Κυριακή 15 Νοέμβρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο ξεριζωμός των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης

Με αφορμή τη συζήτηση που άνοιξε το προηγούμενο διάστημα για τη γενοκτονία των Ποντίων και τις θέσεις που εκφράστηκαν τόσο από κοσμοπολίτικη όσο και από εθνικιστική αστική οπτική, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει ένα ιστορικό αφιέρωμα στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου, αναδεικνύοντας το ταξικό περιεχόμενο των γεγονότων. Προσπαθώντας να φωτίσει ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των πληθυσμών, που αποτελούνταν από φτωχά και μεσαία λαϊκά στρώματα και που όταν ήλθαν στην Ελλάδα ενσωματώθηκαν στο ντόπιο προλεταριάτο, δεν υπήρξαν μόνο θύματα της τουρκικής αστικής τάξης αλλά και των επιλογών, της πολιτικής της ελληνικής αστικής τάξης, της συμμετοχής της σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους. Θύματα της πιο στυγνής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης όταν έφτασαν στην Ελλάδα. Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας θα αναφερθούμε στις σχέσεις του προσφυγικού στοιχείου με το εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ, στη συμμετοχή του στους ταξικούς αγώνες.

  • Για τη σύνταξη των κειμένων που δημοσιεύονται αξιοποιήθηκαν άρθρα των Αναστάση Γκίκα και Νίκου Παπαγεωργάκη που είχαν δημοσιευθεί παλιότερα στην εφημερίδα μας καθώς και ομιλία της Ρούλας Ελευθεριάδου σε εκδήλωση για τη συμμετοχή των Ποντίων στους κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα.
Η κατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα

Η οικονομική κατάσταση των προσφυγικών μαζών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και οι συνθήκες διαβίωσης υπήρξαν άθλιες, ενώ επιβαρύνονταν επιπλέον από το καθεστώς του ενοικίου που είχε επιβάλλει η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Τα κεφάλαια που διέθετε για τη στέγαση των προσφύγων, επρόκειτο να της επιστραφούν με τη μορφή ενοικίου. Αυτό σήμαινε ότι η πλειοψηφία των προσφύγων βρέθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή μετά την άφιξή τους καταχρεωμένοι, ενώ η απειλή της έξωσης θα τους ακολουθούσε για χρόνια μετά τη λεγόμενη «αποκατάσταση». Η αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, είχε συνέπεια τη δίωξη, ακόμα και τη φυλάκισή τους. Στη δυσμενή οικονομική κατάσταση των προσφύγων συνέβαλε, επίσης, η αδυναμία - σκόπιμη και μη - του κράτους να τους καταβάλλει τις αποζημιώσεις που δικαιούνταν και που τους είχε υποσχεθεί εξαρχής.

Οι αποζημιώσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και εκλογικών παζαριών μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων («φιλελευθέρων» και «λαϊκών») για μια μεγάλη χρονική περίοδο, εγκλωβίζοντας την προσφυγική ψήφο στις συμπληγάδες του μεσοπολεμικού δικομματισμού. Το ζήτημα παρέμενε άλυτο, διαιωνιζόμενο επ' αόριστον, μέσα από αλλεπάλληλους διακανονισμούς των υποσχεθέντων ποσών προς τα κάτω, παρατείνοντας την οικονομική αβεβαιότητα και ανασφάλεια για ένα σημαντικό αριθμό προσφύγων.

Πολλές από τις τοποθεσίες αποδείχτηκαν ακατάλληλες για εγκατάσταση, μη διαθέτοντας τους απαραίτητους φυσικούς και οικονομικούς πόρους, ώστε να συντηρήσουν τον πληθυσμό. Οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε άλλα μέρη της χώρας. Το μεγαλύτερο κομμάτι εγκαταστάθηκε στη Β. Ελλάδα.

Τα ποσοστά θνησιμότητας ανάμεσα στους προσφυγικούς πληθυσμούς ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Ο δείκτης των θανάτων ως προς τις γεννήσεις για την περίοδο 1923-1925 ήταν 3 προς 1, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών, 6.000 άτομα απεβίωσαν κατά μέσο όρο κάθε μήνα, μόλις τους πρώτους 9 μήνες μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος.

Η μέριμνα για τους κληρονόμους της καταστροφής ήταν από ελλιπής έως σχεδόν ανύπαρκτη. Ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η εφημερίδα «Ακρόπολις» θα αναφέρει πως στην Κοκκινιά «οι ατυχείς πρόσφυγες που έχουν ανάγκη περιθάλψεως διαγωνίζονται για να βρουν ένα κρεβάτι, έστω και μέσα σ' ένα παράπηγμα. Εγένοντο διαβήματα προς του Υπουργείο Πρόνοιας, αλλά ατυχώς δεν εξεδήλωθησαν σημαντικά βελτιώσεως της καταστάσεως των... Μόνο 30 κλίνες υπάρχουν για τους 80.000 κατοίκους της Κοκκινιάς».

Η ανάγκη του πρόσφυγα εργάτη «συναντούσε» το συμφέρον των βιομηχάνων. Τα συμφέροντα των βιομηχάνων ήταν σε βάρος των αναγκών των εργαζομένων. Αυτά λειτούργησαν στη συνείδηση των προσφυγικών μαζών ως ασυμφωνία μεταξύ των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της αστικής. Αποτέλεσαν έναυσμα για την προοδευτική ανάπτυξη της ταξικής συνειδητοποίησης των προσφύγων. Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας - βιοτεχνίας και τη διεύρυνση των γραμμών της εργατικής τάξης στην Ελλάδα υπήρξε καταλυτική (και τη «Διεθνή» στα ποντιακά την τραγουδούσανε). Οι πρόσφυγες άρχισαν πλέον να αναζητούν ριζοσπαστικότερες λύσεις στα προβλήματά τους.

