Από τη συμμετοχή των κινηματογραφιστών στην πανεργατική απεργία της περασμένης Πέμπτης |
Η υποχρηματοδότηση, βέβαια, που είναι οξυμένο και βασικό πρόβλημα, αποτελεί ουσιαστικά την κορυφή του παγόβουνου. Αυτό φαίνεται και από την ψήφιση, πριν από λίγες μέρες, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου για τις τηλεοπτικές άδειες, κι ενός κεφαλαίου που αναφέρεται στη δημιουργία του «Εθνικού Κέντρου οπτικοακουστικών μέσων και επικοινωνίας ΑΕ» (ΕΚΟΜΕ). Οπως δείχνει και αυτή η εξέλιξη, το κύριο είναι ότι η χρόνια κρατική υποχρηματοδότηση των δημιουργών στρώνει μεθοδικά το δρόμο για τη «σωτήρια» επέλαση του ιδιωτικού κεφαλαίου στην κινηματογραφική παραγωγή, σε όλα τα επίπεδα. Η στόχευση αυτή του κεφαλαίου ντύνεται βέβαια, όπως και σε άλλους τομείς, και με τον απαραίτητο ιδεολογικο-πολιτικό φερετζέ περί «κρατικοδίαιτων δημιουργών», «ανταγωνισμού που δυναμώνει την ποιότητα του κινηματογραφικού έργου» κ.ο.κ.
Ενδεικτικό για τα παραπάνω είναι κι ένα πρόσφατο (12/11/2015) ρεπορτάζ της «Καθημερινής» από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τον εύγλωττο τίτλο «Πώς θα έρθουν οι επενδυτές...». Οπως μαθαίνουμε, ο κ. Μπογιάρ, διευθύνων σύμβουλος της ευρωπαϊκής εταιρείας «Peaceful Fish», είπε σε μια σχετική συζήτηση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ: «Ο ανταγωνισμός στον κινηματογραφικό χώρο της Ευρώπης είναι μεγάλος. Αν δεν προσφέρετε κάτι παραπάνω, δεν θα είστε ψηλά στη λίστα των επενδυτών». Μάλιστα, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, διευκρίνισε ότι «βασικά αναπτυξιακά εργαλεία είναι οι φοροαπαλλαγές, ωστόσο κλειδιά αποτελούν συμπαραγωγές και συνέργειες φορέων, πρόσβαση σε δημόσια κονδύλια, χρηματοδότηση από τηλεοπτικούς σταθμούς, σύνδεση τουρισμού - κινηματογράφου», νέα δηλαδή οικονομικά κίνητρα στους μεγαλέμπορους του οπτικοακουστικού. Αλλά και ο κ. Καραντινάκης του ΕΚΚ, στην ίδια συζήτηση, αναφέρθηκε όπως μαθαίνουμε στα «ανταποδοτικά οφέλη» (για ποιον άραγε;) από την προσέλκυση επενδύσεων στον κινηματογράφο σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδας και του Ιδρύματος Ωνάση...
Τι προκύπτει και από τα παραπάνω; Οτι η επέλαση του κεφαλαίου που σηματοδοτείται και με τις σημερινές αποφάσεις, όπως και με τον προηγούμενο «νόμο Γερουλάνου» (3905/2010), εντάσσεται οργανικά στην ευρωενωσιακή στρατηγική του κεφαλαίου που, ειδικά για τον κινηματογράφο - ή πιο σωστά τον οπτικοακουστικό τομέα - προβλέπει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση, τη δημιουργία μιας μεγάλης καθετοποιημένης κινηματογραφικής βιομηχανίας και ενιαίας οπτικοακουστικής αγοράς, έτσι ώστε η ευρωπαϊκή «πολιτιστική βιομηχανία» να μπορεί να σταθεί στον αδυσώπητο οικονομικό πόλεμο, κυρίως με τις ΗΠΑ, για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, αλλά και ως συμπλήρωμα της «τουριστικής βιομηχανίας». Χαρακτηριστικά είναι π.χ. τα όσα έλεγε το 2010 ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Γερουλάνος, κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου στο υπουργικό Συμβούλιο: «( κινηματογράφος) είναι ένας τομέας που δίνει υπεραξία στα προϊόντα μας και βεβαίως, συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική βιομηχανία (...) κάθε ταινία είναι μια επιχείρηση (...) είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας, της βιομηχανίας του πολιτισμού, που σήμερα καταγράφεται στην Ευρώπη ως η πιο γρήγορα ανερχόμενη ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα».
