Πέμπτη 31 Μάη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το πρώτο φτερούγισμα του προλεταριάτου στον ουρανό

Αποσπάσματα από την ομιλία του Τηλέμαχου Λουγγή στη χτεσινή εκδήλωση

Ανεβαίνοντας στο βήμα ο Τηλέμαχος Λουγγής, πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών και διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, τόνισε, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:

«Οταν έφτασε στο Παρίσι η είδηση για τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας στην Πρωσία, η Εθνοφρουρά αποφάσισε να κρατήσει τα όπλα και τα κανόνια της για να υπερασπίσει τη Δημοκρατία που είχε κηρυχτεί στις 4/9/1870 και που οι μοναρχικοί είχαν ήδη επιχειρήσει να ανατρέψουν. Τα τάγματα της Εθνοφρουράς, έχοντας ήδη εκλέξει αντιπροσώπους για συντονισμό μεταξύ τους, είχαν επίσης προχωρήσει (24/2/1871) στη δημιουργία ενός οργάνου που ονομάστηκε τότε Κεντρική Επιτροπή, επιφορτισμένο να καθοδηγεί τη δημοκρατική ομοσπονδιακή ένωση της Εθνοφρουράς. Την 1/3/1871, η ΚΕ τοιχοκόλλησε μια προκήρυξη που τοποθετούσε την εξουσία της δίπλα στην αστική "δημοκρατική" κυβέρνηση. Στις 18/3, η ΚΕ απηύθυνε το ακόλουθο μανιφέστο:

"Οι προλετάριοι του Παρισιού, ανάμεσα στις χρεοκοπίες και προδοσίες των αρχουσών τάξεων, συνειδητοποίησαν ότι σήμανε γι' αυτούς η ώρα να σώσουν την κατάσταση παίρνοντας στα χέρια τους τα δημόσια πράγματα. Κατάλαβαν ότι έχουν επιτακτικό καθήκον και απόλυτο δικαίωμα να γίνουν οι ίδιοι κύριοι των πεπρωμένων τους, παίρνοντας την κυβερνητική εξουσία". Η ΚΕ εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο, όρισε γενικές εκλογές για τις 26 Μάρτη, από τις οποίες προέκυψε η Κομμούνα του Παρισιού. Σε όλα τα δημόσια κτίρια και μνημεία της πρωτεύουσας υψώθηκε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, η κόκκινη σημαία των εργαζομένων όλου του κόσμου. Σαν απότιση τιμής και σεβασμού προς τα γεγονότα αυτά, τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα που ιδρύθηκαν αργότερα και ανέλαβαν να συνεχίσουν το έργο και την παράδοση της Κομμούνας για την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος συνηθίζουν να αποκαλούν το ανώτατο καθοδηγητικό τους όργανο Κεντρική Επιτροπή».

Η απειλή μιας ταξικής επανάστασης


«Γενικά, σημείωσε ο ομιλητής, όταν λέμε "Μαρξισμός", πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι δε μιλάμε απλά για ένα πνευματικό δημιούργημα του Μαρξ, αλλά για την αποτύπωση ολόκληρης της ιστορικής εμπειρίας που αποτελείται από ταξικούς αγώνες. Αυτοί, με τη σειρά τους, όρισαν τις στροφές και τις κορυφές της ανθρώπινης εξέλιξης. Ετσι, λοιπόν, το προλεταριάτο δεν είχε φθάσει ακόμα, το 1871, σε τέτοιο βαθμό ωριμότητας για να κυβερνήσει τη Γαλλία, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να κυβερνήσει πια, παρά μόνο με στρατοκρατική μορφή. Αυτή η στρατοκρατική μορφή διακυβέρνησης της Γαλλίας από την αστική τάξη αποτελεί το λεγόμενο Βοναπαρτισμό της Β` Αυτοκρατορίας (1851-1870), που απαρτίζεται από μια συμμορία πολιτικών και βιομηχανικών τυχοδιωκτών και που επιτελεί μια ξέφρενη βιομηχανική ανάπτυξη, κάτι που πολλαπλασιάζει το γαλλικό προλεταριάτο. Η στρατοκρατία δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας σε ολόκληρη τη γαλλική αστική τάξη και όχι μόνο στο τμήμα της που ασκεί άμεσα την εξουσία. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι, στις περιπτώσεις αυτές που η αστική τάξη νιώθει να προστατεύεται, αυξάνει η διαφθορά, η καταλήστευση του πληθυσμού και τα εθνικιστικά και σοβινιστικά κηρύγματα που οδηγούν σε εξωτερικές περιπέτειες. Ετσι συνέβη και στη βοναπαρτιστική Γαλλία με το Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870.


Με την απειλή, λοιπόν, μιας ταξικής επανάστασης, που προοδευτικά θα απέβαινε υπέρ του προλεταριάτου και μετά τις γαλλικές συνθηκολογήσεις στο Σεντάν (1/9) και στο Μετς (27/10), που φέρνουν και την ανατροπή του Βοναπαρτισμού, η γαλλική αστική τάξη επιλέγει να νικηθεί από τη γερμανική αστική τάξη και να συνεννοηθεί με το νικηφόρο γερμανικό στρατό για να στραφεί ενάντια στη δική της εργατική τάξη, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωση του αστικού καθεστώτος.

