Θέλουν συναίνεση στην αντεργατική - αντιλαϊκή στρατηγική, εν μέσω αβεβαιότητας πανευρωπαϊκά και διεθνώς, πασχίζοντας να ενδυναμώσουν το κεφάλαιο
Eurokinissi |
Οπως χαρακτηριστικά τονίζει στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο» (Ιούνης 2016) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: «Οσον αφορά τις προοπτικές της παγκόσμιας δραστηριότητας, εξακολουθούν να επικρατούν καθοδικοί κίνδυνοι, κυρίως για τις αναδυόμενες οικονομίες. Ο σημαντικότερος καθοδικός κίνδυνος είναι το ενδεχόμενο εντονότερης επιβράδυνσης στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Οι δυσμενέστερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες και η αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα ενδέχεται να επιτείνουν τις υπάρχουσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, επηρεάζοντας αρνητικά την εμπιστοσύνη και επιβραδύνοντας την ανάπτυξη περισσότερο του αναμενόμενου».
Βεβαίως, αυτός είναι ένας παράγοντας, αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι η οικονομία της Κίνας που είναι σε επιβράδυνση αναπτύσσεται με ρυθμούς 6,5% του ΑΕΠ, όταν οι ΗΠΑ αναπτύσσονται με ρυθμούς 2% και η ΕΕ με 1,8%, καταλαβαίνει ότι υπάρχουν και άλλοι σοβαροί παράγοντες που δυσκολεύουν μια δυναμική ανάκαμψη.
H αβεβαιότητα του Brexit δημιουργεί προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό τομέα, κυρίως στις χώρες που θεωρούνται "αδύναμοι κρίκοι"», τόνισε πρόσφατα υψηλόβαθμος παράγοντας της Ευρωζώνης, «δείχνοντας» βέβαια και προς την κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Αλλά και αυτό τείνει να γίνει ένα σχεδόν άλλοθι, αν και επιδρά στις δυσκολίες ανάκαμψης. Το θέμα με την ελληνική οικονομία είναι το μικρό της μέγεθος και το μεγάλο βάθος της κρίσης, γεγονός που συμβάλλει στην προβολή από τη μεριά του ΣΕΒ της ανάγκης για ξένες επενδύσεις, αφού, όπως λέει, ελληνικά κεφάλαια δεν υπάρχουν. Αλλά, με αβέβαιο το ευρωενωσιακό και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον (επιβράδυνση), αυτό το ενδεχόμενο γίνεται επίσης αβέβαιο.
Την ίδια ώρα, στο «κουβάρι» των διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ΕΕ προστίθενται και νέες παράμετροι, όπως οι κόντρες και τα παζάρια γύρω από τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ιταλίας, που φέρνουν εκ νέου στην επιφάνεια την ενδοαστική διαπάλη γύρω από τους τρόπους διάσωσης των τραπεζών της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν αυτή τη βδομάδα, οι κινεζικές εξαγωγές μειώθηκαν 4,8% τον Ιούνη σε ετήσια βάση, καθώς η παγκόσμια ζήτηση παρέμεινε αδύνατη, ενώ σύμφωνα με την αρμόδια κρατική υπηρεσία της χώρας, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει μεγαλύτερη καθοδική πίεση και η κατάσταση σε ό,τι αφορά τις εμπορικές ανταλλαγές με τα άλλα κράτη και τις οικονομίες θα είναι κακή φέτος.
Να σημειωθεί ότι το μερίδιο της κινεζικής οικονομίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ φτάνει στο 17,1%, ενώ συνολικά το μερίδιο των «αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών» (στις οποίες ταξινομείται και η Κίνα) φτάνει στο 57,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, γεγονός που ερμηνεύει τις ανησυχίες των αστικών επιτελείων για την κατάσταση που επικρατεί σε αυτές τις περιοχές. Τα ποσοστά συμμετοχής στο παγκόσμιο ΑΕΠ των ΗΠΑ διαμορφώνονται στο 15,8%, έναντι 11,9% της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Κομισιόν και του ΔΝΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι θέμα χρόνου η περαιτέρω υποβάθμιση των προβλέψεων γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης τόσο στην ΕΕ όσο και στην παγκόσμια οικονομία, από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία, οι πρόσθετοι κίνδυνοι, σύμφωνα με όλες τις δημοσιευμένες εκθέσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και επιτελείων, συμπεριλαμβάνουν την περαιτέρω επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων στις αναδυόμενες οικονομίες, τη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ σημαντικός παράγοντας επιβράδυνσης παραμένουν «οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στη Μέση Ανατολή».
Οπως αναφέρεται από την Τράπεζα της Ελλάδας στην τελευταία έκθεση για τη νομισματική πολιτική, «η εύθραυστη διεθνής οικονομική συγκυρία, με κύρια χαρακτηριστικά το χαμηλό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων και του παγκόσμιου εμπορίου, αυξάνει την ανάγκη για πολιτικές οι οποίες διασφαλίζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν το παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών».
Και βέβαια, όλα τα παραπάνω, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, θα αφήσουν το «αποτύπωμά» τους και στην ελληνική οικονομία, καθώς σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις σε αυτήν είναι αναπόσπαστα συνδεμένες με τις εξελίξεις τόσο στην Ευρωζώνη όσο και γενικότερα.
Σύμφωνα με το πρόσφατο «εβδομαδιαίο δελτίο» του ΣΕΒ, «η οικονομία στηρίζεται στην εφαρμογή του Μνημονίου. Για να αποδώσει καρπούς, όμως, και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, απαιτείται η άμεση αντιμετώπιση των στρεβλώσεων και των αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας».