Είναι φανερό ότι στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής του κεφαλαίου διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την τεράστια πλειοψηφία των δημιουργών που καλούνται να υπηρετήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά και τους ιδεολογικούς - πολιτικούς του στόχους, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της «αγοράς που κρίνει». Θα προσπαθούν να τους ωθούν να δημιουργούν κινηματογράφο με περιεχόμενο που θα απαιτεί η κυρίαρχη ιδεολογία. Για να επιδρά η δημιουργία τους και στη διαμόρφωση ανάλογων συνειδήσεων.
Τη στρατηγική αυτή υπηρετεί και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που ταυτόχρονα δεν παραλείπει να καλλιεργήσει τον εφησυχασμό στους δημιουργούς με προκλητικές δηλώσεις όπως αυτή του χαιρετισμού που έστειλε ο υπουργός Πολιτισμού στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: «Η μείωση στα κονδύλια του ΥΠΠΟ, άρα και στην κρατική χρηματοδότηση του κινηματογράφου, διαμορφώνει μια άβολη (chic!) πραγματικότητα που θα πρέπει με στοχευμένες κινήσεις να ανατάξουμε. Εκείνο στο οποίο μπορούμε καταρχήν να δεσμευτούμε, είναι ότι θα αποκατασταθεί άμεσα η αδικία που συντελέστηκε με την αφαίρεση από τα κινηματογραφικά εισιτήρια του ποσοστού του φόρου που κατευθυνόταν στη στήριξη της ελληνικής κινηματογραφίας: ότι δηλαδή ίσο ποσό θα αποδοθεί στην ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής». Συμπερασματικά, ο υπουργός λέει ξεκάθαρα: Ο ειδικός φόρος δε θα επανέλθει! Οσο για το ισόποσο... κάτι από την κοροϊδία με τα «ισοδύναμα» μέτρα μάς θύμισε.
Οπως είναι φυσικό, οι εξελίξεις έχουν δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία στους κινηματογραφιστές. Χαρακτηριστική είναι και η Ανακοίνωση της «Δημοκρατικής Ενότητας Σκηνοθετών» που δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στο φύλλο της περασμένης Πέμπτης. Βέβαια, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, έστω και σύντομα, το ζήτημα δεν αφορά μόνο το σοβαρό θέμα της υποχρηματοδότησης, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αφορά την ανεδαφική υπεράσπιση μιας προηγούμενης κατάστασης που ανταποκρινόταν σε άλλες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής στον τομέα. Αντικειμενικά, οι εξελίξεις πρέπει να ανοίξουν μια ευρύτερη συζήτηση για τους δρόμους που ανοίγονται στην ανάπτυξη του κινηματογράφου. Ο ένας είναι ο σημερινός: Οι στόχοι της καπιταλιστικής πολιτιστικο-τουριστικής βιομηχανίας που αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο ως τομέα κερδοφορίας και ιδεολογικής - πολιτικής παρέμβασης και τους δημιουργούς ως κομμάτι αυτού του μηχανισμού. Ο άλλος αφορά στην αντιμετώπιση του κινηματογράφου ως ένα ισχυρό - και ίσως το πιο εκλαϊκευτικό και δυναμικό ανάμεσα στις τέχνες- μέσο γνώσης της πραγματικότητας και προτροπής για την αλλαγή της. Και μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί παρά να βάζει ως στόχο την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, και να απαιτεί από τους παραγωγούς να πάρουν τη δική τους θέση στη Λαϊκή Συμμαχία, να βάλουν πλάτη, ώστε με τον αγώνα και με το έργο τους, να γίνει πραγματικότητα η κοινωνία που θα ικανοποιεί όλες τις σύγχρονες ανάγκες, παραμερίζοντας ταυτόχρονα όλα τα εμπόδια που βάζει η καπιταλιστική ιδιοκτησία και στην καλλιτεχνική παραγωγή.