Θύματα ρατσισμού και πολιτικών παιχνιδιών

Τα προβλήματα στους προσφυγικούς συνοικισμούς αποδείχτηκαν πολλά και χρόνια. Η εξουσία της αστικής τάξης τους αντιμετώπισε σαν πολίτες β' κατηγορίας. Προώθησε την γκετοποίησή τους, την απομόνωσή τους. Η πλειοψηφία τους είχε αντιμοναρχικά πολιτικά αισθήματα, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε συστηματικά το «βενιζελικό στρατόπεδο», το οποίο απέκτησε μεγάλη πολιτική επιρροή στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Από την άλλη, στους κόλπους του Λαϊκού Κόμματος υπήρχαν έκδηλες αντιπροσφυγικές τάσεις, οι οποίες άγγιζαν σε πολλές περιπτώσεις τα όρια του ρατσισμού και της υστερίας. Για τη στάση αυτή θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικά μια σειρά δημοσιεύματα που κάναν την εμφάνισή τους στη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου από παράγοντες του αντιβενιζελισμού, καλώντας για τον «εξαγνισμό» της πρωτεύουσας, το διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «τουρκόσπορους».

Σύμφωνα με τον προσφυγικό Τύπο, «ο γηγενής πληθυσμός εδηλητηριάζετο με πειστικάς πληροφορίας ότι καταφορολογείτο επί τετραετίαν και δυστυχή χάριν των παρασίτων προσφύγων και ότι προσέτει τα τελευταίως προς τους δικαιούχους ανταλλάξιμους καταβαλλόμενα ποσά παρά της Εθνικής Τράπεζας είναι η αμοιβήν την οποίαν παρέχει η Δημοκρατική Παράταξη δια την εξαγοράν των προσφυγικών ψήφων κατά τάς τελευταίας εκλογάς». Παράλληλα, εμφανίζονταν διάφορες οργανώσεις, όπως ο «Σύνδεσμος Γηγενών Πειραιωτών», που φρόντιζαν να διαιωνίζουν τέτοιες απόψεις και αντιλήψεις, εκδίδοντας, λόγου χάρη, ανακοινώσεις στις οποίες «κατήγγειλαν» πως «ενώ η κρίση και η ανεργία μαστίζει τους κατοίκους του, ο Πειραιεύς έχει καταληφθεί από διάφορα πρόσωπα εντελώς ξένα από αυτόν». Είτε ως μεμονωμένα άτομα είτε ως ομάδες και οργανώσεις, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι προέτρεπαν τους γηγενείς να οργανωθούν εναντίον των προσφύγων. Το 1936, η εφημερίδα «Ακρόπολις» έγραφε: «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους "αμύνης" κατά των προσφύγων. Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας, απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται "λεφούσι", χαρακτηρίζονται "Τούρκοι", απειλούνται με εξόντωσην». Η εχθρότητα εναντίον του προσφυγικού στοιχείου δεν περιορίστηκε απλώς σε φραστικές επιθέσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έλαβε και τη μορφή φυσικής βίας. Στα πρακτικά του Συμβουλίου του πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου το Νοέμβρη του 1924, γινόταν λόγος για ένοπλες επιθέσεις γηγενών κατά άοπλων προσφύγων, που αποδίδονταν στην έλλειψη αποτελεσματικού προγράμματος από την πλευρά της κυβέρνησης αναφορικά με την όλη διαδικασία της αποκατάστασης. Καταγγέλλοντας δε πλήθος αιματηρών επεισοδίων ανά την επικράτεια. Αναφορά του υπουργείου Εσωτερικών και της διεύθυνσης Χωροφυλακής προς το ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού με ημερομηνία 23/2/1933, έκανε λόγο «για τρομοκρατικές μεθόδους εναντίον του προσφυγικού πληθυσμού, που ενθαρρύνονταν άμεσα ή έμμεσα από τους λαϊκούς πολιτευτάς. Και συγκεκριμένα πολιτευτής του Λαϊκού και συγκεκριμένως ο Αστεριάδης, προέτρεπεν τους γηγενείς εις εξόντωση των προσφύγων. Αποτέλεσμα πάντων των ανωτέρω υπήρξε η δολοφονία των δύο προσφύγων από των γηγενών».

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στους πρόσφυγες

Το ΚΚΕ έδωσε τιτάνια μάχη με στόχο την κοινωνικοταξική χειραφέτηση των προσφυγικών λαϊκών μαζών, καταγγέλλοντας - στον αγώνα του να καταργήσει στην πράξη - τις διαχωριστικές γραμμές που επιδίωκε να επιβάλει ο αστικός κόσμος μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων εργαζομένων, στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Οι κομμουνιστές πρόβαλλαν τη θέση πως «η Ελλάδα δε διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες, διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν, και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλούσιου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη». Αυτά έγραφε ο «Ριζοσπάστης» το 1926. Την περίοδο αυτή άρχισε η διαδικασία της αποκατάστασης των προσφύγων και διαμορφώθηκαν ταξικά ως το «νέο προλεταριάτο». Το ντόπιο εργατικό κίνημα, μέσω των οργανωμένων δυνάμεών του, δεν ήταν σε θέση να τους εντάξει με επιτυχία στους υπάρχοντες συνδικαλιστικούς αγώνες και δομές, αντιμετωπίζοντας το ίδιο μια σειρά προβλήματα οργάνωσης και λειτουργίας. Οι ντόπιοι κάτοικοι εδώ στην Ελλάδα και εδώ στον Πειραιά, οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι του μόχθου και της φτώχειας είδαν την εγκατάσταση του προσφυγικού στοιχείου με ...εχθρικές διαθέσεις, νομίζοντας ότι αυτοί οι άνθρωποι θα τους έκοβαν το μεροκάματο από τη δουλειά τους.

Η εργοδοσία της εποχής εκείνης αμέσως εμπορεύθηκε και το είδε πολύ έξυπνα, μια που υπήρχε πολύ ζήτηση εργασίας από το προσφυγικό στοιχείο, να τους προσλαμβάνει με λιγότερο ημερομίσθιο, διώχνοντας τους άλλους που εκείνη την περίοδο «το υπάρχον προλεταριάτο έδινε κονταρομαχίες με την εργοδοσία, διεκδικώντας για την εποχή εκείνη το δώρο του και λοιπά».

Οι εργοδότες χρησιμοποίησαν το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό προκειμένου να ξεφορτωθούν ένα περισσότερο έμπειρο και μαχητικό προλεταριάτο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από τους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου...

Να το αντικαταστήσουν με ένα δοκιμαζόμενο εργατικό πληθυσμό, που καθοδηγούταν κυρίως από τις ανάγκες της άμεσης επιβίωσης.

