φωλιάσει η ελπίδα. Ξέρεις πως στ' όνειρό σου ήσουν ανεπαρκής. Επρεπε κι άλλους, έπρεπε πολλούς, να είχες σώσει στο μικρό σου το καράβι. Εχεις, όμως, κι άλλη ευκαιρία. Μόνο, που, αυτή τη φορά, κοίταξε να παραμείνεις ξύπνιος. Να μην κοιμάσαι, όταν σου ξαναδοθεί. Και να θυμάσαι πως το πεύκο, που, όρθιο κι αγέρωχο, στέκει τόσα χρόνια μπροστά σου, έχει ακόμα πολλά πράγματα να σου διδάξει...


Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