Εστιάζοντας στη στρατηγική και στα «ζόρια» του εγχώριου κεφαλαίου για την προσέλκυση κερδοφόρων επενδύσεων, επισημαίνουν πως η «επενδυτική άπνοια (...) δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί, καθώς το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα αρνητικό απέναντι σε χώρες με ελλείμματα οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης».
Την ίδια ώρα, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι το επενδυτικό κλίμα στην ελληνική οικονομία, «πέρα από τις διεργασίες που επηρεάζουν όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου», επιβαρύνεται από παράγοντες όπως:
Την «αυστηρή αλλά αναπόφευκτη λιτότητα», καθώς η χώρα έχει απολέσει την πρόσβαση στις αγορές.
Την υπερφορολόγηση των «οργανωμένων επιχειρήσεων», καθώς και των επιχειρήσεων που «παράγουν κέρδη στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν».
Επίσης, από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, τονίζοντας ότι αυτοί δεν πρόκειται να αρθούν πλήρως «όσο δεν αποκαθίσταται η δημοσιονομική πειθαρχία σε μονιμότερη βάση». Τις «διαρθρωτικές αδυναμίες και στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό», οι οποίες, μεταξύ άλλων, «αποτρέπουν την κινητικότητα εργαζομένων και κεφαλαίων μεταξύ κλάδων και επαγγελμάτων».
Την «αδυναμία προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων» κυρίως λόγω της «αναποτελεσματικότητας στην έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί».
Φταίει ακόμα, κατά τον ΣΕΒ, το «δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα», που, όπως επισημαίνεται, «υπολογίζει περισσότερο στην ανάκαμψη και της οικονομίας, που δεν έρχεται, και λιγότερο στην αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, για την ταχεία εκκαθάριση του ενεργητικού από προβληματικά δάνεια». Αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, έχουν ήδη ξεπεράσει το 45% της μάζας του συνολικού τραπεζικού δανεισμού, συνεχίζοντας σε ρότα διόγκωσης.
Τέλος, από τις «περιοριστικές χωροταξικές πρακτικές που φρενάρουν την ανάπτυξη νέων δομών οικιστικών και εμπορικών ακινήτων», με συνέπεια να διατηρούνται τα νοίκια και οι τιμές των ακινήτων σε «επίπεδα που παρεμποδίζουν την ελεύθερη κίνηση εργαζομένων και συντελεστών της παραγωγής». Σε ό,τι αφορά το εκλογικό νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι οδηγεί σε «ακόμη μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια».
Με βάση και τα παραπάνω, οι εγχώριοι βιομήχανοι καλούν τα αστικά κόμματα στην επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων με βάση τη στρατηγική του κεφαλαίου, για την τόνωση των επενδύσεων στην προοπτικής της ανάκαμψης: «Το πολιτικό σύστημα έχει υποχρέωση να αρθεί πάνω από τις κομματικές διαμάχες και τη διαχείριση του 24ώρου και να δει τη μεγάλη εικόνα, ώστε να καταφέρει να αρθρώσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης» τονίζεται χαρακτηριστικά, με την επισήμανση πως «οι λύσεις δεν έρχονται όταν επικρατεί η κυβερνητική αστάθεια και η πολυδιάσπαση των κομμάτων», που αποτελεί σαφή υπαινιγμό για ακόμα μεγαλύτερη πολιτική συναίνεση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το προσχέδιο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017 - 2020 που καταρτίζει και παζαρεύει η συγκυβέρνηση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, προβλέπει ρυθμούς ανάκαμψης ως εξής: 2017 2,7%, 2018 3,1%, 2019 2,8% και 2020 2,5%. Για να επαληθευτεί αυτό το σενάριο, θα πρέπει να εκτοξευθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές από τα 175 δισ. ευρώ φέτος στα 205,3 δισ. ευρώ το 2020.
ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» ΣΤΟ 4ΣΕΛΙΔΟ «ΔΙΕΘΝΗ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
ΣΕΒ: Διεύρυνση ανατροπών και νέες μεταρρυθμίσεις ενόψει μεσοπρόθεσμου για να αντιστραφεί η «επενδυτική άπνοια».
ΟΟΣΑ: Η ανεργία που δεν μειώνεται και οι μισθοί που παραμένουν καθηλωμένοι παρά την όποια ανάκαμψη.
ΕΕ ΓΙΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ - ΙΣΠΑΝΙΑ: Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις - πρόστιμα στις δύο χώρες της Ιβηρικής για τη μη συμμόρφωση με τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας, που πληρώνουν με απώλεια δικαιωμάτων όλοι οι λαοί.
18η ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΕΕ - ΚΙΝΑΣ: Στο προσκήνιο οι αντιθέσεις, αλλά κοινή προσπάθεια για συμβιβασμούς, που γεννούν οι προτεραιότητες πολλών μονοπωλιακών ομίλων.
Διαπιστώσεις που συνιστούν εργαλείο εφαρμογής πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα
Ο ΟΟΣΑ, επίσης, επισημαίνει ότι οι μισθοί των εργαζομένων παραμένουν ιδιαίτερα «χαμηλοί» και σε αυτά τα επίπεδα αναμένεται να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη. Οπως αναφέρει συγκεκριμένα, «με την παγκόσμια οικονομία να παραμένει "κολλημένη" στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης, απαιτείται βελτίωση των δεξιοτήτων και παραπέρα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης».
Οσο κι αν το ζήτημα της «βελτίωσης δεξιοτήτων» παρουσιάζεται ως στοιχείο που επιδρά στο ύψος των μισθών, αυτό που κρύβουν είναι ότι οι μισθοί μειώνονται και παραμένουν χαμηλοί ως ένας παράγοντας αύξησης του ποσοστού κέρδους.