Ελληνες του Πόντου: Θύματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων

Η οθωμανική αυτοκρατορία, στο κατώφλι του 20ού αιώνα, μαζί με την τσαρική (ρωσική) και την αψβουργική (αυστροουγγρική) αποτελούσαν τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Απ' αυτές η οθωμανική παρουσίαζε πολύ πιο έντονα και ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα, τόσο στην οικονομική, όσο και στην κρατική - πολιτική της διάρθρωση. Την εποχή του εθνικού αστικού κράτους και, πολύ περισσότερο, την εποχή του περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτή η φεουδαρχική κρατική οντότητα (που η ονομασία της δε σχετιζόταν με κάποιο έθνος, αλλά με τη δυναστεία των οσμανιδών) αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως αναχρονισμό της εποχής εκείνης. Ηταν αναμενόμενο ότι, κάποια στιγμή, αυτή η απολυταρχική εξουσία θα εξελισσόταν σε σοβαρό εμπόδιο για την εθνική αστική ανάπτυξη των Νότιων Σλάβων, των Αρμενίων, των Αράβων, ακόμα και των Τούρκων. Επίσης, το γεγονός ότι η οθωμανική αυτοκρατορία στηριζόταν από μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής, λόγω της σημαντικής, στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας, άρα και στα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Συμφέροντα και ισορροπίες, οι οποίες επέβαλαν τη διατήρηση αυτού του μορφώματος, ενώ, παράλληλα, οι κυοφορούμενες αστικές πολιτικές διεργασίες και κινήσεις προκαλούσαν δυσπιστία και αβεβαιότητα.

Ελληνες της Κερασούντας σφαγιασμένοι από τους Τούρκους
Ελληνες της Κερασούντας σφαγιασμένοι από τους Τούρκους
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η μεγάλη αστική τάξη στην Τουρκία αποτελούνταν κυρίως από το εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο, στο μεγαλύτερό του μέρος, ήταν ελληνικό, αρμενικό, εβραϊκό και συριακό. Το χριστιανικό (καθολικό και ορθόδοξο) ελληνικό και αρμενικό τμήμα της αστικής τάξης ήταν κυρίως προσανατολισμένο στη στενή συνεργασία με συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Υπενθυμίζουμε ότι, με βάση τις «διομολογήσεις», η Γαλλία και η Ρωσία είχαν το δικαίωμα να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ προωθούσαν τη διείσδυση και με πρόσχημα το όφελος των ομοδόξων τους, δηλαδή των καθολικών και ορθόδοξων χριστιανών αστικών τάξεων, αντίστοιχα. Ετσι, όχι μόνον υπήκοοι αυτών των κρατών, αλλά ακόμα και «προστατευόμενες» απ' αυτές πληθυσμιακές ομάδες (όχι βέβαια οι ανίσχυροι χριστιανοί μικροί αγρότες, χειροτέχνες και εργάτες) δεν υπάγονταν πλέον στη δικαιοδοσία της οθωμανικής, π.χ., Δικαιοσύνης. Ισχυαν, επίσης, γι' αυτές ειδικοί χαμηλοί φόροι και τέλη. Οι διαχωρισμοί αυτοί επέδρασαν όχι μόνο στις κορυφές, αλλά στο σύνολο αυτών των πληθυσμών (μουσουλμανικών, ορθοδόξων, καθολικών) ανεξάρτητα της ταξικής ένταξης.

Με την καθοριστική συμβολή του κλήρου (μουσουλμανικού και χριστιανικού), οι διαχωριστικές αυτές τάσεις ενισχύθηκαν συνειδητά, τόσο από το αντιδραστικό φεουδαρχικό μουσουλμανικό κατεστημένο (πανισλαμισμός), όσο και από τη μη μουσουλμανική αστική τάξη, εμποδίζοντας έτσι, π.χ., τους κοινούς ταξικούς αγώνες του Τούρκου, του Εβραίου, του Ελληνα, κ.λπ., εργάτη των υφαντουργείων, των λιμανιών, της καπνοβιομηχανίας, κλπ., ακόμα και απέναντι σε έναν κοινό εργοδότη, ασχέτως εθνικότητος (επί το πλείστον Αρμένη ή Ελληνα από τους «ντόπιους» ή Αγγλογάλλο από τους «ξένους»).

Πόντιοι πρόσφυγες
Πόντιοι πρόσφυγες
Η καλλιεργούμενη συστοίχιση των μαζών πίσω από «ομόθρησκες» ή «ομόφυλες», αλλά με αντίθετα ταξικά συμφέροντα, «ηγεσίες», είναι αυτή που εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκε για τις σφαγές χιλιάδων αμάχων, «πιστών και απίστων», για τις αλληλοσφαγές λαών.

Στην ουσία, αυτή η «ομόφυλη» στοίχιση πίσω από την ανταγωνιζόμενη μεταξύ της ελληνική και αρμενική μεγάλη αστική τάξη είναι που αδυνάτισε τόσο τις απελευθερωτικές προσπάθειες των Αρμενίων (κυρίως μέχρι το 1896), όσο και τις δυνατότητες της ένταξης του (αριθμητικά σαφώς μικρότερου) ποντιακού ελληνισμού σε μιαν ευρύτερη σε έκταση Αρμενία (1918/1920).

Η επίδραση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων

Οι Νεότουρκοι (που αρχικώς υποστηρίχτηκαν θερμά από το μη μουσουλμανικό κατεστημένο - ακόμα και από τον πατριάρχη), στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κατέληξαν από κοινού με την παλιά φεουδαρχική τάξη (σουλτάνος) στο να προωθήσουν τα συμφέροντά τους μέσα από τη συμμαχία τους με το γερμανικό ιμπεριαλισμό (σιδηρόδρομος Βαγδάτης, πετρέλαια, κ.λπ.). Η σταδιακή όξυνση της σύγκρουσης των εκπροσώπων της μη μουσουλμανικής αστικής τάξης με τους Νεότουρκους και η παραδοσιακή τους πρόσδεση στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) αντιμετωπίστηκε από το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως σοβαρός εν δυνάμει κίνδυνος για την κυριαρχία του.

