Παρά την ανάγκη για νέα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα με λιγότερες παρενέργειες για τη θεραπεία των ψυχιατρικών, αλλά και των εκφυλιστικών νόσων του εγκεφάλου, όπως το Πάρκινσον και η νόσος Αλτσχάιμερ, η σχετική έρευνα κρίνεται εξαιρετικά πολύπλοκη και ακριβή από τα φαρμακευτικά μονοπώλια. Το ενδεχόμενο να επενδύσουν εκατομμύρια στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, που τελικά ίσως απορριφθούν, ή στην καλύτερη περίπτωση αρχίσουν να αποδίδουν οικονομικά μετά από 18 χρόνια, κάνει την επένδυση μη πρόσφορη για τους καπιταλιστές. Επειδή η παραγωγή γίνεται για το κέρδος και όχι για να ζουν καλύτερα οι άνθρωποι.
Στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικοί λόγοι ευθύνονται για τον τερματισμό πολλών ερευνητικών προσπαθειών ανάπτυξης νευρολογικών φαρμάκων κατέληξε το αμερικανικό Κέντρο Ταφτς για τη Μελέτη της Ανάπτυξης Φαρμάκων, αφού πραγματοποίησε συνεντεύξεις με πολλές φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές εταιρείες στις ΗΠΑ. Οπως ήταν αναμενόμενο, οι Αμερικανοί ερευνητές επικεντρώνουν στις τεχνικές πλευρές των αποτελεσμάτων της έρευνας, τονίζοντας ότι τα φάρμακα αυτού του είδους απαιτούν περισσότερα χρόνια δοκιμών και πιο μακρόχρονες διαδικασίες έγκρισης, ενώ ταυτόχρονα έχουν το μισό ποσοστό τελικής επιτυχίας και εισόδου στην κυκλοφορία, σε σχέση με τα υπόλοιπα φάρμακα. Ψάχνουν να βρουν τρόπους μείωσης του χρόνου ανάπτυξης και αύξησης του ποσοστού αποδοχής των νέων νευρολογικών φαρμάκων ως αποτελεσματικών και χωρίς σημαντικές παρενέργειες. Επιδιώκουν αλλαγές στη σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ και κρατικές ενισχύσεις. Μέτρα που όχι μόνο δεν θίγουν την αιτία του προβλήματος, αλλά μπορεί και να οδηγήσουν σε αύξηση της αποδοχής επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία φαρμάκων.
Στα συμπεράσματα των ερευνητών ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο όπου εντοπίζεται η ανάγκη μιας δικτυωμένης προσέγγισης στην εφευρετικότητα, στην οποία πολλοί οργανισμοί μοιράζονται τους κινδύνους και τις ανταμοιβές της φαρμακευτικής έρευνας, καθώς οι προκλήσεις για την ανάπτυξη νευρολογικών φαρμάκων είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι μπορεί να σηκώσει οποιαδήποτε μεμονωμένη επιχείρηση, ινστιτούτο ή οργανισμός. Με άλλα λόγια, οι ερευνητές αντιλαμβάνονται την ανάγκη κεντρικά οργανωμένης διαχείρισης των ερευνητικών πόρων, αλλά ελπίζουν ότι αυτό θα γίνει πείθοντας τα μονοπώλια να απεμπολήσουν τυχόν τεχνολογικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν, γενικότερα το μεταξύ τους ανταγωνισμό και να συνεργαστούν για κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο και δίνει με μεγάλη καθυστέρηση επιστροφή κεφαλαίου και κέρδη. Η συγκέντρωση και κεντρική διαχείριση των ερευνητικών πόρων μπορεί να γίνει μόνο όταν αυτοί οι πόροι μαζί με τον υπόλοιπο πλούτο που συγκεντρώνουν τα μονοπώλια γίνουν ιδιοκτησία της κοινωνίας, καταργώντας τους μονοπωλιακούς ανταγωνισμούς.