Γι' αυτό, παρά το γεγονός ότι στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει τα χαμηλά επίπεδα μισθών και την επιδείνωση των όρων εργασίας μέσα από τους δείκτες μέτρησης της «ποιότητας εργασίας» που παρουσιάζει - και ορισμένες φορές οι συντάκτες της δείχνουν πως... λυπούνται γι' αυτά τα δεινά των εργαζομένων - επιμένει πως η περαιτέρω μείωση του μισθολογικού κόστους ενισχύει την «ανταγωνιστικότητα των οικονομιών». Ετσι προτρέπει τα κράτη, ειδικά εκείνα που εμφανίζουν υψηλά ελλείμματα και είναι ενταγμένα σε κάποια νομισματική ένωση, να προβούν σε μεταρρυθμίσεις τέτοιες που και θα περιορίζουν γενικά το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, αλλά και ειδικότερα να εφαρμόσουν πολιτικές συγκράτησης των μισθών.
Ειδικότερα, συνολικά στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ υπολογίζεται ότι περίπου 39 εκατ. άνθρωποι παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας, 6,3 εκατ. περισσότεροι από την έναρξη της κρίσης. Το ποσοστό ανεργίας κατά μέσο όρο στις χώρες - μέλη του Οργανισμού βρίσκεται σήμερα στο 6,4%, από 5,6% που ήταν το 2007, ενώ προβλέπεται να μειωθεί στο 6,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2017. Επίσης, περίπου ο ένας στους τρεις ανέργους, περίπου 13,5 εκατ. άνθρωποι, βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας περισσότερο από 12 μήνες, αύξηση της τάξης του 54,6% συγκριτικά με τα τέλη του 2007. Περισσότεροι από τους μισούς μακροχρόνια ανέργους βρίσκονται εκτός εργασίας για πάνω από δύο χρόνια, που σημαίνει ότι απέχουν λίγο από το να θεωρηθούν εντελώς εκτός «εργατικού δυναμικού», δηλαδή άνθρωποι που εάν παραμείνουν λίγο ακόμη χρονικό διάστημα σε αυτήν την κατάσταση, δεν θα έχουν καμία ελπίδα να αρχίσουν ξανά να εργάζονται.
Την ίδια στιγμή, ενισχύεται η περιστασιακή εργασία και η ημιαπασχόληση. Πιο συγκεκριμένα, περιστασιακά απασχολείται το 25% των νέων μεταξύ 15 και 24 ετών και το 9,5% των εργαζομένων μεταξύ 25 και 54 ετών, ενώ η ημιαπασχόληση, δηλαδή η εργασία κάτω των 30 ωρών τη βδομάδα, έχει αυξηθεί στο 16,8% επί του συνολικού εργατικού δυναμικού το 2015, από 15,4% που ήταν το 2007. (Η ευελιξία που αναφέραμε στην αρχή, μέσω της οποίας μειώνουν στατιστικά και όχι πραγματικά την ανεργία).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το στοιχείο που δείχνει αύξηση του ποσοστού των νέων που ούτε εργάζονται αλλά ούτε και σπουδάζουν ή λαμβάνουν κάποιου άλλου είδους τεχνική εκπαίδευση. Το 2015, το 15% των νέων μεταξύ 15-29 ετών στις χώρες του ΟΟΣΑ ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία, από 13,5% που ήταν το ποσοστό τους στα τέλη του 2007, με τις σημαντικότερες αυξήσεις να παρατηρούνται σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία και Ισπανία. Το 38% αυτών των νέων δεν έχουν φοιτήσει στο Λύκειο, ενώ το 1/3 εξ αυτών ζει σε νοικοκυριό που δεν έχει ούτε έναν εργαζόμενο.
Από την άλλη μεριά, ακόμη και αυτή η χαμηλόμισθη απασχόληση δεν έχει επανέλθει για όλα τα κράτη - μέλη του Οργανισμού, παρά μόνο ως μέσος όρος, έτσι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, στη Γερμανία, τη Χιλή και την Τουρκία η απασχόληση όχι μόνο έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2007, αλλά είναι αυξημένη και κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιρλανδία διατηρείται ακόμη μεγάλη απόσταση. Ως προς τα ποσοστά, τα τρία κράτη με την υψηλότερη ανεργία είναι η Ελλάδα (24,2%), η Ισπανία (20,1%) και η Πορτογαλία (12%) και αυτά με τη χαμηλότερη είναι η Ισλανδία (3,1%), η Ιαπωνία (3,2%), η Κορέα (3,7%), η Γερμανία (4,3%) και η ΗΠΑ (4,9%).
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η μεταστροφή από την παραγωγή εμπορευμάτων στις υπηρεσίες συνεχίζεται. Κατά μ.ο. ιδιαίτερα ο κατασκευαστικός και ο κλάδος της βιομηχανίας αφορούσαν το 79% της συνολικής απώλειας θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Την ίδια στιγμή, το σημαντικότερο τμήμα των νέων θέσεων εργασίας προήλθε από τον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι στις Κατασκευές και τη Βιομηχανία να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επανεισόδου στην αγορά εργασίας ή να αμείβονται με χαμηλούς μισθούς, εξαιτίας της έλλειψης των δεξιοτήτων που απαιτούν οι νέες θέσεις εργασίας που βρήκαν. Στην έκθεση θεωρείται, επίσης, μάλλον απίθανο οι εργαζόμενοι ειδικά στις Κατασκευές να ξαναβρούν δουλειά στον κλάδο τους, σε μια σειρά από χώρες όπου πριν από την κρίση είχε σημειωθεί οικοδομική «έκρηξη» παράλληλα με τη διόγκωση των τιμών των ακινήτων.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας επιδρούν και στη συμπίεση των μισθών, οι οποίοι έχουν μειωθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της κρίσης, κυρίως σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιαπωνία, Πορτογαλία, Ισπανία και τις χώρες της Βαλτικής, με το σημερινό τους επίπεδο να είναι μειωμένο κατά 20% μ.ο. σε σχέση με το 2007. Ωστόσο και στις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, το διάστημα 2008-2015, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μισθών συγκριτικά με την οκταετία 2000-2007 και συνυπολογίζοντας τις συνολικές οικονομικές επιβαρύνσεις του εργατικού εισοδήματος, ο πραγματικός μισθός των εργαζομένων παραμένει στην καλύτερη περίπτωση «παγωμένος», αν όχι επίσης μειωμένος.