Τότε - όπως και σήμερα - ενόψει πιθανής, έστω και μερικής, αποδυνάμωσης του ρόλου ενός ιμπεριαλιστικού κέντρου στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα (όταν, μάλιστα, ξεσπάει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος), ο γερμανικός ιμπεριαλισμός υποχρεώθηκε να ρίξει το προσωπείο των «χριστιανικών ιδεωδών», του «εκπολιτιστικού έργου» και του «ουμανισμού» (κάτι αντίστοιχο με το σημερινό ιμπεριαλιστικό προσωπείο της «υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας») και να λύσει το «πρόβλημα» με τον πιο ωμό τρόπο: Τη βία και τις ανθρωποσφαγές.

Ετσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη μαζική εξολόθρευση Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου μέσω της «μετεγκατάστασης» πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής πλήρως επεξεργασμένου σχεδίου Γερμανών στρατιωτικών.

Η ευθύνη της ελληνικής αστικής τάξης

Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Τουρκία με οξύτατες εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες ενισχύονταν ακόμα περισσότερο από τις επεμβάσεις μιας σειράς κρατών, με σκοπό τον πολλαπλό διαμελισμό της χώρας. Απέναντι σε αυτήν την προοπτική αντιτάχθηκε ένα τμήμα της τουρκικής αστικής τάξης, με επικεφαλής μια ομάδα παλιών Νεότουρκων υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάθηκαν επιθέσεις και σφαγές χριστιανικών πληθυσμών, κυρίως Αρμενίων και Ελλήνων. Ποιες διεργασίες, ωστόσο, λάμβαναν χώρα στον Πόντο;

Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την περιοχή του Πόντου (μετά την επιτυχή έκβαση της Οχτωβριανής Επανάστασης και την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο - τέλη 1917) έθεσε νέες παραμέτρους στους σχεδιασμούς στην περιοχή. Ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου έγραψε χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων, ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς, δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί...

...Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ' όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή, όμως, οι Ελληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν μιαν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, στην Τιφλίδα κ.λπ. οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα αρμενικά, γεωργιανά και κοζακικά στρατεύματα κ.λπ. Με τις διαδόσεις αυτές, ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται... Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου».

«Αλλά και τα βιαστικά αυτά μέτρα των Ποντίων, η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια απ' τον Καύκασο κ.λπ. έμειναν απραγματοποίητες... Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».1

Η υλοποίηση της ιδέας ενός Ανεξάρτητου Πόντου, λοιπόν, βασίστηκε εν πολλοίς στην προοπτική μιας εξωτερικής επέμβασης, και στο πλαίσιο της λογικής αυτής λίγα πράγματα έγιναν πρακτικά στην περιοχή του ίδιου του Πόντου. Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό (για διαφόρους λόγους η κάθε μία) είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπεία, ένας Πόντιος από τη Ρωσία τόνισε χαρακτηριστικά: «Εσείς ...φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δε βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους... Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δε χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω τον λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας».2 Τα λόγια του θα αποβούν, δυστυχώς, προφητικά.

Καθ' όλη αυτήν την περίοδο, είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής στη βρετανική ή αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, «οι σχεδιασμοί των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή είχαν πλέον αλλάξει - ο μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Ελληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα... ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς».3

Ο Πόντος είχε άλλο ρόλο να παίξει στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς της ελληνικής αστικής τάξης. Σε έκθεση του Α. Α. Πάλλη «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920» (Κωνσταντινούπολη, 1920), αναφέρεται σχετικά με τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου ότι «πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι απαιτούν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους κρατήσουμε εκεί... Η ύπαρξη ενός ελληνικού Πόντου με κάποια αυτονομία και με κοινό σύνορο με μια ανεξάρτητη Αρμενία είναι απαραίτητη, προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης».4

Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική αστική τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί, ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Οταν, πλέον, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά, δεν το έπραξε στις περιοχές που ζούσε η μάζα των Ελλήνων και που χρειαζόταν προστασία, αλλά στην Οδησσό, έδρα του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή και τελευταίο καταφύγιο της τσαρικής αριστοκρατίας, με σκοπό να συνδράμει στην ιμπεριαλιστική επέμβαση που είχε ως στόχο το πνίξιμο της Οχτωβριανής Επανάστασης.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: Επήλθε ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός και η προσφυγοποίηση 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, καθώς και ο φυσικός αφανισμός χιλιάδων ψυχών.

Παραπομπές:

1. Χειρόγραφο 2: Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963) «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 75 - 76. Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

2. ό.π. σελ. 163 - 164.

3. Κασαπίδης Μ. Λ. (2004) «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας - Εθνάρχης των Ποντίων» (ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη) σελ. 93.

4. Α. Α. Πάλλη «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920» (Κωνσταντινούπολη, 1920), σελ. 10 Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/27) Μουσείο Μπενάκη.

Διημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ στις 21 και 22 Νοέμβρη

Θέμα: «Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ»

Διημερίδα με θέμα: «Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ» οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ, το Σάββατο 21 και την Κυριακή 22 Νοέμβρη, στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ στον Περισσό.

Το πλήρες πρόγραμμα της Διημερίδας είναι το ακόλουθο:

Σάββατο, 21 Νοέμβρη (17.00 - 20.00)

Κεντρική εισήγηση από την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, με θέμα: «Οι σκοποί, οι ιδέες και η στρατηγική του ΚΚΕ δεν είναι σημαία ευκαιρίας».

Παρεμβάσεις με θέμα:

«Η σχέση του Κόμματος με την εργατική τάξη. Ζητήματα στρατηγικής και τακτικής στην οργάνωση των αγώνων και του κινήματός της», από τον Γιάννη Πρωτούλη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνο του Εργατικού Συνδικαλιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ.

«Η οικοδόμηση του Κόμματος στην εργατική τάξη, βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση της στρατηγικής του», από την Λουίζα Ράζου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Κυριακή, 22 Νοέμβρη (10.00 - 13.00)

Ομιλία από τον Μάκη Παπαδόπουλο, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ, με θέμα: «Η καπιταλιστική οικονομική κρίση και οι ταξικοί αγώνες. Η πείρα και τα συμπεράσματα».

Παρεμβάσεις με θέμα:

«Η διαπάλη με τον οπορτουνισμό στο εργατικό κίνημα σε συνθήκες κρίσης», από τον Γρηγόρη Λιονή, μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

«Εργατικό κίνημα και ιμπεριαλιστικός πόλεμος», από τον Γιώργο Πέρρο, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

«Η καπιταλιστική οικονομική κρίση, ένα μεγάλο μάθημα για τη νεολαία», από τον Νίκο Αμπατιέλο, Γραμματέα του ΚΣ της ΚΝΕ.

