***
Η ζωή και το έργο της Μέλπως Αξιώτη που γεννήθηκε εδώ και 110 χρόνια αντανακλούν τις περιπέτειες ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού και των λογοτεχνών, καλύπτοντας μια οδυνηρή, αλλά και μεγαλειώδη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Στο τρίτο μυθιστόρημά της Εικοστός αιώνας που κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 1946 - λίγους μήνες δηλαδή πριν την αναγκαστική φυγή της για τη Γαλλία - αυτή η πορεία συμπυκνώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο πρόσωπο της Πολυξένης, μιας κοπέλας από φτωχή γειτονιά. Η Πολυξένη περνάει την τελευταία νύχτα της στο θάλαμο των μελλοθανάτων και αναπολεί όλη τη ζωή της: «Και τώρα έμενε μόνο μια νύχτα. Μια νύχτα σίγουρη. Ζωής» (σελ. 21). Ο αναγνώστης παρακολουθεί ουσιαστικά με μυθιστορηματική - αφηγηματική μορφή την πορεία του μεγαλύτερου μέρους του λαού από το 1916 μέχρι το 1946. Η Αξιώτη δίνει μέσα από την πιο απλή γραφή σπαρακτικά και διεισδυτικά το μεγαλείο των σεμνών, αθόρυβων ανθρώπων του λαού που φτάνουν σ' ένα πρωτόγνωρο ηθικό, αγωνιστικό ύψος από το οποίο «δύσκολο πια να χαμηλώσουν» σαν να πρόκειται για το πιο φυσιολογικό πράγμα. Κάπου στη γη, λοιπόν, «στο βόρειο ημισφαίριο, πάνω στο χάρτη της γης, στα Βαλκάνια, σ' εκείνη την άκρη που κρέμεται κάτω και λέγεται Ελλάδα, [...], δίπλα στη θάλασσα όπου πλέει η Σαλαμίνα, η Αίγινα, η Υδρα, τ' Ανάπλι, στο κέντρο, το σκόρπιο αυτό κουβάρι που κλώθει η ανέμη κι απλώνουνε οι δρόμοι, δηλαδή στην Αθήνα, ανάμεσα σε μια εκκλησιά και σ' ένα φαρμακείο. Εκεί γεννήθηκε η Πολυξένη» (σελ. 9).
Το Εικοστός αιώνας κυκλοφορεί στα γαλλικά το 1949 και θα γνωρίσει θρίαμβο. Στη Γαλλία η Αξιώτη θα αποκτήσει μεγάλη αναγνώριση, αλλά το Σεπτέμβρη του 1950 θα απελαθεί, όπως πολλοί κομμουνιστές διανοούμενοι διαφόρων εθνικοτήτων. H Αξιώτη θα περιγράψει στον Αραγκόν τον εξευτελιστικό (για τη Γαλλία) τρόπο με τον οποίο έγινε ο εκτοπισμός αυτός μετά από τη σύλληψή τους. Για το Εικοστός Αιώνας ο Στρατής Ζερμπίνης επισημαίνει: «Με τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου της η Μέλπω έγινε προσωπικότητα και τώρα μιλούν για την Ελλάδα πολύ πιο συχνά. Οι διανοούμενοι που κυβερνούν τον αριστερό Τύπο της Γαλλίας και που έδειχναν μεγάλη ψυχρότητα για το ελληνικό ζήτημα, τώρα άλλαξαν στάση και απ' αυτή την άποψη η παρουσία εδώ της Μέλπως είνε αναγκαία».1 Καθώς φαίνεται, μέσα στο παγκόσμιο αντικομμουνιστικό σενάριο που στηνόταν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η «δημοκρατική» Γαλλία δεν ανεχόταν αυτή τη φωνή της αλήθειας στα σπλάχνα της.