Ωστόσο, επισημαίνει ότι η συγκράτηση των μισθών αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας στις χώρες που το μισθολογικό τους κόστος ξεπερνά εκείνο των εμπορικών τους εταίρων. (Ετσι μετρούν οι καπιταλιστές την πληρωμή της εργατικής δύναμης, ως κόστος, ενώ είναι αυτή που παράγει τον πλούτο, τα κέρδη τους, άρα δεν είναι κόστος, το αντίθετο). Προτείνει, μάλιστα, στις χώρες που ανήκουν σε κάποια νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη, να συνεχίσουν να εξετάζουν (και να εφαρμόζουν) τρόπους περαιτέρω περιορισμού του μισθολογικού κόστους. Υπογραμμίζει, ακόμη, πως η εσωτερική υποτίμηση μισθών μπορεί να βοηθήσει στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε χώρες με χρόνια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και προτείνει μια μεγάλη ανακατανομή εργατικού δυναμικού, παράλληλα με αναδιαρθρώσεις στην οικονομία, από τομείς που πλήττονται από τις εισαγωγές φτηνών ανταγωνιστικών προϊόντων σε άλλους που μπορούν να έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
Ενδεικτικά, στην έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνεται πως στην Τσεχία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και το Ηνωμένο Βασίλειο το ωρομίσθιο είναι σήμερα κατά 25% μικρότερο απ' ό,τι θα ήταν εάν συνέχιζαν οι ρυθμοί αύξησης που παρατηρούνταν την οκταετία 2000-2008. Απογοητευτικά είναι, επίσης, και τα στοιχεία σχετικά με το βαθμό ικανοποίησης όσων εργάζονται από τις συνθήκες εργασίας τους, με τα ποσοστά να έχουν πιάσει ιστορικά χαμηλά στο σύνολο των χωρών.
Η κατάσταση αυτή, που δεν μπορεί φυσικά να κρυφτεί πίσω από μια επίπλαστη «ανάκαμψη» της αγοράς εργασίας που αποτυπώνουν οι αριθμοί, δημιουργεί ανησυχία στους κυρίαρχους αστικούς κύκλους, ανησυχία που εκφράζει αρκετά γλαφυρά ο πρόεδρος του Οργανισμού, Α. Γκουρία, στη δήλωσή του: «Οι περισσότεροι εργαζόμενοι νιώθουν ότι βρίσκονται σε χειρότερη θέση απ' ό,τι ήταν πριν την έναρξη της κρίσης. Ανησυχούν για την εργασιακή ανασφάλεια και τη χαμηλή ποιότητα της εργασίας τους. Χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των πολιτικών να δρουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Αυτά τα αισθήματα θρέφουν το λαϊκισμό, ο οποίος αναπτύσσεται σε πολλές χώρες και υπονομεύει την πορεία μας προς πιο περιεκτικές, φιλελεύθερες και ανοιχτές κοινωνίες και οικονομίες. Και αυτό είναι ένα κόστος που δεν μπορούμε να καταβάλλουμε»...
Το ερώτημα, βέβαια, είναι με ποιο τρόπο θα μπορέσει ο καπιταλισμός να εξαλείψει ή έστω να περιορίσει σημαντικά την ανεργία, την ημιαπασχόληση και τους χαμηλούς μισθούς, φαινόμενα δηλαδή που ακολουθούν το σύστημα από τότε που κυριάρχησε. Το σίγουρο είναι ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προτείνουν οι αστοί οικονομολόγοι ως αντίδοτο, στην πραγματικότητα επιτείνουν και διογκώνουν ακόμη περισσότερο τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, αφού αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Είναι διαδικασία που εντείνει τα βάσανα των εργαζομένων, που δεν έχουν άλλο μέσο να τα εμποδίσουν, να έχουν κάποιες κατακτήσεις σ' αυτό το σύστημα από την πάλη για την ικανοποίηση όλων των αναγκών τους, οργανώνοντάς την όμως σε αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, με τελικό στόχο την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου για την εργατική - λαϊκή εξουσία και οικονομία, που θα δημιουργήσει τις συνθήκες εξάλειψης της ανεργίας, ενώ θα ικανοποιεί όλες τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες.
Τις ίδιες μέρες που έγινε η 18η Σύνοδος Κορυφής, πραγματοποιήθηκε και η 11η Επιχειρηματική Σύνοδος ΕΕ - Κίνας, με πάνω από 600 συμμετοχές στις οποίες ξεχώρισε η παρουσία εκπροσώπων ευρωπαϊκών και κινεζικών εταιρειών. Μεταξύ άλλων πήραν μέρος στελέχη από κινεζικούς Ομίλους όπως η «Sinomach» (Σινομακ) που κατασκευάζει μηχανολογικό εξοπλισμό και CNBM, που ασχολείται με την παραγωγή τσιμέντου και άλλων οικοδομικών υλικών. Ακόμα, στελέχη από το γερμανικό κολοσσό συμβουλευτικής στήριξης επενδυτών «Roland Berger» (Ρόλαντ Μπέργκερ), τη φινλανδέζικη αεροπορική εταιρεία «Finn Air» («Φιν Εϊρ»), την επίσης γερμανική SAP από το χώρο της πληροφορικής, τη γαλλική «Societe Generale» («Σοσιετέ Ζενεράλ»), την Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών κ.τ.λ.