Παράλληλες εκδηλώσεις
  • Σάββατο 21/11: Καλλιτεχνικό πρόγραμμα (20.15 - 21.30), με θέμα: «Το εργατικό - επαναστατικό τραγούδι στο Μεσοπόλεμο 1918 - 1935». Κάτω από τον τίτλο «Ενας δεν είμαι, μα χιλιάδες...», θα παρουσιαστεί μουσικοθεατρικό αφιέρωμα στο εργατικό - επαναστατικό τραγούδι του Μεσοπολέμου. Στο αφιέρωμα θα παρουσιαστούν γνωστά και άγνωστα ποιήματα και τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία αναδύονται για πρώτη φορά μετά από 95 περίπου χρόνια, μέσα από συλλογές των κομματικών εκδοτικών οργανισμών της περιόδου, οι οποίες φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο του Κόμματος.

Το μουσικό μέρος της εκδήλωσης, που πραγματοποιείται με την αρωγή του Χρήστου Λεοντή, θα ερμηνεύσουν ο Πάνος Μπούσαλης στο τραγούδι, το πειραϊκό φωνητικό σύνολο Libro Coro και πολυμελής ορχήστρα οργάνων.

Την ενορχήστρωση και διασκευή των τραγουδιών καθώς και τη διεύθυνση της ορχήστρας έχει αναλάβει ο Μανώλης Ανδρουλιδάκης, τη διδασκαλία της χορωδίας η Ανθή Γουρουντή, ενώ στην αφήγηση μετέχουν οι ηθοποιοί Θέμης Πάνου και Λίλα Καφαντάρη.

  • Και τις δύο μέρες, στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ θα λειτουργεί έκθεση ντοκουμέντων και φωτογραφικού υλικού από το Αρχείο του ΚΚΕ για την ιστορική περίοδο 1870 - 1935, με τίτλο: «Πρώτα βήματα, πρώτες μάχες».
Πρώτα βήματα, πρώτες μάχες

Εκθεση ντοκουμέντων και φωτογραφικού υλικού

Ενα από τα ταμπλό της έκθεσης που αφορά στα πρώτα βήματα της συνδικαλιστικής οργάνωσης
Ενα από τα ταμπλό της έκθεσης που αφορά στα πρώτα βήματα της συνδικαλιστικής οργάνωσης
Σημαντικές στιγμές από την Ιστορία του εργατικού κινήματος στη χώρα μας ξετυλίγονται μέσα από την έκθεση ντοκουμέντων και φωτογραφικού υλικού από το Αρχείο του ΚΚΕ, που θα λειτουργεί στο πλαίσιο της Διημερίδας «η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ». Η έκθεση με τίτλο «Πρώτα βήματα, πρώτες μάχες» αφορά στην περίοδο 1870 - 1935.

Με ημερομηνία σταθμό το 1871, όταν η Παρισινή Κομμούνα συνταράζει την Ευρώπη και τόσο με το έργο όσο και με τον άφταστο ηρωισμό της έρχεται να δείξει τη μεγάλη δύναμη της εργατικής τάξης, αλλά και το δρόμο για τη δική της εξουσία.

Το πρώτο ξύπνημα

Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται στη χώρα σε άλλους τομείς αργά και σε άλλους γρήγορα. Οι εργάτες σε ορυχεία, εργοστάσια, ναυπηγεία κ.ά. βιώνουν την πιο στυγνή εκμετάλλευση. Σακατεύονται από τα ατυχήματα και πεθαίνουν πρόωρα εξαντλημένοι από τις αρρώστιες και την ασιτία.

Οι καπιταλιστές, με το βούρδουλα και το ψέμα, δεν τους αφήνουν να σηκώσουν κεφάλι. Ομως, με τα πρώτα αγωνιστικά τους ξεσπάσματα, αυτοί οι σύγχρονοι κολασμένοι ξαφνιάζουν τους εκμεταλλευτές και την εξουσία τους, με το πείσμα, την αυταπάρνηση που δείχνουν. Δείχνουν ηρωισμό και την ικανότητά τους να μαθαίνουν από τις μικρές νίκες και τις μεγάλες ήττες και να ρίχνονται ξανά στη μάχη πιο οργανωμένοι...

Σε αυτά τα σκιρτήματα υπάρχουν και ανώριμα στοιχεία, όπως η απεργία των σιγαροποιών το 1910 στον Πειραιά που οι εργάτες σπάνε τις μηχανές, όμως εμφανίζουν και ταξικό ένστικτο και αλληλεγγύη, όπως η απεργία των ναυτεργατών - θερμαστών πάλι στον Πειραιά, που υπερασπίζονται με απεργία το σωματείο τους!

Ο κατάλογος μακρύς. Ξεχωρίζουν οι απεργίες των μεταλλωρύχων στο Λαύριο. Από το Νοέμβρη του 1871, οπότε οργανώνεται η πρώτη απεργία παρά και ενάντια στο νόμο «περί δικαιωμάτων της ελευθερίας της εργασίας». Η απεργία καταστέλλεται από το στρατό, οι απεργοί απολύονται. Λίγα χρόνια αργότερα και η επόμενη βάρδια βγαίνει στο δρόμο. Είναι 1887 κι ανάμεσα στα αιτήματα κι αυτό για την κατάργηση της δουλειάς την Κυριακή. Και μια δεκαετία αργότερα, το 1896, η πρώτη απεργία χωρίς ούτε έναν απεργοσπάστη. Η απεργία δέχεται τα πυρά των φυλάκων και εξελίσσεται σε ένοπλη σύγκρουση με 4 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Ομως το 1906 ιδρύεται σωματείο με 5.000 μέλη.

Εχει στο μεταξύ γίνει και η πρώτη απεργία στη Σύρο, όπου οι εργάτες έχουν ιδρύσει το πρώτο σωματείο τους. Νικούν κι ύστερα από λίγους μήνες ξανά απεργία που κράτησε τρεις μήνες. Από κοντά και οι εργάτες των βυρσοδεψείων που ζητούν αυξήσεις, 12ωρη δουλειά και κατάργηση της απλήρωτης κυριακάτικης δουλειάς, κατεβαίνουν σε απεργία και νικούν μετά από μια βδομάδα αιματηρών συγκρούσεων.