Για τους Γάλλους αστούς, άμεσο αίτημα αποτελούσε ο αφοπλισμός των εργατών. Οπως σημειώνει ο Ενγκελς στην "Εισαγωγή" που έγραψε για τον "Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία" του Μαρξ, όταν η αστική τάξη κινδυνεύει να ανατραπεί, δε σταματάει μπροστά σε τίποτε και στις 18/03/1871 στέλνει στρατεύματα να αφοπλίσουν την Εθνοφρουρά από τα κανόνια που έχουν κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που έχουν πληρωθεί με δημόσιες εισφορές. Αστραπιαία είναι η αντίδραση του εργαζόμενου λαού της πρωτεύουσας και η αστική κυβέρνηση της αντίδρασης αναγκάζεται να καταφύγει στις Βερσαλλίες (17 χλμ. από το Παρίσι), κάτω από την προστασία του γερμανικού στρατού. Τώρα, τα πράγματα αρχίζουν να εξελίσσονται ραγδαία.

Η συγκεντρωτική εξουσία της αστικής τάξης με τα πανταχού παρόντα όργανά της, το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τα δικαστήρια, καλύπτεται πίσω από τον κοινοβουλευτισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά έλεγχος της άρχουσας τάξης πάνω στο πώς ασκείται η εξουσία. Ετσι, το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η άμεση κατάργηση του υφιστάμενου στρατού και η αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό. Αντί να είναι όργανο της αστικής κεντρικής εξουσίας, η αστυνομία απογυμνώθηκε άμεσα από τις πολιτικές της αρμοδιότητες και μεταβλήθηκε σε ένα όργανο υπεύθυνο και ανακλητό ανά πάσα στιγμή από την Κομμούνα. Από τα μέλη της Κομμούνας και κάτω, οι δημόσιες υπηρεσίες πληρώνονται με μισθούς εργάτη. Η Κομμούνα αποτελείτο από συμβούλους αιρετούς από καθολική ψηφοφορία και στα 20 διαμερίσματα του Παρισιού και ήταν βραχυπρόθεσμα.


Σε σχέση με το κράτος, δηλαδή την κεντρική εξουσία, η θρησκεία είναι μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση του καθενός. Μετά τη διοίκηση, η Κομμούνα ασχολήθηκε και με το ιδεολογικό εποικοδόμημα, διατάσσοντας την άμεση κατάσχεση της περιουσίας όλων των εκκλησιών. Οπως λέει ο Μαρξ, οι παπάδες στάλθηκαν στην ιδιωτική ζωή για να συντηρούνται στο εξής από τις ελεημοσύνες των πιστών, όπως ακριβώς οι προκάτοχοί τους, οι Απόστολοι, που αυτοί δεν είχαν περιουσία. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα ανοίχτηκε στο λαό δωρεάν και εκκαθαρίστηκε ταυτόχρονα από οποιαδήποτε κρατική ή εκκλησιαστική παρέμβαση. Οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν με διάταγμα της Κομμούνας αυτή την ψεύτικη ανεξαρτησία που χρησίμευε μόνο και μόνο για να καλύπτει την αποκρουστική τους δουλικότητα στις αστικές κυβερνήσεις, στις οποίες εξάλλου δεσμεύονταν να υπακούουν με όρκο.

Δημόσιοι υπάλληλοι και δικαστές έγιναν αιρετοί, υπεύθυνοι και ανακλητοί. Επίσης, σε ένα από τα πρώτα διατάγματα, η Κομμούνα διακήρυξε ότι τα έξοδα του πολέμου έπρεπε να πληρωθούν όχι από το λαό, αλλά από τους πραγματικούς υποκινητές του. Από όλα αυτά, προκύπτει ότι η Κομμούνα είχε στόχο να καταργήσει αυτή την ταξική ιδιοκτησία που κάνει την εργασία των πολλών περιουσία των λίγων. Είχε ως στόχο της την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και, με τον τρόπο αυτό, εμφανίστηκε στον κόσμο του 19ου αιώνα αυτό που όλοι οι σοβαροφανείς θεωρούσαν αδύνατο: ο κομμουνισμός, το φάντασμα που ως τότε πλανιόταν συνεχώς πάνω από την Ευρώπη. Σε μια πολιορκημένη πόλη, κάτω από συνεχή βομβαρδισμό, όπως ήταν το Παρίσι την άνοιξη του 1871, έγινε αυτό το πρώτο ξεκίνημα. Και, με την έννοια αυτή, η εξουσία της Κομμούνας αποτελούσε τη μόνη πραγματικά εθνική κυβέρνηση που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα του έθνους και του λαού, σε σχέση με το αστικό κράτος που, κατά την έκφραση του Μαρξ, εμφανίζεται σαν παρασιτικό απόστημα πάνω στην κοινωνία.


