ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ.-
Οσοι «ειδικοί» και «αναλυτές» καλωσόριζαν κάποτε την «κατάρρευση του σιδηρούν παραπετάσματος», τη «λήξη του ψυχρού πολέμου» και το πέρασμα σε «μία άλλη εποχή, της δημοκρατίας και της ελευθερίας», ίσως θα πρέπει τώρα να εξηγήσουν πως αυτή η εποχή σημαίνει να παίρνεις την τροφή από το στόμα των απλών ανθρώπων, προκειμένου να αγοράζεις σφαίρες, πυραύλους και καινούρια στρατιωτικά οπλικά συστήματα.
Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα του «νέου κόσμου», όπου οι παγκόσμιες στρατιωτικές και εξοπλιστικές δαπάνες αυξάνονται, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει το «Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη» (SIPRI).
Βάσει των ερευνών και των μελετών που ολοκλήρωσε το SIPRI και έδωσε χτες στη δημοσιότητα στη Στοκχόλμη, οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί κατά το έτος 2000, σε σύγκριση με εκείνους του 1998, αυξήθηκαν κατά 5% και έφτασαν τα 798 δισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχούν σε 130 δολάρια κατ' άτομο παγκοσμίως. Επίσης, κατά την ετήσια έκθεσή του για τα όπλα και τον αφοπλισμό που κυκλοφόρησε χτες, το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι, έπειτα από μια δεκαετία που οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί μειώνονταν, πολλές χώρες ξεκινούν μεγάλης κλίμακας εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία οδηγούν σε άνοδο την καμπύλη των στρατιωτικών δαπανών.
Από την άλλη, οι διεθνείς πωλήσεις όπλων μειώθηκαν πέρσι κατά 26%, κυρίως λόγω της μείωσης των παραδόσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εντούτοις οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προηγούνται με μεγάλη διαφορά στον κατάλογο των εξαγωγέων όπλων και πέρσι προμήθευσαν το 47% όλων των όπλων που παραδόθηκαν παγκοσμίως, προσθέτει το SIPRI. Στον εν λόγω κατάλογο, τις ΗΠΑ ακολουθούν η Ρωσία και η Γαλλία, το μερίδιο των οποίων στην αγορά είναι λίγο μεγαλύτερο του 10% για την καθεμιά τους και η Γερμανία και η Βρετανία, με μερίδιο μεταξύ 5% και 10%. Αν συνυπολογιστούν όλες οι χώρες - μέλη της, η ΕΕ ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στον κόσμο, καταλαμβάνοντας το 28% της αγοράς.