Η οργάνωση

Το 1909 περνά στην Ιστορία, με την ίδρυση της «Φεντερασιόν», στη Θεσσαλονίκη. Είναι η σπουδαιότερη σοσιαλιστική οργάνωση εκείνης της περιόδου. Την ίδια χρονιά ξεσπούν απεργίες σε Βόλο και Καρδίτσα, γίνονται συγκρούσεις με την αστυνομία, οι απεργοί νικούν. Σταθμός, στα επόμενα χρόνια, η απεργία των τροχιοδρομικών στην Αθήνα, το 1911 που καταστέλλεται από τον στρατό χωρίς όμως να νικήσουν η κυβέρνηση και η εταιρεία των τραμ. Ιστορική έμεινε και η απεργία στη Σέριφο το 1916, όπου οι απεργοί συγκρούστηκαν με τη χωροφυλακή: 4 νεκροί απεργοί και 34 τραυματίες. 3 χωροφύλακες νεκροί και 20 τραυματίες.

Η πρώτη Πρωτομαγιά γιορτάστηκε στην Αθήνα το 1894, το 1910 ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, το 1911 η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία, την ίδια χρονιά η «Φεντερασιόν» κηρύσσει απεργία την 1η Μάη στη Θεσσαλονίκη και το 1917 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.

Το 1918, το Φλεβάρη, γίνεται στη Θεσσαλονίκη η δεύτερη σοσιαλιστική συνδιάσκεψη και τον Αύγουστο η αντίστοιχη στην Αθήνα, που αποφασίζει σύγκληση πανελλαδικού συνεδρίου για την ίδρυση σοσιαλιστικού κόμματος. Τον Οκτώβρη ιδρύεται η ΓΣΕΕ. Σ' όλη τη χώρα υπήρχαν 320 σωματεία με 79.306 οργανωμένους εργάτες.

Το Κόμμα στο προσκήνιο

Το Νοέμβρη του 1918 ιδρύεται το ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ, και την 1η Μάη του 1919 κηρύσσεται με την καθοδήγηση του Κόμματος πανεργατική απεργία.

Το 1921 βρίσκεται σε εξέλιξη η Μικρασιατική Εκστρατεία. Μόνο το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) διαφωνεί. Παρά την τρομοκρατία και την προπαγάνδα για τη «Μεγάλη Ιδέα», οργανώνονται σημαντικές απεργίες, ξεχωρίζει το Φλεβάρη η πανεργατική στο Βόλο και το Μάη οι απεργίες της Ομοσπονδίας Ηλεκτροτεχνιτών και των Καπνεργατών της Μακεδονίας, που έληξαν με την κατάκτηση 9ωρου το καλοκαίρι και 8ωρου του χειμώνα. Γίνεται και η πρώτη απεργία των σιδηροδρομικών. Αγρια καταστολή, επιστράτευση και καταδίκη 1.500 απεργών. Εντεκα φυλακίζονται για 6-8 χρόνια στην Ακροναυπλία και 200 στέλνονται εξορία στην εμπόλεμη Μικρά Ασία!

Η δεκαετία του '30 χαρακτηρίζεται από την ορμητική άνοδο του κινήματος και την πάλη κατά του φασισμού. Το 1932 ξεσπά μεγάλο κύμα απεργιών στα ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφεία, Τηλεφωνεία), στους μυλεργάτες, στους χαλυβουργούς, στους μηχανουργούς, στους σιδηροδρομικούς Θεσσαλονίκης, στους καπνεργάτες Ξάνθης - Καβάλας, στους τροχιοδρομικούς σε Αθήνα - Πειραιά κ.ά. Την ίδια χρονιά το «Ενιαίο Μέτωπο» στηρίζεται από το ΚΚΕ στις εκλογές στην Καβάλα και παίρνει το 47% των ψήφων.

Το 1933, σε απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, για τα διδάγματα των απεργιακών αγώνων, διαπιστώνεται ότι στους 9 πρώτους μήνες έγιναν 337 απεργίες από τα επαναστατικά συνδικάτα με 60.000 εργάτες και χαρακτηριστικά τους τη μαχητικότητα, την επέκταση σε άλλους κλάδους, την επαναστατική διάθεση και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το Κόμμα σ' αυτές.

Σκληρή η ταξική σύγκρουση και τα επόμενα χρόνια με κορυφαίο το 1936 και την πάλη ενάντια στο φασισμό. Το ΚΚΕ έχει καλέσει σε συναγερμό, για να αποτραπεί φασιστικό πραξικόπημα. Ο βασιλιάς Γεώργιος διορίζει τον φασίστα Μεταξά, με την ανοχή των αστικών κομμάτων που του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε ήταν το ΚΚΕ και ελάχιστοι αστοί πολιτικοί.

Ορισμένα γεγονότα - πρόδρομα της ίδρυσης του ΚΚΕ

Στα 97 χρόνια από το 1ο - Ιδρυτικό - Συνέδριο του ΣΕΚΕ

Στις 17 του Νοέμβρη 1918, άρχιζαν οι εργασίες του ιδρυτικού Συνεδρίου του Κόμματός μας. Της ίδρυσής του προηγήθηκαν ιστορικά γεγονότα που συνέβαλαν σ' αυτήν. Σταχυολογούμε και παρουσιάζουμε σήμερα ορισμένα απ' αυτά.

Μετά το 1860, μεγάλα διεθνή ιστορικά και επαναστατικά γεγονότα, που αναδεικνύουν την εργατική τάξη στην αυτοτελή πολιτική ταξική δράση της, η οποία βάζει τη σφραγίδα της στις κοινωνικές εξελίξεις, όπως η δράση της «Διεθνούς Ενωσης Εργατών» που ιδρύθηκε από τους Μαρξ - Ενγκελς το 1864, η Παρισινή Κομμούνα το 1871, αλλά και οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική (απεργία εργατών Σικάγου για το 8ωρο) επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, αλλά και ένα τμήμα αστών δημοκρατών διανοουμένων. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης ήταν η έκδοση πολλών εφημερίδων και ταυτόχρονα η εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών ομίλων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ετσι ιδρύονται σοσιαλιστικοί όμιλοι στη Μυτιλήνη, στο Λαύριο, στη Σύρο, στην Κεφαλονιά, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πιο οργανωμένη και ανεπτυγμένη δραστηριότητα γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύσσεται το 1890, όταν ο Σταύρος Καλλέργης ιδρύει τον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο» στην Αθήνα, με παραρτήματα και σε άλλες πόλεις.