Και σε αυτήν τη συνάντηση αναδείχτηκε η αυξανόμενη σημασία που η Κίνα αποκτά για την ευρωπαϊκή αγορά, καταρχάς από την επισήμανση που έκανε ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ που ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «για πρώτη φορά το 2015 οι επενδύσεις των κινεζικών επιχειρήσεων ήταν πιο σημαντικές στην Ευρώπη από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα πρώτα στοιχεία για το 2016 επιβεβαιώνουν αυτή την επιτάχυνση των κινεζικών επενδύσεων. Ορισμενοι στην Ευρώπη ανησυχούν για αυτό. Εγώ θεωρώ ότι πρέπει να συγχαρούμε τις εξελίξεις, από τη στιγμή που οι επενδύσεις σέβονται την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η διαχείριση των πιθανών επενδύσεων αποκτά προφανώς μια σημασία καθόλου αμελητέα».
Το θέμα της επιχειρηματικής Συνόδου ήταν οι «Αναδυόμενες ευκαιρίες για την ολοκληρωμένη συνεργασία στο μεταβαλλόμενο βιομηχανικό πεδίο» και η συζήτηση χωρίστηκε σε τρεις βασικές θεματικές. Τη «νέα βιομηχανική επανάσταση», τις «επενδύσεις» και τη «συνδεσιμότητα», όπου, μεταξύ άλλων, δόθηκε βάρος και σε ευκαιρίες που διαμορφώνει η εποχή της λεγόμενης «Πράσινης Ανάπτυξης», δηλαδή η «στροφή» σε νέες μορφές Ενέργειας που εκτός των άλλων σημαίνει νέα δεδομένα για την παραγωγή μέσων παραγωγής, δίνοντας λύσεις για πολλά υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια και νέα ορμή στη δράση μονοπωλίων σε μια σειρά τομείς της βιομηχανικής παραγωγής.
Βεβαίως, από τη συζήτηση δεν έλειψαν και οι γκρίνιες, καθώς η σύναψη «συνεργασιών» δε σημαίνει ότι ακυρώνονται τα αυτοτελή συμφέροντα κάθε πλευράς, όπως οι ανταγωνισμοί. Ετσι, μεταφέροντας την ανησυχία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ο Γιούνκερ ανέλαβε να επισημάνει ξανά ότι η κινεζική υπερπαραγωγή χάλυβα αποτελεί ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην «επίπονη προσαρμογή» που έγινε στις ευρωπαϊκές χαλυβουργίες τις προηγούμενες δεκαετίες (εννοώντας τη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου στον κλάδο που οδήγησε σε αρκετά «λουκέτα» και απολύσεις) και εξηγώντας ότι «δείχνω κατανόηση για τα προβλήματα των Κινέζων φίλων μας σχετικά με τη μείωση της παραγωγής χάλυβα, συμπληρώνοντας πάντως πως «όταν λέμε ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι κανόνες της αγοράς πρέπει να εφαρμοστούν, οι Κινέζοι γνωρίζουν ότι αυτό, με συγκεκριμένους όρους, σημαίνει το κλείσιμο μονάδων παραγωγής χάλυβα». Φυσικά, μέλημα των Βρυξελλών είναι πώς θα περιοριστεί η πίεση στις ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου που βλέπουν την «ανταγωνιστικότητά» του να επηρεάζεται δραστικά.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι προβληματισμό γεννά στην ΕΕ και το επίπεδο ρεκόρ των 180 δισ. ευρώ στο οποίο έφτασε πέρυσι το έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου με την Κίνα. Φινλανδία και Γερμανία ήταν τα μοναδικά μέλη της ΕΕ είχαν πλεονασματικό ισοζύγιο, ενώ Ολλανδία και Βρετανία είχαν τα μεγαλύτερα ελλείμματα.
Η ΕΕ «ανυπομονεί να συνεργαστεί στενά με την Κίνα για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων και προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική»
Στην παρέμβαση που έκανε στη Σύνοδο, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τόνισε: «Η σημερινή συνάντηση μας δίνει την ευκαιρία να επιδείξουμε τη δύναμη της Στρατηγικής μας Εταιρικής Σχέσης. Ειδικά σε αυτή τη γεμάτη δοκιμασίες σημερινή περίοδο, καθώς ΕΕ και Κίνα έχουν και οι δύο μερίδιο η μία στην επιτυχία της άλλης... Ως δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, ΕΕ και Κίνα έχουν σημαντικό μερίδιο, όπως και ευθύνη, στη διασφάλιση της ανάπτυξης και της σταθερότητας της παγκόσμιας οικονομίας». Ο ίδιος πρόσθεσε ακόμα πως «η ΕΕ ανυπομονεί να συνεργαστεί στενά με την Κίνα για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων και προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική. Πρέπει να αναπτύξουμε όλα τα υπάρχοντα κανάλια (συνεργασίας) σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, όπως τα Ηνωμένα Εθνη και τους "G20". Με βάση τη θετική εμπειρία από τις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να συνεισφέρουμε για την ειρήνη και την ευημερία στον κόσμο, ειδικά σε Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν ή και την Αφρική».
