Η ΕΕ «ανυπομονεί να συνεργαστεί στενά με την Κίνα για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων και προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική»
Στην παρέμβαση που έκανε στη Σύνοδο, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τόνισε: «Η σημερινή συνάντηση μας δίνει την ευκαιρία να επιδείξουμε τη δύναμη της Στρατηγικής μας Εταιρικής Σχέσης. Ειδικά σε αυτή τη γεμάτη δοκιμασίες σημερινή περίοδο, καθώς ΕΕ και Κίνα έχουν και οι δύο μερίδιο η μία στην επιτυχία της άλλης... Ως δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, ΕΕ και Κίνα έχουν σημαντικό μερίδιο, όπως και ευθύνη, στη διασφάλιση της ανάπτυξης και της σταθερότητας της παγκόσμιας οικονομίας». Ο ίδιος πρόσθεσε ακόμα πως «η ΕΕ ανυπομονεί να συνεργαστεί στενά με την Κίνα για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων και προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική. Πρέπει να αναπτύξουμε όλα τα υπάρχοντα κανάλια (συνεργασίας) σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, όπως τα Ηνωμένα Εθνη και τους "G20". Με βάση τη θετική εμπειρία από τις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να συνεισφέρουμε για την ειρήνη και την ευημερία στον κόσμο, ειδικά σε Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν ή και την Αφρική».
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην κατάσταση στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, για την οποία οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Διαρκούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης έχουν προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση της Κίνας. «Η βασισμένη στους κανόνες διεθνής τάξη είναι προς το κοινό συμφέρον μας και τόσο η Κίνα όσο και η ΕΕ πρέπει να την περιφρουρήσουν», ανέφερε, επιλέγοντας μια επισήμανση που χωρά διάφορες ερμηνείες, με δεδομένο ότι οι «κανόνες» στη σημερινή ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων γράφονται, ερμηνεύονται και ξαναγράφονται με βάση το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Από τη μεριά του, ο Κινέζος πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ, επιδοκίμασε τη «στενή επικοινωνία» και την «καλή συνεργασία» που οι δύο πλευρές επέδειξαν από την προηγούμενη Σύνοδο Κορυφής, «ως δύο ισχυρές δυνάμεις που διαφυλάττουν την παγκόσμια ειρήνη και ανάπτυξη... στέλνοντας ένα θετικό σήμα στον κόσμο...».
Η Σύνοδος ανέδειξε ότι η λυκοσυμμαχία των Βρυξελλών υποστηρίζει σήμερα τη μεγαλύτερη «ενεργοποίηση» της Κίνας στην επίλυση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτική είναι η Κοινή Ανακοίνωση που εξέδωσαν με ημερομηνία 22 Ιούνη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Υπατη Αντιπροσωπεία της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με «Στοιχεία για μια νέα Στρατηγική της ΕΕ για την Κίνα». Το κείμενο δόθηκε στη δημοσιότητα λίγο πριν τη Σύνοδο στο Πεκίνο και καταγράφει καθαρά την επιλογή της ΕΕ να επενδύει στην πιο δραστήρια εμπλοκή της Κίνας σε διεθνή ζητήματα.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Εντοπίζοντας κοινά συμφέροντα στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια» αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η Κίνα θεωρεί πως μετατοπίζεται από την προηγούμενη παθητική της συμμετοχή στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στις διεθνείς σχέσεις σύμφωνα με το οικονομικό της μέγεθος. Σε αντιστοιχία με τα διευρυνόμενα συμφέροντά της, οι ορίζοντες της Κίνας έχουν επεκταθεί πέρα από τη γειτονιά της. Μια συγκέντρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την ΕΕ ως ένας πιο ισορροπημένος εταίρος σε έναν πολυπολικό κόσμο, αν και η ασφάλεια στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού θα παραμείνει πρόκληση υπό το φως της αυξανόμενης αυτοπεποίθησης της Κίνας. Πίσω από την πρωτοβουλία "Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος" (σ.σ. Πρόκειται για το σχέδιο «One Belt, One Road» που αφορά νέους εμπορικούς και ενεργειακούς διαδρόμους μεταξύ Ανατολής - Δύσης) κρύβονται μεγάλες οικονομικές και εγχώριες θεωρήσεις, αλλά θα υπάρξουν και μέγιστες γεωστρατηγικές συνέπειες. Η Κίνα έχει τώρα καλούς λόγους για περισσότερη ενεργό συμμετοχή στην παγκόσμια διακυβέρνηση και ασφάλεια, και σε θέματα άμυνας». Και αφού αναγνωρίζεται ότι το Πεκίνο αποκτά αντικειμενικά όλο και μεγαλύτερο ρόλο και λόγο στις διεθνείς εξελίξεις, οι Βρυξέλλες καταρτίζουν τις δικές τους κινήσεις:
«Πρόκληση και ευκαιρία για την ΕΕ είναι να στρέψουν τη συμμετοχή της Κίνας σε θετικά πεδία όπως η συνεργασία για την ειρήνη στην Αφρική (σ.σ. μια ακόμα περιοχή του πλανήτη όπου βαφτίζονται «ειρηνευτικές επιχειρήσεις» οι στρατιωτικές αποστολές που ανοίγουν δρόμο στα μονοπώλια) και η εκπλήρωση των καθηκόντων που υπάρχουν για όποιον γίνεται παγκόσμια δύναμη (π.χ. στη Μέση Ανατολή)». Επίσης, τονίζεται ότι «ένας βαθύτερος διάλογος με την Κίνα για την επενδυτική συνεργασία σε χώρες κοινού ενδιαφέροντος θα αντανακλούσε και την αυξανόμενη χρηματοπιστωτική ανάμειξη της Κίνας σε πολλές χώρες που επίσης είναι εταίροι και της ΕΕ».
Ενώ στη συνέχεια, καθαρά και ξάστερα, η ΕΕ επισημαίνει (οι επισημάνσεις δικές μας): «Η ΕΕ θα πρέπει να επιζητήσει μια ευρύτερη κοινή ατζέντα εξωτερικής πολιτικής με την Κίνα βασισμένη στην ενθάρρυνση της εποικοδομητικής και ενεργού συμμετοχής της Κίνας στην παροχή ασφάλειας ως ένα παγκόσμιο δημόσιο αγαθό. Η Κίνα θα πρέπει να ενθαρρυνθεί για να συμμετέχει διαρκώς σε διαδικασίες επίλυσης διεθνών συγκρούσεων προς εκπλήρωση και των ευθυνών της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Μάλιστα, ειδικά η Αφρική ξεχωρίζει σε σημασία ως περιοχή που η ΕΕ επιζητά τη συνεργασία της Κίνας αφού μεταξύ άλλων υπογραμμίζεται: «Αυτό που συχνά εκλαμβάνεται ως ανταγωνισμός ΕΕ - Κίνας πρέπει να μετατραπεί σε μεγαλύτερη συνεργασία για τη διευθέτηση κρίσεων (είτε τοπικά είτε σε πολυμερή φόρουμ όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ), οικοδομώντας την ειρήνη στην Αφρική και τις ικανότητες ασφαλείας (της ηπείρου), δίνοντας ώθηση σε ένα βελτιωμένο οικονομικό περιβάλλον, όπως και για το παγκόσμιο κοινό όφελος, ειδικά όσον αφορά το περιβάλλον και τους ωκεανούς. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να εργαστεί με την Κίνα για να βελτιώσει τη δέουσα επιμέλεια για τα ορυκτά από τις περιοχές που έχουν επηρεαστεί από συγκρούσεις και άλλους κινδύνους».