Η Παρισινή Κομμούνα


Σχετικά με την επίδραση της Κομμούνας στην Ελλάδα, ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου στο έργο του «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», αναφέρει:

«Ο αθηναϊκός Τύπος αντιμετωπίζει τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου (σ.σ. στη Γαλλία το 1871, που οδήγησε στην ανακήρυξη της Κομμούνας), χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις, αναγράφει τις ειδήσεις με αντικειμενικότητα. Αλλωστε δεν είναι καθόλου προϊδεασμένος για φαινόμενα τέτοια, όπως η Κομμούνα. Ετσι, η Παρισινή Κομμούνα, η Διεθνής εταιρεία των εργατών, όταν αρχίζει η επανάσταση της 18 Μαρτίου, παρουσιάζεται με το αληθινό της πρόσωπο ή με τα στίγματα που οφείλονται στο γαλλικό και τον άλλο ξένο Τύπο. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν κρατάει πολύ. Οσο προχωρούν οι μέρες και το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους, του παρισινού προλεταριάτου από τη μια και από την άλλη της μεγαλοαστικής τάξης, που παραδίδεται στην κυβέρνηση των Βερσαλιών και προδίδει τη Γαλλία στους Γερμανούς καταχτητές, μεγαλώνει και βαθαίνει, τόσο και οι ελληνικές εφημερίδες τάσσονται καθαρότερα με την επανάσταση ή με την αντεπανάσταση. Τελικά, το σύνολο των εφημερίδων τάχθηκε εχθρικά στην Κομμούνα και μόνο μια ξεσπάθωσε και υπερασπίστηκε τις αρχές και τα πρόσωπα του πρώτου προλεταριακού κράτους στον κόσμο. Αυτή η εφημερίδα είναι το "Μέλλον" του Δήμου Παπαθανασίου...

Ενα μήνα ύστερα από την εγκαθίδρυση της Κομμούνας στο Παρίσι, το "Μέλλον" παίρνει θέση με το μέρος της επανάστασης και αρχίζει να την υπερασπίζεται από τις επιθέσεις και τις συκοφαντίες των αντιπάλων της με νευρώδη αρθρογραφία...

Η επανάσταση της Παρισινής Κομμούνας έδωσε την αφορμή να γνωριστούν μεταξύ τους οι οπαδοί του σοσιαλισμού και να σχηματίσουν κύκλους μαζί με άλλους, που η Κομμούνα τους έφερε κοντά στο σοσιαλιστικό κίνημα. Κάτι τέτοιο αποδείχνεται από την κυκλοφορία του "Μέλλοντος". Δεν επηρεάστηκε καθόλου από τις αστυνομικές επιθέσεις εναντίον του διευθυντή της και τις συκοφαντίες των άλλων εφημερίδων...».

Η σοσιαλιστική φιλολογία

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα, η εργατική τάξη αρχίζει να συγκεντρώνεται στα πρώτα εργοστάσια που κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 1870. Ετσι εμφανίζεται το βιομηχανικό προλεταριάτο. Μέχρι τότε, οι εργάτες ήταν διάσπαρτοι σε μαγαζιά, μικρές βιοτεχνίες, στα λιμάνια και τα εμπορικά πλοία και σε ελάχιστες εξορυκτικές μονάδες. Αυτήν την εποχή οργανώνονται και τα πρώτα σωματεία και οι πρώτοι αξιόλογοι οργανωμένοι συνδικαλιστικοί εργατικοί αγώνες. Η πρώτη, βεβαίως, εργατική απεργία έγινε το 1826 από τους τυπογράφους του Ναυπλίου, αλλά σταθμός στην Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος ήταν η μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896 που πήρε τη μορφή της εξέγερσης.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα έργα που μιλούσαν για το σοσιαλισμό, κυρίως μέσω εφημερίδων, όπως το βιβλίο του Μπέμπελ «Γυναίκα και Σοσιαλισμός», αλλά με τίτλο «Γυνή και Κοινωνισμός», το έργο του Μαρξ «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο». Το 1907, κυκλοφορεί το πρώτο θεωρητικό έργο που είχε σχέση με το σοσιαλισμό γραμμένο από Ελληνα, το βιβλίο του Γ. Σκληρού (Γ. Κωνσταντινίδης) με τίτλο «Το Κοινωνικό μας ζήτημα». Ηταν η πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας με βάση τον ιστορικό υλισμό, προπαγανδίζοντας το αναπόφευκτο της πάλης των τάξεων σαν το μοναδικό παράγοντα της κοινωνικής προόδου.

Στη συνέχεια, ο Κώστας Χατζόπουλος, που είχε ζήσει στη Γερμανία και είχε συνδεθεί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μεταφράζει «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ - Ενγκελς, με τίτλο «Το Κοινωνιστικό Μανιφέστο» και αργότερα το έργο του Ενγκελς «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη», με τίτλο «Ο επιστημονικός και ουτοπικός σοσιαλισμός», ενώ αργότερα άρχισε να δημοσιεύει η εφημερίδα «Κοινωνισμός» αποσπάσματα από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ.

Αρχίζει πλέον η περίοδος που ανοίγει ο δρόμος για να γνωριστεί το εργατικό κίνημα με την επιστημονική κοσμοθεωρία.

Οι πρώτες σοσιαλιστικές οργανώσεις

Την ίδια περίοδο γίνονται οι πρώτες προσπάθειες συνένωσης των σωματείων σε εργατικά κέντρα.

Το 1911 συγκροτείται στην Αθήνα το Σοσιαλιστικό Κέντρο από τον Ν. Γιαννιό. Το Σοσιαλιστικό Κέντρο έχει δικό του πρόγραμμα και αρχές, με βάση τα διεθνή σοσιαλιστικά συνέδρια της Β' Διεθνούς. Την ίδια χρονιά (1911), με πρωτοβουλία πάλι του Γιαννιού, ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά.