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην κατάσταση στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, για την οποία οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Διαρκούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης έχουν προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση της Κίνας. «Η βασισμένη στους κανόνες διεθνής τάξη είναι προς το κοινό συμφέρον μας και τόσο η Κίνα όσο και η ΕΕ πρέπει να την περιφρουρήσουν», ανέφερε, επιλέγοντας μια επισήμανση που χωρά διάφορες ερμηνείες, με δεδομένο ότι οι «κανόνες» στη σημερινή ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων γράφονται, ερμηνεύονται και ξαναγράφονται με βάση το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Από τη μεριά του, ο Κινέζος πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ, επιδοκίμασε τη «στενή επικοινωνία» και την «καλή συνεργασία» που οι δύο πλευρές επέδειξαν από την προηγούμενη Σύνοδο Κορυφής, «ως δύο ισχυρές δυνάμεις που διαφυλάττουν την παγκόσμια ειρήνη και ανάπτυξη... στέλνοντας ένα θετικό σήμα στον κόσμο...».
Η Σύνοδος ανέδειξε ότι η λυκοσυμμαχία των Βρυξελλών υποστηρίζει σήμερα τη μεγαλύτερη «ενεργοποίηση» της Κίνας στην επίλυση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτική είναι η Κοινή Ανακοίνωση που εξέδωσαν με ημερομηνία 22 Ιούνη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Υπατη Αντιπροσωπεία της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με «Στοιχεία για μια νέα Στρατηγική της ΕΕ για την Κίνα». Το κείμενο δόθηκε στη δημοσιότητα λίγο πριν τη Σύνοδο στο Πεκίνο και καταγράφει καθαρά την επιλογή της ΕΕ να επενδύει στην πιο δραστήρια εμπλοκή της Κίνας σε διεθνή ζητήματα.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Εντοπίζοντας κοινά συμφέροντα στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια» αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η Κίνα θεωρεί πως μετατοπίζεται από την προηγούμενη παθητική της συμμετοχή στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στις διεθνείς σχέσεις σύμφωνα με το οικονομικό της μέγεθος. Σε αντιστοιχία με τα διευρυνόμενα συμφέροντά της, οι ορίζοντες της Κίνας έχουν επεκταθεί πέρα από τη γειτονιά της. Μια συγκέντρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την ΕΕ ως ένας πιο ισορροπημένος εταίρος σε έναν πολυπολικό κόσμο, αν και η ασφάλεια στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού θα παραμείνει πρόκληση υπό το φως της αυξανόμενης αυτοπεποίθησης της Κίνας. Πίσω από την πρωτοβουλία "Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος" (σ.σ. Πρόκειται για το σχέδιο «One Belt, One Road» που αφορά νέους εμπορικούς και ενεργειακούς διαδρόμους μεταξύ Ανατολής - Δύσης) κρύβονται μεγάλες οικονομικές και εγχώριες θεωρήσεις, αλλά θα υπάρξουν και μέγιστες γεωστρατηγικές συνέπειες. Η Κίνα έχει τώρα καλούς λόγους για περισσότερη ενεργό συμμετοχή στην παγκόσμια διακυβέρνηση και ασφάλεια, και σε θέματα άμυνας». Και αφού αναγνωρίζεται ότι το Πεκίνο αποκτά αντικειμενικά όλο και μεγαλύτερο ρόλο και λόγο στις διεθνείς εξελίξεις, οι Βρυξέλλες καταρτίζουν τις δικές τους κινήσεις:
«Πρόκληση και ευκαιρία για την ΕΕ είναι να στρέψουν τη συμμετοχή της Κίνας σε θετικά πεδία όπως η συνεργασία για την ειρήνη στην Αφρική (σ.σ. μια ακόμα περιοχή του πλανήτη όπου βαφτίζονται «ειρηνευτικές επιχειρήσεις» οι στρατιωτικές αποστολές που ανοίγουν δρόμο στα μονοπώλια) και η εκπλήρωση των καθηκόντων που υπάρχουν για όποιον γίνεται παγκόσμια δύναμη (π.χ. στη Μέση Ανατολή)». Επίσης, τονίζεται ότι «ένας βαθύτερος διάλογος με την Κίνα για την επενδυτική συνεργασία σε χώρες κοινού ενδιαφέροντος θα αντανακλούσε και την αυξανόμενη χρηματοπιστωτική ανάμειξη της Κίνας σε πολλές χώρες που επίσης είναι εταίροι και της ΕΕ».
Ενώ στη συνέχεια, καθαρά και ξάστερα, η ΕΕ επισημαίνει (οι επισημάνσεις δικές μας): «Η ΕΕ θα πρέπει να επιζητήσει μια ευρύτερη κοινή ατζέντα εξωτερικής πολιτικής με την Κίνα βασισμένη στην ενθάρρυνση της εποικοδομητικής και ενεργού συμμετοχής της Κίνας στην παροχή ασφάλειας ως ένα παγκόσμιο δημόσιο αγαθό. Η Κίνα θα πρέπει να ενθαρρυνθεί για να συμμετέχει διαρκώς σε διαδικασίες επίλυσης διεθνών συγκρούσεων προς εκπλήρωση και των ευθυνών της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Μάλιστα, ειδικά η Αφρική ξεχωρίζει σε σημασία ως περιοχή που η ΕΕ επιζητά τη συνεργασία της Κίνας αφού μεταξύ άλλων υπογραμμίζεται: «Αυτό που συχνά εκλαμβάνεται ως ανταγωνισμός ΕΕ - Κίνας πρέπει να μετατραπεί σε μεγαλύτερη συνεργασία για τη διευθέτηση κρίσεων (είτε τοπικά είτε σε πολυμερή φόρουμ όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ), οικοδομώντας την ειρήνη στην Αφρική και τις ικανότητες ασφαλείας (της ηπείρου), δίνοντας ώθηση σε ένα βελτιωμένο οικονομικό περιβάλλον, όπως και για το παγκόσμιο κοινό όφελος, ειδικά όσον αφορά το περιβάλλον και τους ωκεανούς. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να εργαστεί με την Κίνα για να βελτιώσει τη δέουσα επιμέλεια για τα ορυκτά από τις περιοχές που έχουν επηρεαστεί από συγκρούσεις και άλλους κινδύνους».
