Από το 1920, έτος που ο Λόιντ άρχισε να δουλεύει στη βιομηχανία του σινεμά, εξέλιξε τον προαναφερθέντα κινηματογραφικό του χαρακτήρα σε ένα αρχέτυπο αμερικανικής «κανονικότητας» και «λεπτότητας», ενώ ταυτόχρονα άρχισε να ειδικεύεται στη ριψοκίνδυνη κωμωδία συγκινήσεων. Η πλέον φημισμένη ταινία αυτού του είδους είναι η «ΜΩΡΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ» του 1923, όπου ο Λόιντ παίζει ένα χωριατόπαιδο που έφθασε στη μεγαλούπολη και θέλει να πιάσει την καλή. Ενώ δουλεύει κλητήρας στο κατάστημα «De Vore» πασχίζει να αποδείξει στην κοπέλα του ότι είναι διευθυντής που κερδίζει πολλά. Ενας φίλος του βγάζει λεφτά κάνοντας ακροβατικά στο δρόμο και όταν ο πραγματικός διευθυντής υπόσχεται χίλια ολόκληρα δολάρια σε όποιον επινοήσει μια έξυπνη διαφήμιση για το κατάστημα, ο Λόιντ εξαναγκάζεται τελικά από τη συγκυρία να σκαρφαλώσει στην πρόσοψη του 12ώροφου κτιρίου, χωρίς εμφανές σύστημα ασφαλείας και να καταλήξει να κρέμεται από ένα τεράστιο ρολόι που χάσκει πάνω από την πολυσύχναστη λεωφόρο της μεγαλούπολης με ασίγαστη κίνηση αιχμής. Η σκηνή αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή και η πιο γνωστή της ταινίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 ο Λόιντ έφθασε να είναι - στο εγχώριο, αμερικανικό κοινό - δημοφιλέστερος και από τον Τσάπλιν και από τον Κίτον, μιλώντας πάντα με όρους εισπρακτικούς (box office). Ωστόσο, και ο Λόιντ, όπως πληθώρα «κλόουν» του βωβού κινηματογράφου με κινητικό σήμα κατατεθέν το χιούμορ τους, δεν επέζησαν της άφιξης του ήχου. Η κωμική ιδιοφυΐα του Λόιντ δεν είχε ούτε το διανοητικό βάθος του Μπάστερ Κίτον, ούτε το συγκινησιακό βάθος του Τσάρλι Τσάπλιν. Μπορεί ο εκκωφαντικός ακροβάτης Λόιντ να μην απέκτησε συνομήλικους μιμητές, αλλά η ξεκάθαρου εντυπωσιασμού κωμωδία του έκανε μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους.
Παίζουν: Χάρολντ Λόιντ, Μίλντρεντ Ντέιβις, Νόα Γιανγκ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1923).