Οπως έγινε γνωστό, ο υπουργός Γεωργίας έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, προκειμένου να ψηφιστεί ένας νέος ολέθριος κανονισμός για το βαμβάκι, ο οποίος είναι ακόμα χειρότερος κι από την πρόταση της Κομισιόν. Κι αυτό ο Γ. Ανωμερίτης, χωρίς ίχνος ντροπής, το λάνσαρε ως «διαπραγματευτική επιτυχία». Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ένα διαπραγματευτικό ξεπούλημα των συμφερόντων των βαμβακοπαραγωγών. Γιατί εκείνο που πραγματικά συνέβη είναι η λήψη αποφάσεων, για τη συρρίκνωση της παραγωγής και την περαιτέρω μείωση της τιμής παραγωγού, στο βαμβάκι. Και η χασούρα των βαμβακοπαραγωγών σημαίνει κέδρος για τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο όνομα της πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που επιβάλλει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών.
Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας αποφασίστηκε να μείνει καθηλωμένο το εθνικό πλαφόν στο βαμβάκι στους 782.000 τόνους, τη στιγμή που η εθνική παραγωγή είναι σχεδόν διπλάσια και η ΕΕ είναι ελλειμματική σε βαμβάκι. Επιπρόσθετα, αποφασίστηκε να παραμείνει το πρόστιμο συνυπευθυνότητας στα ίδια επίπεδα (0,5%) για εθνική παραγωγή μέχρι 1.137.750 τόνους κι από εκεί και πάνω να αυξάνει απεριόριστα (κατά 0,02% για κάθε αύξηση της παραγωγής σε κάθε 15.170 τόνους). Το πόσο αρνητικά είναι για τους βαμβακοπαραγωγούς τα νέα μέτρα, που αποφασίστηκαν στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ, φαίνεται αν γίνει μια σύγκριση των τιμών που πήραν οι βαμβακοπαραγωγοί με τον προηγούμενο κανονισμό τα δύο τελευταία χρόνια, με το τι θα έπαιρναν αν ίσχυε ο νέος κανονισμός. Για την παραγωγή του 1999, το πρόστιμο συνυπευθυνότητας θα αυξανόταν από τις 126,8 δραχμές στις 197,8 δραχμές και η ελάχιστη τιμή από τις 204 δραχμές θα έπεφτε στις 133,2 δραχμές. Ανάλογη θα ήταν η κατάσταση και για την παραγωγή του 2000, όπου το πρόστιμο συνυπευθυνότητας θα ανέβαινε από τις 90,2 δραχμές στις 122 δραχμές και η ελάχιστη τιμή θα μειωνόταν από τις 253,6 δραχμές στις 222 δραχμές.