Ο Αραγκόν θα γράψει στο περιοδικό «Les Lettres Francaises» («Γαλλικά Γράμματα», 3-2-1949) σε άρθρο με τίτλο «Ενα βιβλίο όπως δεν υπάρχει άλλο: Εικοστός Αιώνας της Μέλπως Αξιώτη»: «Ενα βιβλίο μάς έρχεται από κει κάτω. Από αυτή τη χώρα του ήλιου, όπου ούτε το αρχαίο κάλλος, ούτε η σκιά του Παρθενώνα, ούτε το μαύρο πέταγμα των Ερινύων δίνουν σήμερα το νόημα και την ψυχή της ανθρώπινης τραγωδίας» και επίσης μιλάει για τον «φοβερώτερο έρωτα που βάσταξε η γη».1 Και ο Αντρέ Βιρμσέρ στο ίδιο περιοδικό στις 24-2-1949 σε άρθρο με τίτλο «Αυτοί που φέρνουν μαρτυρίες»: «Ολος ο ελληνικός λαός είναι εδώ, εικονογραφημένος με σπαρακτική τρυφερότητα: η Ακρόπολη και οι τρώγλες, η δικτατορία και η αντίσταση, τα ρεφρέν των πλανόδιων μικροπωλητών και τα μουσεία που έχουν μετατραπεί σε χειρουργεία, η ελπίδα πάντα ηττημένη και πάντα αναγεννώμενη, ακατανίκητη, η κόλαση των νησιών της εξορίας, οι παράνομοι, οι φτωχοί».1 Και ο Κλοντ Ρουά στο περιοδικό «Ευρώπη» το Φλεβάρη του 1949, με τίτλο «Δοκίμιο για την άγνοιά μου σχετικά με την Ελλάδα»: «Η σύγχρονη Ελλάδα με τον Εικοστό Αιώνα της κυρίας Μέλπως Αξιώτη... δεν είναι μια φιλολογική αναλογία, μια αναλογία απλώς τυπική που συνδέει τη Μέλπω Αξιώτη με τους αρχαίους της προγόνους της Ελλάδας. Οταν ο Αιμίλιος λέει στην Πολυξένη ότι σε αυτήν βρήκε τη ζωή του, όταν οι εραστές χωρίζονται για να πάνε να ξαναπάρουν τη θέση τους στον παράνομο αγώνα, δεν είναι γιατί η Μέλπω Αξιώτη σκέφτηκε, όπως σκεφτόμαστε εμείς, την Ανδρομάχη και τον Εκτορα, αλλά επειδή απλώς, με το να διηγείται το αληθινό, ξαναβρήκε και την αλήθεια του Ομήρου».1 Είναι κι άλλες επαινετικές κριτικές χαρακτηριστικές για τις προσλαμβάνουσες των δυτικοευρωπαίων ανθρώπων των Γραμμάτων, από τις οποίες όμως λείπει το κοινωνικοπολιτικό μήνυμα του «φοβερώτερου αυτού έρωτα». Η Μέλπω Αξιώτη, βλέποντάς το, σε μια επιστολή της που χρονολογείται στις 24-3-1949, θα πει λακωνικά σχετικά με το θέμα αυτό: «Εσωκλείστως θα βρήτε τις κριτικές που βγήκαν ως τώρα, είνε και πολλές άλλες έτοιμες. Θυμήθηκαν τον Ομηρο και το Δημοσθένη, μα αφού αυτό τους αρέσει, δε μας πειράζει».1
Στο παραπάνω σημείωμα η Αξιώτη τονίζει επίσης: «Ομως το πιο σημαντικό είνε ότι το βιβλίο είχε γενικώτερο αντίχτυπο απάνω στο ελληνικό πρόβλημα. Ο Aragon δεν ασχολιόταν ποτέ με την Ελλάδα, κι η γυναίκα του Ελσα Τριολέ, μούχε πει πως δεν μπορούν να γράφουν για χώρες άγνωστές τους. Το άρθρο που έκαμε ο Ar. στις Lettres Francaises για το βιβλίο θεωρήθηκε απ' τους Γάλλους απ' τα σημαντικώτερα που είχε κάμει ποτέ. Ετσι άλλαξε η κατάσταση. Τώρα ο τύπος έγινε ευμενής. Τα στοιχεία των διανοουμένων εξόριστων που είχα δώσει πριν 4 μήνες και δε θέλαν να τα βάλουν, τα δημοσίευσαν ολοσέλιδα όταν ο Wurmser έκαμε στις Lettres F. την κριτική του για το βιβλίο».1
Ο Αραγκόν και άλλοι τονίζουν τον έρωτα του Αιμίλιου και της Πολυξένης. Δεν τόνισαν όμως, ότι η κομμουνίστρια Πολυξένη παντρεύτηκε... τη γη: «Πρώτος την άγγιξε ο Αιμίλιος. Τώρα, τελευταίος, ο χάρος» μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα (σελ. 136). Χαρακτηριστικά για τη στάση αυτή είναι η απάντηση που δίνει η Πολυξένη σε μια συγκρατούμενη μελλοθάνατη που της λέει ότι δεν είναι συντρόφισσα, γιατί ποτέ δεν της άρεσαν τα κόμματα: «Δεν θα πεθάνεις σήμερα; [...] δεν είσαι έτοιμη να πεθάνεις;» « Ναι, [...] είμαι έτοιμη». «Κουτό, αυτό είναι το "συντρόφισσα"», [...]. « Αφού πεθαίνεις...» (σελ. 131).
Και η Ακρόπολη ενημερώνει το τεφτέρι της: «Στο βόρειο ημισφαίριο, εκείνη τη νύχτα, στο μέρος που λέγεται Ελλάδα, εκείνη τη νύχτα η Ακρόπολη έβγαλε πάλι το τεφτέρι της. Πρωτομαγιά, Δεκέμβρης, 1946 χρόνια σωστά ύστερα από το Χριστό, κάτω απ' τα πόδια μου...» (σελ. 170).
Παραπομπή:
1. Τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στο Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947 - 1955 των Αννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη (εκδόσεις «Θεμέλιο»), στις σελίδες 38-43.