Ολα αυτά, βεβαίως, είναι εκφράσεις και απόρροια των συνεπειών της κρίσης και της πολιτικής εξόδου απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, που τελικά πληρώνουν με απώλεια δικαιωμάτων και περικοπές όλοι οι λαοί των χωρών - μελών της ΕΕ, ανεξάρτητα από το εάν τα καπιταλιστικά κράτη έχουν μνημόνιο, από το πόσο μεγάλο είναι το δημόσιο χρέος ή τι μείγμα αστικής διαχείρισης εφαρμόζεται. Ειδικά οι εκκλήσεις για «χαλάρωση της λιτότητας» που προβάλλουν η Πορτογαλία, η Γαλλία και η ελληνική «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όσο κι αν παρουσιάζονται ως δήθεν «αγωνία» για την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή των αξιώσεων των αστικών τάξεων, των κεφαλαιοκρατών μέσω του πολιτικού τους προσωπικού, για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις της κρίσης και να «ρεύσει» ζεστό χρήμα για ένα νέο κύκλο κερδοφορίας. Που, βεβαίως, θα «πατήσει» στα ερείπια των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.
Η απόφαση του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (ΕΚΟΦΙΝ), όπου φυσικά συμμετείχε και ο Ελληνας υπουργός, Ευ. Τσακαλώτος, την Τετάρτη, να δώσουν το «πράσινο φως» για την επιβολή κυρώσεων σε Πορτογαλία και Ισπανία, είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία που ακολουθείται για πρώτη ουσιαστικά φορά (τουλάχιστον ως απειλή, που μένει να φανεί πώς θα εκδηλωθεί), αλλά όπως αναφέραμε παραπάνω είναι έκφραση της όξυνσης των αντιθέσεων στη λυκοσυμμαχία του κεφαλαίου, στο οικοδόμημα της ΕΕ, που και η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από αυτό, το επιβεβαιώνει επίσης. Είναι όμως και «προειδοποιητική βολή» για τον περιορισμό - υποτίθεται - του «ιού» και σε άλλες χώρες και για ...φρονηματισμό. Ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, όπως και η ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης στο κεφάλαιο για επενδύσεις, που δυσκολεύει τη συμμόρφωση με τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας στο έλλειμμα και στο κρατικό χρέος ή ακόμη και οι τεράστιες δυσκολίες για ορισμένες χώρες να επιβάλουν νέα βαριά φορολογία στο λαό και περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό.
Στο ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ, σημειώνεται ότι οι δύο χώρες δεν θα μειώσουν τα ελλείμματά τους κάτω του 3% που προβλέπεται από την ΕΕ, μέχρι την προθεσμία που έχει τεθεί, και διαπιστώνεται ότι «η δημοσιονομική προσπάθεια ήταν κατά πολύ κατώτερη αυτού που είχε προταθεί». Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η μεν Πορτογαλία έχει έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2015 4,2% του ΑΕΠ και η δε Ισπανία 5,1% του ΑΕΠ.
Ετσι, η εν λόγω απόφαση δεν ήρθε ως «κεραυνός εν αιθρία», άλλα προετοιμάζονταν εδώ και καιρό. Με βάση το τυπικό, οι κυρώσεις για το υπερβολικό έλλειμμα στηρίζονται στο άρθρο 126 (παρ. 8) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα σε 20 μέρες να προτείνει περαιτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου για την επιβολή προστίμων, τα οποία θα ανέρχονται στο 0,2% του ΑΕΠ. Αφήνεται, βεβαίως, η δυνατότητα σε Πορτογαλία και Ισπανία, αν μπορέσουν να υποβάλουν αιτιολογημένα αιτήματα μέσα σε 10 μέρες, να μειωθούν περισσότερο τα πρόστιμα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Γάλλου Ευρωπαίου Επίτροπου Πιέρ Μοσκοβισί, που (προφανώς επιδιώκοντας να ...φυλάξει τα «νώτα» του, αφού και η κατάσταση της γαλλικής οικονομίας δεν είναι καλή) σημείωσε ότι «είναι πιθανό οι κυρώσεις αυτές να ισοδυναμούν με μηδέν, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας θα μας δώσουν τις απαντήσεις που περιμένουμε ως προς το πώς θα μειώσουν τα ελλείμματά τους», δηλαδή βλέπε νέα αντιλαϊκά μέτρα και περικοπές.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση των υπουργών Οικονομικών προκάλεσε τις αντιδράσεις των αστικών κυβερνήσεων των δύο χωρών της Ιβηρικής. Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα (με τη στήριξη και του Πορτογαλικού ΚΚ στο όνομα μιας «αριστερής διαχείρισης» του καπιταλισμού), είχε ήδη από τις 7 Ιούλη προειδοποιήσει ότι «εάν οι Βρυξέλλες εφαρμόσουν κυρώσεις κατά της Λισαβόνας εξαιτίας των δημοσιονομικών παρεκκλίσεων, είναι πιθανόν να υπάρξει κύμα ευρωσκεπτικισμού στη χώρα». Είχε πει χαρακτηριστικά:
«Οι κυρώσεις δεν θα γίνουν κατανοητές από τον πορτογαλικό λαό, που πέρασε μία σοβαρή οικονομική ύφεση και επιβαρύνθηκε με μέτρα λιτότητας, και θα υπάρξει κίνδυνος να αναπτυχθούν αντιευρωπαϊκά αισθήματα». Μάλιστα, το συνέδεσε με «το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις επιπτώσεις του στην Ευρωπαϊκή Ενωση», ζητώντας «ευελιξία», στην πραγματικότητα για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του πορτογαλικού κεφαλαίου που χάνει στον ανταγωνισμό.
