ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.--
«Η Αμερική πρέπει πάντα να ηγείται της διεθνούς σκηνής. Αλλά η αμερικανική στρατιωτική δράση δεν μπορεί να είναι το μόνο, ούτε το πρώτιστο στοιχείο της ηγεσίας μας σε κάθε περίσταση. Επειδή έχουμε το καλύτερο σφυρί, δεν σημαίνει πως κάθε πρόβλημα είναι καρφί», σημείωσε χτες στη διάρκεια κεντρικής ομιλίας του για την περαιτέρω πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ, στη Ν. Υόρκη, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Σε κάθε περίπτωση ο Ομπάμα ξεκαθάρισε ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα συνεχίσει να προχωράει μονομερώς σε στρατιωτική δράση και να επεμβαίνει όπου, όποτε και όπως θέλει σε περίπτωση που θεωρήσει ότι διακυβεύονται «εθνικά συμφέροντα» ή «απειλούνται Αμερικανοί» ή «κινδυνεύει η ασφάλεια κάποιας συμμαχικής χώρας οπουδήποτε στον κόσμο». Στην ουσία, δηλαδή, ο πυρήνας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι σταθερός, ανεξάρτητα αν η τακτική «τροποποιείται» ώστε να υπάρχουν οι λιγότερες κατά το δυνατόν απώλειες για τα μονοπώλια και να αποφευχθούν μελλοντικά στρατιωτικά και πολιτικά δύσκολες καταστάσεις, όπως αυτές που προκλήθηκαν με τη βρώμικη και καταστροφική επέμβαση το Μάρτη του 2003 στο Ιράκ για τα πετρέλαια...
Ετσι, ο Ομπάμα ισχυρίστηκε ότι από δω και μπρος η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα βασίζεται κυρίως (αλλά όχι μόνο!) στη «συλλογική δράση με τους συμμάχους στο εξωτερικό» και ότι οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να ηγούνται της διεθνούς πολιτικής σκηνής αποφεύγοντας «ακριβά λάθη» του παρελθόντος. «Αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Αμερική βρίσκεται σε κάμψη, ή ότι έχει αποδυναμώσει την ηγεσία της παγκοσμίως είτε διαβάζουν λάθος την ιστορία, ή το κάνουν λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων», είπε χαρακτηριστικά.
Ανακοίνωσε την πρότασή του προς το Κογκρέσο για τη δημιουργία «Ταμείου κατά της Τρομοκρατίας», με αρχικό ποσό χρηματοδότησης 5 δισ. δολαρίων, ώστε, μεταξύ άλλων, να βοηθηθούν «και συμμαχικές χώρες που αντιμετωπίζουν τρομοκρατικές απειλές», όπως η Υεμένη, η Λιβύη, το Μάλι, η Σομαλία. Υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πλέον «μία νέα πιο διάχυτη απειλή στο στρατιωτικό τομέα, που εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή έως το Σαχέλ της Αφρικής».
Σημείωσε ως βασικές, πρώτες προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής «τη Συρία, την Ουκρανία και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην Αφρική», τονίζοντας ότι «σήμερα η βασική απειλή δεν προέρχεται πλέον από την κεντρική ηγεσία της "Αλ Κάιντα" αλλά από την αποκεντρωμένη "Αλ Κάιντα" και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις».
Εκανε ξεχωριστή αναφορά στη Συρία, χαρακτηρίζοντάς την «επικίνδυνο ορμητήριο τρομοκρατών», αλλά δεν μίλησε ξεκάθαρα για διεύρυνση του μυστικού προγράμματος της CIA για την εκπαίδευση των «μετριοπαθών» αντικαθεστωτικών ενόπλων σε γειτονικές χώρες (π.χ. Ιορδανία), όπως αναμενόταν.
Αναφερόμενος στο Ιράν είπε πως για «πρώτη φορά υπάρχει ρεαλιστική ευκαιρία» για μία συμφωνία που θα αντιμετωπίζει πιθανές απειλές από το πυρηνικό πρόγραμμα και θα επιλύσει ειρηνικά το ζήτημα.
Μίλησε για την ανάγκη οι ΗΠΑ «να κοιτάξουν προς την ανατολική Ασία» και να προωθήσουν τις μακρόχρονες προσπάθειες για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των χωρών του Ειρηνικού (ΤΡΡ), διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι η Ουάσιγκτον θα υπερασπιστεί τους συμμάχους της που έχουν συνοριακές διαφορές με το Πεκίνο στη Θάλασσα στη Νότια και Ανατολική Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση επέμεινε στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που θα συνδυάζεται, κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συμφέροντα των μονοπωλίων, με «διπλωματικές λύσεις», με το «διεθνές δίκαιο», με διεθνείς συμμαχίες. Ανέφερε ως παράδειγμα άσκησης της αμερικανικής ισχύος, δίχως στρατιωτικό μανδύα, την περίπτωση της συνεργασίας των ΗΠΑ με την ΕΕ για αντιμετώπιση, όπως είπε, «της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία»... «δίχως να τεθούν σε κίνδυνο οι ζωές Αμερικανών στρατιωτών». Σε επόμενο σημείο παρομοίασε «τις πρόσφατες ενέργειες της Μόσχας με την είσοδο των σοβιετικών αρμάτων μάχης στην Ανατολική Ευρώπη», για να ισχυριστεί ότι σήμερα δεν έχουμε Ψυχρό Πόλεμο και ότι «η ικανότητά μας να διαμορφώσουμε τη διεθνή άποψη για τα πράγματα βοήθησε αμέσως στην απομόνωση της Ρωσίας».