Το καθεστώς πολιορκίας από τη μια πλευρά και το γεγονός ότι η Κομμούνα αποτελούσε μια άγνωστη, πρώτη εμπειρία από την άλλη, έκαναν τα αξιόλογα για τη φρόνηση και τη μετριοπάθειά τους μέτρα της Κομμούνας ημιτελή. Χωρίς να τολμήσει να περάσει την είσοδο της Τράπεζας της Γαλλίας και να δεσμεύσει όλες τις αξίες και τις περιουσίες που βρίσκονταν εκεί, η Κομμούνα έδειξε ατολμία και αναποφασιστικότητα. Χωρίς να τολμήσει να βαδίσει αμέσως στις Βερσαλλίες, για να μην επισύρει πάνω της την κατηγορία των αστών ότι προκαλεί εμφύλιο πόλεμο, κάτι που οι αστοί έκαναν ήδη ανενδοίαστα, η Κομμούνα έδειξε μαζί ηθικό ενδοιασμό και μεγαλοψυχία, που, όπως έγραφε ο Μαρξ, ένας εμφύλιος πόλεμος δε συγχωρεί».

Κατά τι είναι ηρωική η απόπειρα των Κομμουνάρων;

«Συνολικά», τόνισε στη συνέχεια ο Τ. Λουγγής, «το πρώτο αυτό φτερούγισμα στον ουρανό του προλεταριάτου που ονομάζεται Παρισινή Κομμούνα διάρκεσε 72 μέρες (18/3-28/5). Η Κομμούνα στη Μασσαλία διάρκεσε 10 μέρες και στις άλλες επαρχιακές πόλεις μόλις 2-3 μέρες.

Κατά τι είναι ηρωική η απόπειρα των Κομμουνάρων; Η ερώτηση ανήκει στον Λένιν και βρίσκεται στο τρίτο κεφάλαιο του βασικού του έργου "Κράτος και επανάσταση". Και απέδειξε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αρκεστεί στο να καταλάβει έτοιμη την κρατική μηχανή και να την κάνει να λειτουργήσει για δικό της όφελος, γι' αυτό χρειάζεται να καταστρέψει (zerbrechen όπως έγραφε ο Μαρξ, στον Kugeelmann στις 12/04/1871) τον παλιό γραφειοκρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Η Κομμούνα έκανε μια τέτοια απόπειρα, επειδή, όπως έγραφε ο Μαρξ, ήταν βασικά μια εργατική κυβέρνηση, προϊόν του αγώνα ανάμεσα στην παραγωγική τάξη και στην τάξη των εκμεταλλευτών. Ηταν η πολιτική μορφή που βρέθηκε επιτέλους και που επιτρέπει να πραγματοποιηθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας. Επειδή, συνεχίζει ο Μαρξ, η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού είναι αδύνατο να συνυπάρξει με τη διαιώνιση της κοινωνικής σκλαβιάς. Οταν χειραφετηθεί η εργασία, ο κάθε άνθρωπος γίνεται εργαζόμενος και η παραγωγική εργασία παύει να αποτελεί ταξικό χαρακτηριστικό.

Οπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιστάσεις, μετά από κάθε ήττα του εργατικού κινήματος, ο τρόμος της διεθνούς άρχουσας τάξης φτάνει σε παροξυσμό και επικρατεί τρομοκρατία. Ετσι έγινε και στην περίπτωση της Κομμούνας του 1871 με τις ομαδικές εκτελέσεις, τις φυλακίσεις, τις εξορίες. Αυτό που κατόρθωσαν οι συνασπισμένες αστικές τάξεις της Ευρώπης ήταν να προκύψει ένα διεθνές εργατικό κίνημα πιο ισχυρό, πιο ώριμο μετά την εμπειρία της Κομμούνας και πιο απειλητικό για τον καπιταλισμό, που βρισκόταν ήδη στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Μετά την αιματηρή καταστολή της πρώτης προσπάθειας του προλεταριάτου να αναδειχτεί σε κυρίαρχη κοινωνική τάξη και δύναμη, προέκυψε με οξύτητα το ακόλουθο ζήτημα: η εργατική τάξη είναι προορισμένη να ζει σε συνεχή υποχώρηση, όσον καιρό δεν παλεύει για τον εαυτό της, δηλαδή όσον καιρό δε διαθέτει ένα δικό της κόμμα, που θα την οδηγήσει στην κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και στην κατάργηση ολόκληρης της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.

Ο αγώνας που άρχισε η Κομμούνα το 1871 συνεχίστηκε από τα κόμματα που ίδρυσε η εργατική τάξη και τα περισσότερα από αυτά μετονομάστηκαν σε κομμουνιστικά. Το 1918, ο Λένιν, εξυμνώντας την Κομμούνα του 1871, θεωρούσε ότι τα Σοβιέτ ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Τέλος απέναντι στον τρόμο που αισθάνεται ο οποιοσδήποτε υποκριτής, ημιμαθής ή αναθεωρητής απέναντι στην ιερόσυλη έκφραση "Δικτατορία του προλεταριάτου" θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με τα λόγια του Ενγκελς: «Λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε με τι μοιάζει επιτέλους αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Κομμούνα στο Παρίσι. Αυτό ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου»!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