Το 1912, στην Αθήνα ιδρύεται ο Σοσιαλιστικός Ομιλος της Ελληνικής Νεολαίας, από νέους εργάτες, και εκδίδει το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ανάστασις». Στόχος του ομίλου είναι η δημιουργία πανελλαδικού σοσιαλιστικού ομίλου νέων, και η προετοιμασία προπαγανδιστών για το σοσιαλιστικό αγώνα. Ο όμιλος αυτός εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας του Ν. Γιαννιού, ενώ συνδέθηκε και με τη Διεθνή Σοσιαλιστική Νεολαία. Το 1912 ιδρύεται και ο Σοσιαλιστικός Ομιλος της Κέρκυρας, ενώ μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους συγκροτείται η Σοσιαλιστική Νεολαία Καβάλας που αναπτύσσει έντονη σοσιαλιστική προπαγάνδα και δράση στους καπνεργάτες.

Το 1914, ο Π. Δημητράτος ίδρυσε στην Αθήνα τη Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση.

Το 1916 ιδρύθηκε η Σοσιαλιστική Νεολαία της Αθήνας, με πρωτοβουλία του Δημοσθένη Λιγδόπουλου και των συμφοιτητών του Σπ. Κομιώτη, Φρ. Τζουλάτη και αδελφών Δούμα. Αυτή η οργάνωση έδινε έμφαση στις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού και στην ανάγκη της διαφώτισης και οργάνωσης της εργαζόμενης νεολαίας. Εξέδιδε δε και την εφημερίδα «Εργατικός Αγών» που διηύθυνε ο Λιγδόπουλος.

Η «Φεντερασιόν», σοσιαλιστική οργάνωση που δρούσε στη Θεσσαλονίκη και συσπείρωνε στις γραμμές της εκπροσώπους από εργάτες όλων των εθνικοτήτων της πόλης (Ελληνες, Τούρκους, Εβραίους, Βούλγαρους) και είχε οργανώσει και καθοδηγήσει σημαντικούς εργατικούς αγώνες στη Μακεδονία, είχε συνειδητοποιήσει περισσότερο την ανάγκη οργάνωσης κόμματος της εργατικής τάξης της Ελλάδας.

Από τις πρώτες ενέργειες έως το ΣΕΚΕ

Τον Απρίλη του 1915, στην Αθήνα, συνήλθε με πρωτοβουλία της «Φεντερασιόν», η πρώτη Πανελλαδική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποί της και αντιπρόσωποι της Σοσιαλιστικής Ενωσης, των Σοσιαλιστικών Κέντρων του Πειραιά, του Βόλου, της Κέρκυρας και της Μυτιλήνης, καθώς και των εφημερίδων «Αβάντι» (Θεσσαλονίκης) και «Οργάνωσις».

Η Συνδιάσκεψη κατέληξε σε μια σειρά διακηρύξεις για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και την ανάγκη ίδρυσης δικού της κόμματος, αλλά δεν πήρε καμιά άλλη αξιόλογη απόφαση. Ανέθεσε στη Σοσιαλιστική Ενωση να συγκαλέσει το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καλώντας να συμμετέχουν όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της Ελλάδας.

Υπήρχαν, βεβαίως, διαφωνίες και αντιπαραθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο Γιαννιός δημοσίευε επιθετικά άρθρα κατά της «Φεντερασιόν».

Τον Ιούνη του 1917 πραγματοποιήθηκε νέα Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στην Αθήνα, η οποία αποφάσισε τη συγχώνευση του Σοσιαλιστικού Κέντρου και της Σοσιαλιστικής Ενωσης σε ενιαία οργάνωση με την ονομασία Σοσιαλιστικό Τμήμα των Αθηνών. Αποφάσισε, επίσης, τη σύγκληση, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, συνεδρίου του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης. Οι διαφωνίες, βεβαίως, ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κέντρο και τη «Φεντερασιόν» δεν κόπασαν. Στο μεταξύ ξέσπασε νικηφόρα η Οχτωβριανή Επανάσταση.

Στα τέλη του 1918, έγινε στην Αθήνα η Δεύτερη Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος, εκτός από τη «Φεντερασιόν», τη Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση της Αθήνας και τη Σοσιαλιστική Οργάνωση του Πειραιά, οι Σοσιαλιστικές Ενώσεις του Βόλου και της Κέρκυρας. Το Σοσιαλιστικό Κέντρο του Γιαννιού δεν προσκλήθηκε, γιατί συνεργαζόταν με την κυβέρνηση του Βενιζέλου.

Η Συνδιάσκεψη αποφάσισε να συνέλθει τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς συνέδριο, με σκοπό την ίδρυση πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης.

Τον Αύγουστο του 1918, έγινε στην Αθήνα συνδιάσκεψη, με σκοπό την προετοιμασία της σύγκλησης Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων και την ίδρυση κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.

Το Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο άρχισε τις εργασίες του στην Αθήνα στις 21 του Οκτώβρη (3 του Νοέμβρη) του 1918 και τις συνέχισε στον Πειραιά με τη συμμετοχή 182 αντιπροσώπων που εκπροσωπούσαν τα 214 από τα 320 εργατικά σωματεία, με 65.000 μέλη από το συνολικό αριθμό των 80.000 οργανωμένων εργατών. Τον κύριο ρόλο στη διοργάνωση του Συνεδρίου έπαιξε το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.

Υστερα από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση (τα Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου), το Συνέδριο, με ψήφους 158 (σε σύνολο 180), 21 κατά και 1 λευκό, υιοθέτησε την αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων - μακριά από κάθε αστική κηδεμονία - και τις δίκαιες διεκδικήσεις του.

Λίγες μέρες μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ, συνήλθε το 1ο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ. Το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, που το 1924 μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, ήταν το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός της εποχής για την Ελλάδα. Η ίδρυση του Κόμματός μας ενσάρκωσε τη συνένωση της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του κομμουνισμού με το εργατικό κίνημα. Η εμφάνισή του σηματοδότησε την ιδεολογική και πολιτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, αυτός ο νικηφόρος πόλεμος του προλεταριάτου της Ρωσίας ενάντια στην αστική τάξη επέδρασε ευεργετικά στην ίδρυση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ). Με την ίδρυσή του, μπήκε το θεμέλιο της ανάπτυξης της συνειδητής ταξικής πάλης για την εκπλήρωση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης, την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Πηγές:

1. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1949», τ. 1ος, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

2. «Σαράντα χρόνια του ΚΚΕ, 1918-1958, επιλογή ντοκουμέντων», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις»

3. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