Επίσης, σε πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με το πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα, αναφερόταν ότι αυτό «συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα δύσκολο περιβάλλον» και συμπληρωνόταν ότι «οι τράπεζες έχουν ρευστότητα, αλλά η αδύναμη ποιότητα ενεργητικού, τα χαμηλά περιθώρια επιτοκίων, καθώς και υποτονική αύξηση των χορηγήσεων, παραμένουν τροχοπέδη για την κερδοφορία τους. Η διαδικασία της εξυγίανσης των ισολογισμών έχει προχωρήσει πολύ αργά, με ένα μεγάλο μερίδιο τραπεζικών assets να είναι ακόμα συνδεδεμένα με επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, περιορίζοντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα».
Επιπλέον, το δημόσιο χρέος είναι περίπου στο 130% του ΑΕΠ και ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι θα μπορούσε να παραμείνει πάνω από το 130% μέχρι το 2020 και ήδη εκφράζονται φόβοι ότι παρότι «βγήκε από το μνημόνιο» η χώρα (βλέπε οι κεφαλαιοκράτες), θα χρειαστούν νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Ενδεικτικό είναι και το «μίνι» διπλωματικό επεισόδειο της περασμένης βδομάδας, όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Πορτογαλίας κάλεσε τον πρεσβευτή της Γερμανίας και του επέδωσε διαμαρτυρία για τις δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στις 30 Ιούνη, περί ενός ενδεχόμενου νέου προγράμματος που θα συνοδεύεται από σκληρούς όρους. Η πορτογαλική κυβέρνηση είχε μιλήσει για «άδικες και μη φιλικές δηλώσεις». Βεβαίως, στη συνέχεια η υπόθεση «μαζεύτηκε» και από τις δύο πλευρές.
Σε ό,τι αφορά την ισπανική κυβέρνηση του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, που είναι υπηρεσιακή (από το Δεκέμβρη του 2015 και συνεχίζονται τα παζάρια για σχηματισμό νέας μετά τις εκλογές της 26ης Ιούνη) δια μέσω του υπουργού Οικονομικών, Λούις ντε Γκίντος, έσπευσε να δηλώσει ότι θα προτείνει μια αύξηση της φορολογίας, για μειωθεί το έλλειμμα το 2017 κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Γίνεται λόγος αρχικά για «φορολογία εταιρειών με δημοσιονομικό όφελος 6 δισ. ευρώ», αλλά είναι γνωστό ότι συνήθως τα βασικά ...υποζύγια που χαρατσώνονται είναι τα λαϊκά στρώματα. Με αυτό το σκεπτικό, η ισπανική κυβέρνηση απέστειλε αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περαιτέρω μείωση ή και ακύρωση των προστίμων, όπως επιβεβαίωσε την Πέμπτη εκπρόσωπος της Επιτροπής.
Πάντως, μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί και τα επιτελεία τους όπως η Barclays εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στην Πορτογαλία θα πέσει κάτω από το 1% το 2016, ενώ και η Citigroup στις αναλύσεις αναφέρει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από το Brexit θα χτυπήσουν πρώτα και κύρια τις χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, δηλαδή την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι ανεξάρτητα τού πού τελικά θα καταλήξουν οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στις αστικές κυβερνήσεις στην ΕΕ καθώς και οι σχεδιασμοί για την παραπέρα προοπτική του οικοδομήματος, τους πιθανούς ακόμα περισσότερους κλυδωνισμούς του στο μέλλον, οι λαοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από τις διακηρύξεις περί «αναβάπτισης της ΕΕ» ή την ανάγκη «να γίνει πιο ελκυστική στους λαούς» στο όνομα της «αντιμετώπισης του ευρωσκεπτικισμού». Φορείς αυτών των απόψεων είναι κυρίως οι κάθε κοπής σοσιαλδημοκράτες και οι νεόκοποι τύπου ΣΥΡΙΖΑ, που φαντασιώνονται έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό. Ομως η ένωση του κεφαλαίου από τα γεννοφάσκια της, τις ιδρυτικές αρχές της ήταν πάντα λυκοσυμμαχία καπιταλιστών. Δεν ...χάλασε στην πορεία, δεν αλλοιώθηκε ο χαρακτήρα της, δεν ...χάθηκε η αλληλεγγύη. Πάντα ήταν ιμπεριαλιστικός οργανισμός, που βεβαίως εξελίχτηκε, αλλά που πάντα ήταν εχθρικός για τα συμφέροντα όλων των λαών και των 6 ιδρυτικών χωρών που συγκρότησαν την Ενωση Χάλυβα και Ανθρακα και της ΕΕ των «28» ή «27». Γι' αυτό όσο πιο γρήγορα οι λαοί απεγκλωβιστούν από τις χίμαιρες και τις «εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις» που τους πλασάρουν οι αστοί και οι διάφοροι διαχειριστές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όπως γίνεται και στην Πορτογαλία, στην Ισπανία ή την Ελλάδα, τόσο πιο γρήγορα θα ανοίξουν το μόνο δρόμο που τους συμφέρει πραγματικά. Αυτόν της πάλης για τη ρήξη με την εξουσία του κεφαλαίου στη χώρα τους για την εργατική - λαϊκή εξουσία που θα αποδεσμεύσει τη χώρα από κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία και θα θέσει την οικονομία στην υπηρεσία της ικανοποίησης των σύγχρονων διευρυμένων λαϊκών αναγκών.