Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ποίηση δικαιούμαστε να συμφωνήσουμε με τον Γιάννη Ρίτσο: «Το μέλλον είναι σίγουρο/ αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει - σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά/ στη φωνή ή στη σιωπή μας./ Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω/ τους τροχούς του ήλιου;». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του. Η ποίηση του Βάρναλη πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και τις αθλιότητές του. Και αν η τέχνη είναι επίσης «μια βαθιά αλληλεγγύη» στη ζωή, αυτό απαντάται και στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη, αλλά και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Τα έργα τους αναδύουν ένα γνήσιο ανθρωπιστικό τόνο, βαθιά και αληθινή θλίψη για τον ανθρώπινο πόνο. Αλλά και ο Νίκος Καρούζος, σ' όλη του τη ζωή, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στα προσωπικά, αλλά και πανανθρώπινα αναπάντητα ερωτήματα για την αγιάτρευτη απελπισία της ύπαρξης, με έντονες ωστόσο - σε όλο του σχεδόν το έργο - τις κοινωνικές αναφορές και την πολιτική διάσταση, άλλοτε ως οργισμένη αντίδραση στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και άλλοτε ως ειλικρινής διάθεση συμπαράστασης προς τους φτωχούς και αδύνατους.
Και κάπου εκεί κοντά σε όλους αυτούς, δίπλα μας ο Ναζίμ Χικμέτ μάς παρηγορεί: «Οπου να 'ναι θα τελειώσει το χινόπωρο/ Οπου να 'ναι κι η γη θα ξαναμπεί μέσα στου τοκετού τον ύπνο/. Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα/ Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας/ Και της αγίας ελπίδας μας».