«Μπετατζής», έργο του Δ. Διαμαντόπουλου |
Ο Δ. Διαμαντόπουλος υπήρξε πρωτοπόρος της τέχνης. Μιας τέχνης με συνείδηση του κοινωνικού ρόλου της και ταξική επιλογή στο περιεχόμενό της. Ισως, λόγω αυτής της συνειδητής ταξικής επιλογής στην τέχνη και τη ζωή του, ο μεγάλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ένας από τους πρωτοπόρους της γενιάς του '30, έμεινε τόσο μοναχικός. Σίγουρα γι' αυτό, προτίμησε να βγάζει τον επιούσιο δουλεύοντας σαν οικοδόμος, παρά να υποκύψει στις δοσοληψίες με τα εμπορικά κυκλώματα της τέχνης. Γι' αυτό διάλεξε το δρόμο της καλλιτεχνικής, ανθρώπινης και ιδεολογικής ακεραιότητας, δρόμος που φαινόταν, αλλά δεν ήταν, παραγωγική και κοινωνική «σιωπή». Γι' αυτό προτίμησε, συνειδητά, το «περιθώριο» του φτωχικού προσφυγικού σπιτιού του στο Βύρωνα, όπου μεγαλούργησε ζωγραφίζοντας, κυρίως, τον απλό, λαϊκό άνθρωπο του καθημερινού μόχθου. Από το χρωστήρα και τη σμίλη του, «γεννήθηκαν» μορφές εκπληκτικά στέρεες.
Ο Δ. Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1914 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθε στην Αθήνα. Μαθητής ακόμη, με παρότρυνση του φίλου του Φ. Γιοφύλλη, εξέθεσε το 1930 τις πρώτες του τέμπερες. Στα χρόνια 1931 - 1936 σπούδασε στην ΑΣΚΤ κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Κ. Παρθένη. Το 1934, σπουδαστής ακόμη στην ΑΣΚΤ, φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για την «Αλκηστι» του Ευριπίδη, που ανέβασε ο Κ. Κουν στη «Λαϊκή Σκηνή». Από τις πρώιμες ακόμη εργασίες του, πριν ακόμη τελειώσει τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ, διαφαίνεται ότι βρίσκεται σε επαφή με τις σύγχρονες αναζητήσεις. Μετά τις σπουδές του, ταξίδεψε στην Ελλάδα, στο Παρίσι, στη Ρώμη και τη Νάπολη. Με τη στροφή του Δ. Διαμαντόπουλου προς την ανθρώπινη μορφή, μετά το 1937, έχουμε μια τομή στην καλλιτεχνική του δημιουργία, που συνοδεύεται και από την έμφαση σε θέματα ανάλογα με αυτά του Τσαρούχη (εσωτερικά, φαντάρους και νέους).
«Αετός», δημιουργία του Δ. Διαμαντόπουλου |
«Πρόκειται για μια ζωγραφική», υπογραμμίζει ο Χρ. Χρήστου, «που πέρα από τη σχηματοποίηση και την αποσπασματικοποίηση των μορφών, το συνδυασμό τύπων της παράδοσης και προσωπικών κατακτήσεων, υποβάλλει, με τους προσωπικούς συνδυασμούς του, κάτι από τον ίδιο το χαρακτήρα των καιρών μας. Κατορθώνει να συνδυάσει αναγκαιότητα και ελευθερία, παρόν και ιστορία, βεβαιότητα και ανασφάλεια, ζωή και θάνατο. Και αυτά, όχι τόσο με τα θεματικά στοιχεία, όσο με τη γνησιότητα και την πηγαιότητα της εκφραστικής του γλώσσας, τη σύνθεση και το μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, το χώρο και το χρώμα, δηλαδή τις καθαρά ζωγραφικές αξίες».